Το «Εμείς, οι ημιάνθρωποι του πουθενά» (Philellines #21ος) είναι ένα κωμικό θρίλερ για το τέλος του κόσμου, μία παράσταση βασισμένη σε θραύσματα από το μυθιστόρημα της Μιμίκας Κρανάκη, «Φιλέλληνες, Είκοσι τέσσερα γράμματα μιας Οδύσσειας». Η Ελένη Μποζά βρίσκεται πίσω από τη σύλληψη της ιδέας και σκηνοθεσίας της παράστασης, αλλά και σε συνεργασία και με άλλους έχει καταπιαστεί με τη δραματουργική έρευνα και επεξεργασία του έργου.

***

-Φέτος, παρουσιάζετε στο Από Μηχανής Θέατρο την παράσταση «Εμείς, οι ημιάνθρωποι του πουθενά» (Philellines #21ος). Θα θέλατε να μας πείτε λίγα λόγια για αυτόν τον τίτλο;

Πλησιάζοντας, λοιπόν, το ¼ του 21ου αιώνα, σε μια ιστορική στιγμή απόλυτης σύγχυσης, το ανθρώπινο είδος βρίσκεται αντιμέτωπο με μια τόσο ισχυρή μεταβατική φάση που αισθάνεται ότι χρειάζεται να ρωτήσει ξανά για τα αυτονόητα: «Ποιος είμαι; Τι θέλω; Που πάω; Γιατί αισθάνομαι μισός; Τι μου λείπει για να είμαι ολόκληρος;» Το προφητικό έργο της Μιμίκας Κρανάκη, που εκδόθηκε το 1992, εφευρίσκει τον όρο «ημιάνθρωποι του πουθενά» σαν το κέντρο βάρους ενός αναπόφευκτου ερωτήματος αναφορικά με τις ανθρώπινες κοινωνίες. Ο όρος «ανθρώπινες ροές» (Human Flow), άλλωστε, έχει πλέον κατοχυρωθεί στο παγκόσμιο λεξιλόγιο.

-Το έργο φαίνεται να τοποθετείται σε ένα αμφίσημο πλαίσιο, χωρίς να δίνεται έμφαση στο γιατί ή στο πότε ακριβώς συμβαίνουν όσα θα παρακολουθήσουμε. Ποιος θα λέγατε πως είναι ο πυρήνας του;

Η θεατρική αντανάκλαση του λογοτεχνικού έργου μας φέρνει αντιμέτωπους με την πεποίθηση ότι το τέλος του κόσμου έχει ήδη επιτευχθεί, μια που σήμερα η κλιματική αλλαγή – που έγινε κλιματική καταστροφή – μοιάζει να θεωρείται χωρίς αμφισβήτηση δεδομένη, χωρίς κανένας να διατίθεται να την σταματήσει. Ο ολοκληρωτισμός φαίνεται να προβάλλεται ως η μόνη λύση επίσης. Η συνθήκη που δημιουργείται για το ανθρώπινο είδος θεωρείται δεδομένη από όλους μας χωρίς επιστροφή. Μένει να αναρωτηθούμε αν αυτό είναι αλήθεια.

-Τι σας οδήγησε στην επιλογή του μυθιστορήματος «Φιλέλληνες, Είκοσι τέσσερα γράμματα μιας Οδύσσειας», της Μιμίκας Κρανάκη, ως τη βάση του έργου;

Μια σημαντική ελληνίδα διανοούμενη, αδίκως, θεωρώ, παραγνωρισμένη, τόλμησε από την δεκαετία του ’90 να θέσει τα βασικά ερωτήματα του 21ου αιώνα, κι αυτό ήταν και είναι εμφανές. Χωρίς να παίρνει θέση, θέτει ερωτήματα και θεωρώ πως αυτό είναι που πιθανότατα την οδήγησε στην αφάνεια. Πιστεύω πως θα έπρεπε να είμαστε πιο γενναιόδωροι με τους ανθρώπους που είναι οραματιστές και μιλάνε για το σήμερα και το μέλλον. Της το οφείλουμε.

-Στο μυθιστόρημά της η Κρανάκη καταπιάνεται μεταξύ άλλων με τα ζητήματα της μετανάστευσης, της εξορίας, αλλά και με την έννοια του «φιλέλληνα». Πώς προσεγγίζει το έργο σας αυτά τα θέματα;

Η Μιμίκα Κρανάκη εφευρίσκει τον κωδικό «φιλέλληνας» για να διαπραγματευτεί το πιο ισχυρό ζητούμενο της ανθρώπινης συνείδησης – όπως το λέει η ίδια: «Ποιος δε φέρνει μέσα του κάτι ανέφικτο κι αρχαίο, πιο ζωτικό κι απ την καρδιά; Φιλέλληνας είναι ο καθένας μας και τι άλλο είναι η ιστορία του ανθρώπου παρά ο αγώνας του να βρει το άλφα της αρχής…». Έχουμε παρατήσει τον αγώνα για έναν καλύτερο κόσμο προσπαθώντας να επιβιώσουμε. Όπως λέει ο σπουδαίος κοινωνιολόγος Zygmunt Bauman, που πέθανε πρόσφατα στα 91 του, «όποιος τα καταφέρει τα κατάφερε όποιος δεν τα καταφέρει δεν τα κατάφερε». Είμαστε μόνοι μας, λοιπόν, χωρίς κανένα δίχτυ ασφαλείας.

