Ο Δημήτρης Ανδρεάδης από την αρχή της καλλιτεχνικής του διαδρομής συλλέγει και δουλεύει πάνω σε φθαρμένα υλικά. Αποτυπώνει μέσα από την τεχνική του δεινότητα εικόνες της καθημερινότητας, πρόσωπα αναγνωρίσιμα και πρόσωπα αφανών, γράφοντας και διαγράφοντας φράσεις και σύμβολα και δημιουργώντας μία ποιητική του δρόμου και της νύχτας με έντονο κοινωνικοπολιτικό στοιχείο. Παράλληλα, δουλεύει σε μεγάλων διαστάσεων καμβάδες που εξελίσσονται σε εγκαταστάσεις που στέκουν στο μεδοδιάστημα μεταξύ χώρου και τοίχου. Αυτή η τάση έμελλε να τον κερδίσει. Στα όρια του γλυπτικού απτού και του ζωγραφικού άυλου, άλλοτε με έντονο το ανθρώπινο ίχνος και άλλοτε αχειροποίητα, σε πολύπτυχους σχηματισμούς αισθητικής σαφήνειας αλλά και αντιφατικών σημείων, καταφέρνει να συνθέσει το φαντασμαγορικό και το ταπεινό στην χαρακτηριστική του κλίμακα και σε καθαρό προσωπικό ύφος, έχοντας κατακτήσει την δική του πλέον γραφή.

Η εργασία του παραμένει πάντα στη σφαίρα του ανολοκλήρωτου, διεκδικώντας έτσι στοχευμένα μία μόνιμη εξελικτική διαδρομή στην προσπάθεια να διατηρήσει και να προστατέψει το ανοίκειο ανόθευτο μέσα στο σταθερό σώμα τις οικειοποιημένης και συσσωρευμένης ζωγραφικής του εμπειρίας.

Στη νέα του δουλειά με τίτλο Father ο Ανδρεάδης εξιστορεί την σύλληψη ως ιδέα, ως μνήμη, αλλά και ως οργανικό φαινόμενο, μέσα από αφαιρετικές χρωματικές συνθέσεις έργων που διαχειρίζονται την ύλη και το κενό με ποιότητες που αρμόζουν στην κλασσική πλέον παράδοση του μοντερνισμού, της αφαίρεσης και του χρωματικού πεδίου. Η συμφιλίωση του δημιουργού, με την ευθύνη που προκύπτει μέσα από τον ρόλο της τέχνης να παραμένει αμόχλευτη σε εποχές μεγάλων αφηγημάτων, θα μπορούσε να θεωρηθεί σαν κάποιου είδους μυσταγωγία, που σκοπό έχει να συντονίσει το θεατή με την αρχή της διατήρησης της ζωής. Μέσα από τον τρόπο εγκατάστασης των έργων του και τις σχεδόν γλυπτικές ζωγραφικές του φόρμες, ο καλλιτέχνης δίνει αξία στα στοιχεία που αποτελούν τον πυρήνα του σύγχρονου πολιτισμού, αναδεικνύοντας όμως παράλληλα τα προαιώνια μέσα της ζωγραφικής τέχνης.