Όλο το Χειμώνα περίμενα το Καλοκαίρι. Αλλά ήρθε η Άνοιξη και μας καθυστερούσε και είχα αρχίσει να απελπίζομαι. Δεν ήθελα να κάνω παρέα με τον Δεκέμβριο, ούτε να προϋπαντήσω τον Μάιο με βήμα ταχύ. Ήθελα μόνο να έρθει ο Ιούλιος, να μου πει “με φώναξες;”, να μπει στο δωμάτιο και ν’ αρχίσει να τα καίει όλα. Μέγας πυρομανής ο Ιούλιος – πίσω απ’ το ξανθό και γαλανό κρύβει μπιτόνια βενζίνη έτοιμα ν’ αρπάξουν.

Δεν είχα τίποτα όλο το Χειμώνα. Ούτε την Άνοιξη. Ούτε και το Φθινόπωρο πριν την Άνοιξη και πριν τον Χειμώνα. Γυρνούσα μ’ ένα παλτό, μάζευα υλικά οικοδομών στις τσέπες και τα πήγαινα σπίτι. Καρφιά, βίδες, πλακάκια κουζίνας. Τα έβαζα σ΄ ένα μεγάλο κουτί και τα χάζευα με τις ώρες. “Έτσι θα φτιάξω την πόρτα, εδώ το πόμολο, να η μεσοτοιχία με τον Διάβολο”, όλο τέτοιες χαζομάρες σκεφτόμουνα να περάσει ο καιρός να έρθει το πλοίο που θα με πήγαινε στο καλοκαίρι, στην καρδιά του καλοκαιριού, στον Ιούλιο που είναι από μόνος του καλοκαίρι, στη μέση, εκεί που έχει φουντώσει η φωτιά κι έρχεται πάνω σου. Το ξέρεις, μυρίζει τσίκνα και καμένο δέρμα. Το δικό σου δέρμα.

Κι ήρθε και έκρυψα τα κουτιά με τους στόκους και τις πρόκες. Δεν χρειαζόταν να χτίσω σπίτι. Κάπου θα έμενα, κάπου θα μέναμε. Την ξέχασα την αντιπαροχή και δε στεναχωριόμουνα που δεν είχα τίποτε να δηλώσω στην πολεοδομία. Όπως ήμουν έφυγα. Θα έμπαινα στη θάλασσα και θα ήμουν πάλι καθαρός.     Δεν κουβαλούσα την αποφορά του παλτού που στο τέλος μυρίζει σαν του πεθαμένου. Δεν υπάρχει θάνατος το καλοκαίρι, μόνο προετοιμασία θανάτου, προετοιμασία για τα χιόνια που θα κλείσουν την πόρτα κι εσύ ζαλισμένος από τον Ιούλιο ούτε φτυάρι δε θα ’χεις. Κομένο και το τηλέφωνο, ποιόν να καλέσεις να’ ρθει να σε βγάλει; Θα πεθάνεις αγκαλιά με τα υλικά οικοδομών. Και θ’ αναστηθείς κοντά Ιούλιο, μπαίνοντας στο πλοίο. Το απλό. Της γραμμής. Της γραμμής του χεριού σου, της γραμμής της μοίρας σου.

Στο πλοίο σκεφτόμουνα το νησί. Στο νησί σκεφτόμουνα το πλοίο. Ο Ιούλιος ήταν σαν ένα μεγάλο νησί που φτάνεις με το τελευταίο βραδινό. Κατεβαίνεις κι ο καπετάνιος δένει. Δε μπορείς να φύγεις. Πρέπει να περιμένεις το καινούριο, την άλλη μέρα. Αλλά την άλλη μέρα είσαι γεμάτος Ιούλιο, έχεις κοιμηθεί μαζί του και ξέρεις ότι σίγουρα είναι καλοκαίρι. Θα το περάσεις μαζί του. Είναι ο μήνας σου. Είσαι διακοπές. Μετά θα γράψεις έκθεση με θέμα “Πώς πέρασα το καλοκαίρι” και θα πάρεις άριστα δέκα. Θα τα θυμάσαι όλα, οι περιγραφές σου θα είναι γεμάτες τρυφερότητα και νοσταλγία, δεν θα έχεις ορθογραφικά λάθη και ο επίλογος θα συγκινήσει τη δασκάλα. Θα της θυμίσει κάποιον δικό της Ιούλιο και θα σε χειροκροτήσουν οι συμμαθητές σου.