«Εμείς, οι ημιάνθρωποι του πουθενά» (Philellines #21ος) | Φωτογράφιση: Alex Kat

-Πώς μετατρέπεται μια ιστορία μετανάστευσης σε «κωμικό θρίλερ για το τέλος του κόσμου»;

Όποιος αφήνει την έννοια του χώρου για να ανταπεξέλθει στην έννοια του χρόνου και στην θνητότητα του δεν βρίσκεται αντιμέτωπος με την ίδια του την ύπαρξη; Αυτό δεν αποτελεί προϋπόθεση για ένα κωμικό θρίλερ ύπαρξης και απώλειας; Αυτό ο ελληνικός λαός το γνωρίζει καλά. Και για αυτό παραμένει το ερώτημα γιατί μένει επιφυλακτικός όταν συμβαίνει σε άλλους εκτός από αυτόν.

-Οι σπουδές σας ξεκινούν από τη Νομική, προτού επεκταθούν στην υποκριτική και τη σκηνοθεσία. Τι σας ώθησε στην ενασχόληση με το θέατρο;

Το 88 ως πρωτοετής στο Νομικό Τμήμα της Νομικής Αθηνών, σε μια δύσκολη πολιτικά περίοδο για την ελληνική ιστορία, άρχισα να αντιλαμβάνομαι την απουσία συνείδησης της έννοιας του πολίτη στην ελληνική κοινωνία. Ήταν μια χρονική στιγμή που ένας νέος άνθρωπος μπορούσε να αντιληφθεί ότι με την επίφαση της ιδεολογίας οι άνθρωποι μπορούσαν να χωριστούν σε αντίπαλες πλευρές για ίδια οφέλη και όχι από πίστη σε έναν καλύτερο κόσμο. Έχοντας υπόψιν μου και την πρόσφατη ελληνική ιστορία του 20ου αιώνα, αισθάνθηκα ότι η μόνη λύση που μου προτείνουν είναι για άλλη μια φορά ο διχασμός. Είχα ανάγκη να βρω ένα άλλο είδος πολιτικής πράξης και έτσι στράφηκα στην θεατρική πράξη. Η επιστήμη της Νομικής μου έμαθε – χωρίς ποτέ να πάρω το πτυχίο μου τελικά – ότι το ζητούμενο για να επικρατήσει η κοινή λογική είναι η έννοια της μεθόδου που οδηγεί σε ένα συγκροτημένο ερώτημα. Αυτό είναι επιστήμη, αυτό είναι θέατρο, όπως έμαθα αργότερα. Η Νομική και το θέατρο σε εμένα είναι αλληλένδετα. Είναι η διαδικασία της επαλήθευσης, άρα της υπέρβασης. Το θέατρο είναι πλέον επιστήμη, είναι αποτέλεσμα σκληρής δουλειάς η οποία οριοθετείται με κανόνες. Η όλη ιστορία με τα πτυχία των καλλιτεχνικών σπουδών η οποία ενέσκηψε τον Δεκέμβριο του 2022 πλήγωσε βαθύτατα εκτός από εμένα πολλούς άλλους ανθρώπους που πιστεύουν ότι ο πολιτισμός είναι ένας οριοθετημένος χώρος που λαμβάνοντας υπόψιν τους βαθείς κανόνες σε όλη την ιστορία της τέχνης έχουν ακόμα το δικαίωμα και την ευθύνη να αναρωτηθούν και να μιλήσουν για τις ανθρώπινες κοινωνίες. Η εμπειρία μου στην νομική Αθηνών υπήρξε καταλυτική για το σεβασμό μου στις καλλιτεχνικές σπουδές, που τόσο έχουν υποτιμηθεί από την ελληνική πολιτεία. Ευελπιστώ κάποια στιγμή η ελληνική πολιτεία να αντιληφθεί την επί της ουσίας δύναμη του πολιτισμού αν θέλει να γλιτώσει από τον ολοκληρωτισμό του 21ου αιώνα.

-Θα θέλατε να μας μιλήσετε για τη σκηνοθετική σας πορεία μέχρι σήμερα;

Η σκηνοθετική μου πορεία είχε να κάνει πρώτον με την πίστη μου πως η σκηνοθεσία είναι μια τέχνη που διδάσκεται και ειδικά σε μια χώρα με πολύτιμο υλικό ανθρώπων στον τομέα του θεάτρου που κατά την γνώμη μου έχει μείνει μέχρι στιγμής πλήρως ανεκμετάλλευτο. Το δομημένο σύστημα επιζητεί επιδραστικούς υποτίθεται καλλιτέχνες (brands) και όχι καλλιτέχνες οι οποίοι ερευνούν άρα αποδέχονται το ρίσκο της αποτυχίας το οποίο χρειάζεται εκπαίδευση και γνώση. Η πορεία μου είχε να κάνει με αυτή την πίστη και το γεγονός πως ως γυναίκα από το 2004 που έκανα την πρώτη μου σκηνοθεσία βρέθηκα αντιμέτωπη με την πρόκληση είτε να υποστηρίξω την πίστη μου είτε να κάνω καριέρα. Διάλεξα την πίστη μου για το τι είναι τέχνη.

-Ποια είναι τα μελλοντικά σας σχέδια;

Να συνεχίσω να παλεύω για ένα θέατρο που δεν είναι διακοσμητικό γιατί θεατρική πράξη είναι αναπόσπαστο μέρος μια κοινωνίας για να μπορεί να αναρωτηθεί για το παρόν της και το μέλλον της αν πούμε ότι αυτό υπάρχει.

Διαβάστε επίσης: 

«Εμείς, οι ημιάνθρωποι του πουθενά» (Philellines #21ος), σε σκηνοθεσία Ελένης Μποζά στο Από Μηχανής Θέατρο