Εκτροφείο σφαλμάτων τα ανθρώπινα πάθη, ένας αποτελεσματικός σιγαστήρας για την οποιαδήποτε ηθική παρέκκλιση, αλλά κι όσα μας κάνουν με ενδιαφέροντα τρόπο τρωτούς. Νεοπλάσματα νου, καρδιάς και αισθήσεων, αθώα χαμόγελα πίσω απο τα οποία λουφάζουν κυνόδοντες που κροταλίζουν επίμονα στην προσπάθεια να κρεουργήσουν την φαινομενική αθωότητα κάθε ροπής. Αυτή είναι η φύση μας. Αντιφατική. Πάντα υπό κατασκευήν, και ταυτόχρονα αυτοκαταστροφική. Αυτή και η γοητεία μας. Κι ένας δημιουργός που ταλανήθηκε από σφοδρά πάθη και ασθένειες, εκείνος που η εξορία, η φυλακή, η κραιπάλη και το οικονομικό αδιέξοδο στρίμωξαν στη γωνία ως ανυπεράσπιστο παιδί, ξέρει πως το λάθος, το έγκλημα, η μοιχεία και συλλήβδην όλες οι σκοτεινές μας έξεις σαν αποκτούν λογοτεχνική χροιά, είναι οι πιο συμβατικές αφηγηματικά οδοί για να ανυψωθεί κανείς πέρα από το συμβατικό.

Για τον Ιβάν Αντρέγεβιτς όλα δείχνουν πως η Γκλαφίνα Πετρόβνα είναι μια κοινή αμετάπειστη μοιχαλίδα. Και μάλιστα από αυτές που κανείς δε μπορεί να αποδείξει την απιστία τους. Από αυτές που ουδέν στοιχείο δεν τις ενοχοποιεί επαρκώς και η διαίσθηση τείνει να αιωρείται πάνω από μια σειρά ύποπτων, αλλά θολών ενδείξεων. Όπως είναι φυσικό, διόλου δε θα τον απασχολούσε τούτη η ψυχοφθόρα υπόθεση, μόνο που τυχαίνει να αφορά τη δική του σύζυγο, και να ξυπνά την δική του αφόρητη ζήλια. Ο Ιβάν, του οποίου η καχυποψία είναι μια βαριά πανοπλία που λιγότερο τον προστατεύει, και πιο πολύ τροχοπεδεί τη λογική του, αναλογίζεται και κρίνει όσα πλάθει με την διαταραγμένη φαντασία του. Είναι ο πρωταγωνιστής σε έναν κόσμο αστείο, αλλά με το αστείο σε βάρος του, και ανήκει στα γνωστότερα διηγήματα του Φ. Μιχαήλοβιτς Ντοστογιέφσκι με τίτλο «Η γυναίκα ενός άλλου» και υπότιτλο «Ένας σύζυγος κάτω από το κρεβάτι» (1848). Ο Ιβάν, που η Πετρούπολη δεν χωρά τη ζήλια του, δεν ανήκει μόνο στους απατημένους, αλλά και στους ανθρώπους που αγαπούν τόσο την κακοτυχία που πηγαίνουν τρέχοντας προς αυτήν, καθώς εν αγνοία του, συμπράττει με τον εραστή της γυναίκας του για να την ξεσκεπάσει. Παρότι διατηρεί επιφυλάξεις και μια διακριτή δυσπιστία για το νεαρό άντρα, του οποίου το σιχτίρισμα είναι η δεύτερη φύση, η ανάγκη του να μοιραστεί έστω και με έναν ξένο το ντρόπιασμα από τη σύζυγό του, τον υποχρεώνει να τού ανοίξει την ψυχή του. Η ανασφάλεια του Ιβάν Αντρέγεβιτς, περιγράφονται με έντονη θεατρικότητα και σκαμπρόζικη διάθεση από τον Ντοστογιέφσκι σε μια ιστορία όπου το να απατηθείς είναι κι αυτό μια ιστορία αγάπης, το κρίμα είναι που κανείς δεν μπορεί να έχει εραστή αν δεν απατήσει το σύντροφό του και το μίασμα της απάτης περιγράφεται ως κατάσταση, κατά την οποία δε γελάμε με τον εαυτό μας, αλλά μαζί μας όλοι οι άλλοι.