Το νησί είχε ένα μεγάλο σπίτι στην άκρη του γκρεμού. Ανέβαινα μόνος μου ,χαρούμενος που ποτέ δεν κατάφερα να πέσω. Κάτι σαν το μεγαλείο του επιζήσαντα. Καμάρωνα,ναι,καμάρωνα που ήμουν ζωντανός γιατί στα ενοικιαζόμενα με περίμενε ο Ιούλιος. Αγχωμένος που άργησα, φοβισμένος μήπως σταματήσω να τον έχω αγαπημένο μήνα και τρέξω να με παρηγορήσει κανένας ψηλομύτης Ιανουάριος. Ποτέ, ποτέ. ΄Ημουνα καθυστερημένος, αλλά πιστός. Ξυπνούσαμε ιδρωμένοι, σημάδι ότι τον αγαπούσα και τρώγαμε φρούτα εποχής.

Ήμουν στην εποχή μου, τίποτε δεν έκανα, περπατούσα με τον Ιούλιο και ήξερα ότι δε χρειάζεται να φροντίσω για τροφή και στέγη. Το καλοκαίρι ήταν δίπλα μου κι ήταν ανέλπιστο και γαντζωμένο πάνω μου.

Δε δίνω εξηγήσεις σ’ αυτή την έκθεση. Μέσα μου θέλω να κρύψω απ’ τα μάτια της Δασκάλας τον δυνατό ήλιο που αντί να με στεγνώνει με ξαναγεννούσε, θέλω να κρύψω το μυστικό πέρασμα από το λιμάνι μέχρι τα παλιά εργοστάσια. Δεν θέλω να μάθει η Κυρία τον δρόμο για το σπίτι στο γκρεμό, ούτε εκείνη τη γούβα με τον αγιασμό. Είμαι ένας δύσκολος και κρυφός άνθρωπος. Ένας άνθρωπος που υποφέρει πολύ τον Χειμώνα και το Φθινόπωρο και την Άνοιξη κι άλλη χαρά δεν έχει στη ζωή του από το να περιμένει το Καλοκαίρι. Είμαι ένας κλειστός χαρακτήρας με ένα μόνο παλτό και πολλά κουτιά με βίδες και πρόκες και τούβλα κάτω απ’ το κρεββάτι μου. Η ζωή μου είναι περιορισμένη και σκοτεινή. Όσοι με ξέρουν νομίζουν ότι μαζεύω υλικά οικοδομών για να χτίσω μια πολυκατοικία. Να νοικιάζω τα διαμερίσματα και να ζεσταίνομαι με τα νοίκια κάθε δεκαπέντε.

Τίποτε δεν ξέρουν. Τους κοροιδεύω όλους, χωρίς καν να το προσπαθώ. Όπως και τη Δασκάλα στο σχολείο που μας έβαζε την έκθεση για το πώς περάσαμε το καλοκαίρι. Γενικά,αλλά πολύ συγκινητικά πράγματα – αυτά έγραφα και έπαιρνα δέκα χωρίς κανείς να καταλάβει την αλήθεια. Χωρίς ποτέ κανείς να υποψιαστεί αυτό που πραγματικά είμαι.

Είμαι ένας άνθρωπος που απλά περιμένει τον Ιούλιο.

Info: Σκηνοθέτης, εικαστικός και σκηνογράφος. Γεννήθηκε, ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Το 2010 ίδρυσε με τους συνεργάτες του την ομάδα «bijoux de kant» με την οποία έχει πραγματοποιήσει έως σήμερα περισσότερες από δέκα παραγωγές και την ίδια χρονιά τιμήθηκε με το «Βραβείο Νέου Δημιουργού» από την Ένωση Ελλήνων Κριτικών Θεάτρου και Μουσικής, για την πρώτη του σκηνοθεσία. Τον χειμώνα του 2013 σκηνοθετεί το ανέκδοτο έργο του Δημήτρη Δημητριάδη «Πολιτισμός: μία κοσμική τραγωδία» στο Υπόγειο Γκαράζ του Ιδρύματος Μιχάλης Κακογιάννης, με τους Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, Κρις Ραντάνοφ, Τάσο Καραχάλιο, Λένα Δροσάκη και Γιώργο Παπαπαύλου.

Photo: Πάνος Μιχαήλ