Ένα θέατρο που ξεχειλίζει από τους χυμούς μιας εντοπιότητας, που απεικονίζει σε βάθος και με κάθε εξωτερική λεπτομέρεια χαρακτηριστικές ανθρωπογεωγραφίες, ένα θέατρο του ρεαλισμού -και όχι μόνο- προσδεδεμένο σε βαθιές παραδόσεις, που συσπειρώνει στους κόλπους του χαρακτήρες, τύπους, εκφραστικότητες έως και μια υποδόρια αυτοσχεδιαστική αύρα δεν είναι ένα θέατρο εύκολο. Στην πραγματικότητα συνιστά την λυδία λίθο, όπου ο σκηνοθέτης δοκιμάζεται, και μάλιστα σε πολλαπλά επίπεδα, στο κατά πόσο μπορεί να το αισθανθεί, να το επικοινωνήσει, ακόμα και να το οδηγήσει παραπέρα.

Ο Εντουάρντο ντε Φιλίππο μαζί με τον Λουίτζι Πιραντέλλο και τον Ούγκο Μπέτι συμπληρώνουν το κάδρο των σημαντικών Ιταλών δραματουργών του πρώτου μισού του 20ου αιώνα. Αν και γνήσιος εκφραστής της ναπολιτάνικης θεατρικής παράδοσης με ρίζες στην Κομέντια ντελ Άρτε και με παραπομπές στο βαριετέ, στο βωντβίλ, στους κατατρεγμένους ήρωες του Ραφαέλε Βιβιάνι και στον ελιτισμό του Σαλβατόρε Ντι Τζιάκομο, κατάφερε, παρόλα αυτά, να ξεπεράσει τα στενά όρια της ιταλικής χερσονήσου και να γίνει οικουμενικός. «Ναπολιτάνος πολίτης του κόσμου», έτσι έβλεπε τον εαυτό του, γεγονός που αποδείχθηκε περίτρανα όταν πλέον στο τέλος της ζωής του είδε το έργο του να αναγνωρίζεται και έξω από την πατρίδα του.

Το θέατρο του ντε Φιλίππο διατήρησε δεσμούς με την πιραντελλική κουλτούρα γραφής, διεκδίκησε όμως και τον δικό του ζωτικό χώρο. Εύκολα διακρίνει κανείς τα αντιθετικά σχήματα που περιγράφονται στο «L’umorismo» του Πιραντέλλο, τη διττή φύση των πραγμάτων, όπου μέσα στο κωμικό σοβεί το δράμα και στο λογικό ο παραλογισμός. Ωστόσο, αυτό που διαχωρίζει τον ντε Φιλίππο από τον μεγάλο Ιταλό νομπελίστα είναι ότι δεν φείδεται να στηλιτεύσει με γενναιότητα τα δεινά  της κοινωνίας. Αν κάτι βασανίζει την πένα του είναι η διαρκής πάλη του ατόμου με τον περίγυρο που εμφανίζεται με τη μορφή ενός ασφυκτικού οικογενειακού κλοιού, εμπλέου συγκρούσεων και ανισοτήτων ταξικών, ηθικών, αξιακών.

Υπάρχουν όμως και πτυχές στο θέατρό του που εξέρχονται των στεγανών του οριζόντιου ρεαλισμού και οι οποίες, στη συμβολή με την ποίηση, ενώνονται με το απόσκοσμο, το υπερεαλιστικό και το φαντασιακό. Αυτή η ανάγκη του να αποδράσει από τα όρια της πραγματικότητας είναι που προδίδει μια σκιά απαισιοδοξίας στον εσωτερικό φλοιό των έργων του, την οποία φροντίζει να αντισταθμίζει ενίοτε με μια κωμική ελαφράδα και με τη γραφική απλότητα που επιστρατεύει για να αποδώσει τους τύπους της καθημερινής ζωής.  