Ο Ιβάν, δούλος της ζήλιας του, θα βρεθεί κάτω από το κρεβάτι ενός άγνωστου ζευγαριού, κατευθυνόμενος από ένα ραβασάκι που έφτασε στα χέρια του και τον αποπροσανατόλισε. Εκεί θα στραγγαλίσει τον Φίλο, το μικρό χαριτωμένο σκυλάκι που δρα ως πιστός φύλακας όταν ανακαλύπτει την κρυψώνα του Ιβάν στα ιδιαίτερα διαμερίσματα του ζευγαριού. Ίσως και να ζούσε αν δεν του δάγκωνε τη μύτη, ίσως και ο Ιβάν να μην είχε καταλήξει να απολογείται σε έναν ηλικιωμένο και τη γυναίκα του, εάν δεν είχε κάνει λάθος τον όροφο της παρακολούθησης. Όταν γυρίζει στο σπίτι του ταραγμένος, η Γκλαφίνα, για την οποία η αγάπη του είναι ένα είδος αυτοκτονίας, του ζητά εξηγήσεις για την αργοπορία του. Εκεί, στον αφηγηματικό κόσμο του Ντοστογιέφσκι, που το κωμικό δίνει την αίσθηση του παράδοξου και διαθέτει περισσότερη απελπισία από το τραγικό, φθίνει άλλη μια μέρα νανουρίσματος των υποψιών του απατημένου Ιβάν Αντρέγεβιτς, κι ο δημιουργός των κλασικών έργων «Αδελφοί Καραμαζώφ», «Δαιμονισμένοι», «Έγκλημα και Τιμωρία», και άλλων πολλών που αποτέλεσαν πηγή διαχρονικής γοητείας για ομότεχνους και αναγνώστες, αποδεικνύει ότι εκτός από όσα διαθέτει το εργοτάξιο κάθε έμπνευσής του, το χιούμορ κι ο ενδότερος σαρκασμός στη γραφή είναι η επαλήθευση της αξιοπρέπειας, και ένα ξεκάθαρο confessio fidei της υπεροχής των δημιουργημάτων του σε σχέση με τα πάθη που τα πλήττουν.

Ο σπουδαίος και ιδιόρρυθμος Ρώσος συγγραφέας που αντιλαμβάνεται τον κυριευμένο από τα πάθη του, ως δύστυχη μέλισσα πνιγμένη στο μέλι, γράφει μονάχα για ψυχές που τολμούν να κλωτσούν αγκάθια, αδιαφορώντας για τις πληγές, για μεγάλες και κατακλυσμιαίες αδυναμίες που εξουσιάζουν τη ζωή, και ανθρώπους που ισορροπούν σε ξεφτισμένα σχοινιά πάνω από την άβυσσο. Όταν γράφει τον «Παίκτη» το 1866, η ανάγκη του να σώσει το σύνολο του έργου του από τις επεκτατικές διαθέσεις του απογοητευμένου από την συνεργασία τους, εκδότη του, Στελόφσκι, δεν είναι παρά ένας πανικόβλητος άνθρωπος που όμως βλέπει μια ευκαιρία σε μια επερχόμενη καταστροφή, και όχι το αντίστροφο. Είναι ένας άνθρωπος που αναλύει το βάθος όσων μελετά και διαθέτει μια καρδιά αφοσιωμένη στη λογοτεχνία. Είναι αυτός που δεν διστάζει να δημιουργήσει τον Αλεξέι Ιβάνοβιτς κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσή του σε μια περίοδο όπου ο ίδιος δεν παντρεύεται, μα βιάζει με τον πιο σκληρό τρόπο τη ρουλέτα και εκείνη για να τον εκδικηθεί, τού αποδεικνύει ότι το ξέφρενο πάθος για τον τζόγο είναι και θα είναι η γάγγραινα που μπορεί και καταβροχθίζει όλα τα υπόλοιπα πάθη.

Ο Αλεξέι Ιβάνοβιτς είναι ο δάσκαλος των παιδιών ενός υπερχρεωμένου Στρατηγού και παράφορα ερωτευμένος με μια νεαρή, την οποία έχει χρίσει προτεραιότητά του την ίδια στιγμή που αυτή τον βλέπει ως εναλλακτική λύση. Η Παυλίνα είναι η μεγάλη κόρη του Στρατηγού, και ποδοπατά με άνεση και ευχαρίστηση τα τρυφερά αισθήματα του Αλεξέι. Πότε τον στέλνει να παίζει ποσά για χάρη της στη ρουλέτα χωρίς να του εξηγεί το λόγο που χρειάζεται τα χρήματα, πότε δοκιμάζει το θάρρος, την πυγμή και την υπομονή του σε κάθε τρελή προτροπή της. Η Παυλίνα είναι γρίφος, ένας πειρασμός, μια ιδιότυπη και πρόωρη Λολίτα και ο Αλεξέι για ‘κείνη θα τολμούσε τα πάντα χωρίς να σκεφτεί το παραμικρό. Θα έπαιζε κορώνα γράμματα ακόμα και την ίδια τη ζωή του. Ταυτόχρονα, ο Στρατηγός αγαπά με την τυπική σφοδρότητα του ώριμου άντρα την αιθέρια δεσποινίδα Μπλανς, της οποίας αγνοεί την τυχοδιωκτική φύση. Μοναδική του ελπίδα για να την κάνει γυναίκα του είναι ο θάνατος της Μοσχοβίτισσας γιαγιάς, Αντονίνας Βασίλιεβνα Ταρασεβίτσεβα, της οποίας είναι κι ο κληρονόμος. Ο επί ξύλου κρεμάμενος Στρατηγός στέλνει το ένα τηλεγράφημα μετά το άλλο στο σπίτι της εβδομηντάχρονης αρχόντισσας κρατώντας την ανάσα του για το χαρμόσυνο νέο του χαμού της. Κι όταν αυτή εμφανίζεται μπροστά του, κορακοζώητη και πιο εύρωστη από ποτέ, έτοιμη να δοκιμάσει την τύχη της στη ρουλέτα, δεν είναι σίγουρα για καλό. Η γιαγιά από όλους, διαλέγει μονάχα τον Αλεξέι να τη συνοδεύει στο καζίνο και σύντομα εθίζεται στα τερτίπια του τζόγου. Όπως κάθε διεσταλμένη κόρη, έτσι και η δική της είναι καρφωμένη στη μπίλια που δεν δωρίζει τίποτα, και μόνο δανείζει. Και όπως κάθε ξεχασμένος δανειστής, ενίοτε επιστρέφει και διεκδικεί το χρέος. Δεν θα αργήσει η φιλοδοξία του κέρδους να τής θολώσει το μυαλό και σύντομα θα χάσει όλα της τα χρήματα υπό την άγρυπνη ματιά των κρουπιέρηδων.

