Ο Ντελακρουά μπορεί να είναι γνωστός στην Ελλάδα κυρίως για τα έργα του που αφορούν την ελληνική επανάσταση, αλλά στην πραγματικότητα θεωρείται ο κυριότερος ίσως καλλιτέχνης του γαλλικού ρομαντισμού. Παρήγαγε πάνω από 9.000 έργα κατά τη διάρκεια της ζωής του, από πίνακες μεγάλων διαστάσεων έως σχέδια.

Η δουλειά του υπήρξε ένα πεδίο μελέτης για άλλα μεταγενέστερα κινήματα, όπως ο ιμπρεσιονισμός και ο συμβολισμός, αλλά στην δική του εποχή προκάλεσε δριμύτατη κριτική στα Παρισινά Salons λόγω της έντασης των χρωμάτων που χρησιμοποιούσε και της κίνησης που ξεπερνούσε τις στείρες και αυστηρές φόρμες του ακαδημαϊσμού που προέβλεπε ο επικρατών για την εποχή νεοκλασικισμός.

Ο Ρούμπενς, οι Βενετοί αναγεννησιακοί ζωγράφοι, αλλά και οι τεχνικές Άγγλων ζωγράφων όπως ο Κόνσταμπλ, φαίνεται να οδηγούσαν το χέρι του σε μία νέα εποχή για τη ζωγραφική της Δύσης. Τα θέματά του ήταν εμπνευσμένα από την ιστορία αλλά και τη λογοτεχνία. Το πρώτο έργο που κατέθεσε προς έκθεση στο σαλόν του Παρισιού ήταν Η βάρκα του Δάντη, το 1822.

La Barque de Dante, 1822, Musée du Louvre, Paris

Δύο χρόνια αργότερα, το 1824, παρουσίασε τη Σφαγή της Χίου, ένα από τα πολλά έργα που είχαν ως θέμα την ελληνική επανάσταση και τη στήριξη του εν λόγω αγώνα απελευθέρωσης, η οποία ήταν και η επίσημη θέση Άγγλων, Ρώσων και Γάλλων. Ο πίνακας αυτός απεικονίζει άρρωστους, ετοιμοθάνατους ανθρώπους που σε λίγο θα σφαγιαστούν από τους Οθωμανούς. Η αποτύπωση όμως τέτοιων παθών έλαβε μικτές αντιδράσεις, καθώς το κοινό ήταν συνηθισμένο σε πίνακες με δοξαστικά θέματα αντί για καταστροφές.

Ο δεύτερος πίνακας που δημιούργησε για την ελληνική επανάσταση είχε ως θέμα την πολιορκία του Μεσολογγίου το 1825. Ο πίνακας ολοκληρώθηκε έναν χρόνο μετά, αποτυπώνοντας την ιστορία πολύ γρηγορότερα από ό,τι είχε συνηθίσει η ανθρωπότητα. Η παλέτα του μετριάστηκε για να ταιριάξει με την αλληγορία της Ελλάδας στα ερείπια του Μεσολογγίου, όπου η χώρα μεταμορφώνεται σε μία γυναίκα με το στήθος γυμνό και τα χεριά τεταμένα σε ένδειξη παράκλησης μπροστά από τη μακάβρια σκηνή των Ελλήνων που διαλέγουν το θάνατο και την καταστροφή της πόλης τους έναντι της παράδοσης στους Τούρκους και της τυραννίας. Η συγκεκριμένη σκηνή αποτίει φόρο τιμής και σε έναν ποιητή που ο Ντελακρουά θαύμαζε πολύ, τον λόρδο Βύρων, ο οποίος απεβίωσε στο πλευρό του ελληνικού μετώπου στην ίδια πόλη.

Ακόμα, Ο Θάνατος του Σαρδανάπαλου -ένα από τα πιο γνωστά και πιο εικονικά έργα του- είναι και αυτό εμπνευσμένο από τον λόρδο Βύρων και την ποίηση του. Στον πίνακα αυτό είναι χαρακτηριστική η χρήση του χρώματος, η οποία προσδίδει μία μοναδική ζωντάνια αλλά και μία διαφορετική αίσθηση προοπτικής θέτοντας ως επίκεντρο τον τελευταίο βασιλιά της Ασσυρίας, ο οποίος μένει ξαπλωμένος και απόμακρος στο πορφυρο κρεβάτι του εν μέσω ενός θανατηφόρου πανδαιμόνιου.

La Mort de Sardanapale, 1827, Musée du Louvre, Paris

Ο πίνακας που απεικονίζει την Γαλλική επανάσταση του 1830,  γνωστή και ως Ιουλιανή επανάσταση, Η Ελευθερία οδηγεί το Λαό, έφερε και πάλι στο προσκήνιο τον επαναστατικό χαρακτήρα του καλλιτέχνη, ο οποίος σε ένα γράμμα στον αδερφό του ανέφερε: “Μπορεί να μην πολέμησα για την πατρίδα μου, αλλά τουλάχιστον θα ζωγραφίσω για αυτήν.” Και εδώ μία έννοια όπως η ελευθερία, προσωποποιείται στο σώμα μιας γυναίκας του λαού, που οδηγεί μπροστά τους εκπροσώπους από διάφορες τάξεις του Παρισινής δημοκρατίας, πατώντας κυριολεκτικά επί των πτωμάτων που την κατέστησαν δυνατή.

La Liberté guidant le peuple, 1830, Musée du Louvre, Paris

Το 1832 ο Ευγένιος Ντελακρουά επισκέπτεται τη Βόρεια Αφρική με έντονη επιθυμία να μελετήσει το ήδη υπάρχον στοιχείο του οριενταλισμού στο έργο του. Τα γυναικεία μοντέλα, παρόλα αυτά, ήταν αρκετά δυσεύρετα και τα έργα του εστίαζαν περισσότερο σε ασχολίες της καθημερινής ζωής των κατοίκων από τις πόλεις που επισκεπτόταν. Εξαίρεση αποτελούν οι διάσημες Γυναίκες του Αλγερίουοι οποίες προσέλκυσαν το ενδιαφέρον μεταγενέστερων καλλιτεχνών, όπως ο Βίνσεντ Βαν Γκογκ, ο Πωλ Γκωγκέν αλλά και ο Πάμπλο Πικάσο, ο οποίος δημιούργησε τις δικές του εκδοχές πάνω στο συγκεκριμένο έργο περίπου έναν αιώνα αργότερα.

Femmes d’Alger dans leur appartement, 1834, Musée du Louvre, Paris