Η παράσταση

Ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος συνομίλησε με το εμβληματικό έργο του ντε Φιλίππο με σεβασμό και χωρίς ίχνος προκατάληψης. Φόρτισε το ναπολιτάνικο σπίτι του Ντομένικο Σοριάνο με εκρηκτική ενέργεια και επινόησε διόδους διαφυγής της μέσα από  μια ευφρόσυνη διάθεση άλλοτε κομψή κι άλλοτε γκροτέσκα, πάντοτε όμως με αίσθημα μέτρου και οικονομίας. Από την σκηνοθετική παλέτα του δεν έλειψαν ούτε αποχρώσεις από τον αυτοσχεδιαστικό οίστρο της ιταλικής παράδοσης ούτε οι ανάγλυφες λεπτομέρειες της πινακοθήκης των ναπολιτάνικων τύπων. Αυτό όμως που προσέδωσε στη δημιουργία ορίζοντα ήταν η ποιητικής υφής σύλληψη της σκηνής κατά την οποία ο Ντομένικο Σοριάνο κατακτά την αυτοσυνειδησία του κατακρημνίζοντας τους τοίχους του σπιτιού-δυνάστη του ιδίου και όλων των άλλων. Παρά το γεγονός ότι το «Φιλουμένα Μαρτουράνο» έχει παγιωθεί ως ένα έργο της βραδυφλεγούς κλιμάκωσης εντός ενός ρεαλιστικού περιβάλλοντος, χωρίς μετάσταση σε άλλες σφαίρες, η ιδέα της διάρρηξης του πραγματικού και το άνοιγμα στην ποίηση και τον συμβολισμό, πέρα από διακειμενικό σχόλιο με άλλες δημιουργίες του συγγραφέα, στις οποίες εισβάλλει το φαντασιακό, μετατράπηκε σε μια μεγάλη εικόνα αντίθεσης, ως κατακλείδα μια σειράς μικρότερης κλίμακας αντιθέσεων.

Η Μαρία Ναυπλιώτου απέφυγε να μετατρέψει το ταμπεραμέντο της  Φιλουμένα Μαρτουράνο σε στείρες εκδηλώσεις βεντετίστικης εξωστρέφειας, προκρίνοντας αυθεντικές εσωτερικές διαδρομές, σημαίνουσες σιωπές, διακριτικούς χρωματισμούς εκφράσεων και συμπυκνωμένα, ευανάγνωστα κρεσέντα.  Ο Μελέτης Ηλίας (Ντομένικο) διήλθε από όλα τα στάδια της μεταπτωτικής πορείας, δίνοντας την εντύπωση μιας οντολογικής μεταμόρφωσης του συμβόλου της αρρενωπότητας μέσα από ένα βασανιστικό, άτυπο Stationendrama, Στην τρίτη πράξη, μάλιστα, κατάφερε να συγκεράσει αγαστά το κωμικό με την υπαρξιακή αγωνία, διατηρώντας, παράλληλα, την αυτοτέλειά τους. Ο Αλφρέντο Αμορόζο του Κωνσταντίνου Γαβαλά μετατράπηκε σε μια πάλλουσα, αεικίνητη μεσογειακή φιγούρα της παρασιτικής ζωής, ενώ η Ροζαλία Σολιμένε της Πηνελόπης Μαρκοπούλου σε μια έκφραση πίστης και αφοσίωσης ως αντίδοτο σε ένα κόσμο σκαιό και αμείλικτο. Σπινθηροβόλες παρουσίες, με χημεία μεταξύ τους παρά τα διακριτά γνωρίσματά τους, οι τρεις γιοι (Βασίλης Ντάρμας, Βασίλης Μηλιώνης, Βασίλης Δαούσης) και με πυρετική διάθεση οι ερμηνείες της Νεφέλης Μαϊστράλη (Λουτσία) και της Ιωάννας Τζίκα (Ντιάνα). Εξόχως καλαίσθητος και απολύτως αντιπροσωπευτικός ο σκηνικός διάκοσμος της Ηλένιας Δουλαδίρη, εικαστικής δυναμικής, που αναδεικνύουν τις ψυχολογίες, οι φωτιστικές δημιουργίες της Σοφίας Αλεξιάδου, αισθαντικές οι μουσικές ενσταλάξεις στο σκηνικό χωροχρόνο του Πάνου Γκίνη.

Photo Credit: Ελίνα Γιουνανλή

Διαβάστε επίσης: 

Φιλουμένα Μαρτουράνο, σε σκηνοθεσία Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλου στο θέατρο Δημήτρης Χορν