Ενώ τα αιφνιδιαστικά γεγονότα διαδέχονται το ένα το άλλο, ο Αλεξέι βρίσκεται πλούσιος από το γύρισμα της ρουλέτας στην πόλη του Φωτός, μακριά από την Παυλίνα που δεν δίστασε να τον εξαπατήσει για ακόμα μία φορά, στο πλάι της απατεώνισας Μπλανς, η οποία έχει ως στόχο να καταχραστεί τα κέρδη του με κάθε τρόπο. Ο «Παίκτης» για τον οποίο η νίκη κι η επίτευξή της, είναι το παν, τα στοιχήματα στο κόκκινο, το μαύρο και το θανατηφόρο ζερό, το νόημα της κατεστραμμένης ύπαρξής του, και ο πόθος του αλόγιστου ρίσκου, το αίμα στις φλέβες του, θα μάθει κατόπιν εορτής ότι η Παυλίνα τον αγάπησε με τον τρόπο της. Όταν θα μπει για τελευταία φορά στο καζίνο με ένα και μοναδικό νόμισμα στην τσέπη, θα ξέρει πως είναι ένας άνθρωπος που ρισκάρει να πάει πολύ μακριά μόνο και μόνο για να ανακαλύψει μέχρι πού μπορεί να φτάσει, και αντιμετωπίζει την τύχη που δίνει πολλά σε πολλούς, μα αρκετά σε κανέναν, σαν σκλάβος που ξεκινά ζητώντας δικαιοσύνη και καταλήγει να περιμένει να φορέσει στέμμα, όπως ίσως θα έλεγε κι ο Καμύ.

Σε αυτό το μυθιστόρημα του Ντοστογιέφσκι, που μάλιστα αποτέλεσε και την αφορμή για να γνωριστεί με τη δεύτερη σύζυγό του, Άννα Γκριγκόριεβνα Σνίτκινα, ένα παρακινδυνευμένο τυχερό παιχνίδι στήνεται στη λουτρόπολη Ρουλέτεμπουργκ. Μέσα σ’ αυτό ο παθιασμένος άνθρωπος δεν γίνεται, παρά το όνειρο μιας ιδιόσημης σκιάς, και ο αναγνώστης τείνει να αναρωτιέται σαν άλλος Νίτσε αν τελικά το έλλογο ον αποτελεί μια γκάφα του Θεού έτσι υποκινούμενο από την παραφορά του. Ο επιληπτικός Ρώσος βαφτίζει το κέρδος ως θέμα επιλογής και όχι τύχης. Για ‘κείνον, δεν είναι κάτι που πρέπει να περιμένει κανείς, αλλά αυτό που επιβάλλεται να πετύχει. Σέρνει τους ήρωές του εκεί που τού μυρίζει το μπαρούτι της ρουλέτας, εκεί όπου ο πιο μεγάλος κίνδυνος γεννιέται την κρίσιμη στιγμή της νίκης. Ασχολείται με θηλυκά, για τα οποία είναι πιο εύκολο να πεθάνει κανείς, παρά να ζήσει μαζί τους και το απαραίτητο θράσος που χαρακτηρίζει όσους ξέρουν να εκμεταλλεύονται τις ευκαιρίες. Για την στερνή πράξη, δύο συμπεράσματα είναι εφικτά: πρώτον, πως μόνο αφότου έχουμε χάσει τα πάντα, είμαστε ικανοί για τα πάντα, και δεύτερον πως τελικά είναι λιγότερο σοβαρό το να χάσεις από το να χαθείς. Αρκεί ωστόσο να μην είσαι ο Αλεξέι Ιβάνοβιτς. Ή πιο σωστά, ο Φιόντορ Μιχαήλοβιτς Ντοστογιέφσκι για τον οποίο ο εγκρατής είναι αυτός που υποκύπτει στον πειρασμό να αρνηθεί στον εαυτό του μια ηδονή.


Η ανάγνωση αφορά τα έργα: «Η γυναίκα ενός άλλου – Ένας σύζυγος κάτω απ’ το κρεβάτι» (Εκδόσεις Κ.Μ Ζαχαράκης) και «Ο παίκτης» (Εκδόσεις Μίνωας)