Η έκθεση οργανώνεται με το τμήμα της Πινακοθήκης σε επιμέλεια του Καλλιτεχνικού διευθυντή Ντένη Ζαχαρόπουλου με τη σημαντική συνδρομή της ιστορικού της τέχνης Μαίρης Μιχαηλίδου και της Εφόρου της Πινακοθήκης, Κάλλης Πετροχείλου και παρουσιάζει το έργο που ο μεγάλος Έλληνας καλλιτέχνης Σπύρος Παπαλουκάς (1892 -1957) επιμελήθηκε κατά τη διάρκεια της θητείας του στο στο Δήμο Αθηναίων (1939-1957).

Ο Σπύρος Παπαλουκάς ξεκίνησε το 1939 να εργάζεται ως σύμβουλος σε θέματα πολεοδομίας, χωροταξίας κι εθιμοτυπίας με μετάθεση από τη Διοίκηση Πρωτευούσης στο Δημαρχείο, και στη συνέχεια ανέλαβε τη θέση του διευθυντή της Δημοτικής Πινακοθήκης από το 1941 μέχρι και το 1957. Στην έκθεση παρουσιάζονται οι αγορές έργων τέχνης που έγιναν από το Δήμο σε όλη αυτή την περίοδο μαζί με τα σχετικά έγγραφα από τα αρχεία του Δήμου, το πρωτόκολλο και τις αποφάσεις του Δημοτικού Συμβουλίου, τις προτάσεις του ίδιου του Παπαλουκά για αγορές και υποστήριξη καλλιτεχνών, και ότι καταφέραμε να συγκεντρώσουμε από την αλληλογραφία με τον εκάστοτε Δήμαρχο.

Σίγουρα η έκθεση λόγω του τεράστιου ιστορικού και καλλιτεχνικού εύρους που καλύπτει μέσα στο χρόνο είναι μια πρώτη προσπάθεια όχι μόνο τεκμηρίωσης αλλά αντίληψης και διερεύνησης της κοινωνικής ιστορίας της τέχνης και το σύνθετο ρόλο των καλλιτεχνών ως πνευματικοί άνθρωποι και ως πολίτες.

Κατά τη διάρκεια των πολύ δύσκολων χρόνων του πολέμου και της γερμανικής κατοχής, ο Παπαλουκάς θα προστατεύσει την υπάρχουσα ήδη συλλογή που περιλαμβάνει ήδη έργα σημαντικών καλλιτεχνών πολλοί από τους οποίους είναι στενοί κι αγαπητοί του φίλοι ως μέλη της Ομάδας Τέχνη, του Φραγγέλιου, του κύκλου των Ελευθέρων Καλλιτεχνών και άλλων ανεξάρτητων μορφών νεότερων και παλαιότερων. Πέρα από τις άμεσες προσωπικές του επιλογές θα συνεχίσει να υπερασπίζεται τους καλλιτέχνες με μεγάλο σεβασμό για το έργο τους, τις δυσκολίες της ζωής τους πέρα από προσωπικές διαφορές ή καλλιτεχνικές διενέξεις σε όλη την ιστορική διαδρομή που περιλαμβάνει την Αντίσταση, την Απελευθέρωση της Αθήνας, την κοινωνικοπολιτική κρίση της μεταπολεμικής περιόδου, τον Εμφύλιο πόλεμο και τη εκδημοκρατικοποίηση που ξεκινά δειλά στη δεκαετία του 50.

Η ιδιοσυγκρασία και η ευφυΐα του, επιτρέπουν να παρακάμψει πολλά προβλήματα και να καταφέρει να υποστηρίξει μαζί με το καλλιτεχνικό του όραμα και τον αγώνα για μια ελεύθερη Ελλάδα τόσο μπρος στον κατακτητή και των συνεργατών του όσο και μπρος σε κάθε είδους σφετεριστή της εξουσίας ή της ιστορίας. Θα καταφέρει έτσι, να αγοραστούν για τη Συλλογή της Πινακοθήκης, έργα που κατά περιπτώσεις εκφράζουν καλλιτεχνικές ή θεματικές θέσεις και σημασία που οι περισσότερες κυβερνήσεις θα είχαν ενοχληθεί ή και λογοκρίνει. Πετυχαίνει με τη διαλλακτική στάση του μπρος στις επιβολές της εκάστοτε εξουσίας, να επιλέξει το μικρότερο κακό για τη χώρα, για την πόλη της Αθήνας και για την ίδια την τέχνη και τη συλλογή της Πινακοθήκης.

Βασικό ρόλο παίζει ο τρόπος με τον οποίο επικεντρώνει τα κριτήρια επιλογής σε θεματικές ενότητες τόσο αισθητικές όσο και φιλοσοφικές που βασίζονται στο τοπίο ως αίσθηση της ελευθερίας, της υποκειμενικότητας και του θαυμασμού της φύσης, αλλά και ως γνώση και καταγραφή της χώρας και του τόπου που έχει αλλάξει τόσες φορές σύνορα.

Παράλληλα με το φυσικό τοπίο, το αστικό τοπίο εκφράζει το χώρο της κυκλοφορίας ατόμων και ιδεών και τη κοινωνική και δημόσια ζωή. Άλλη ενότητα, αυτή του εσωτερικού των σπιτιών τις νεκρές φύσεις, υποστηρίζει την συναισθηματική κι εσωτερική ζωή, τη φιλική συνεύρεση, την εργασία και τη σχόλη, την ιδιωτικότητα του ατόμου που αποτελούν την κεντρική προσέγγιση της τέχνης ως απεικόνιση της καθημερινότητας των απλών ανθρώπων. Η επίγνωση της χώρα μας, πέρα από εθνικισμούς και ηθογραφίες που συνήθως τα χρόνια εκείνα είναι οι τρόποι που οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται προσφέρει στον Παπαλουκά πρόσφορο πεδίο για να αναπτύξει και συγκεράσεις τις διαφορές που συνιστούν την Ελλάδα σα φύση και τόπους, και σαν γλώσσες και εκφράσεις που συγκροτούν μέσα από τις διαφορές μας, τον κοινωνικό και πολιτιστικό πλούτο της Ελλάδας. Ο ίδιος ο Παπαλουκάς έχει περιηγηθεί τη χώρα εκτενώς από την κορυφή κάθε βουνού ως το τελευταίο νησί.

Αμιγώς καλλιτεχνικά θα υπερασπιστεί πάντα και ευθέως σημαντικούς καλλιτέχνες που η πολιτεία κι η κοινωνία μας θα αργήσουν να αναγνωρίσουν και που σήμερα ξέρουμε πως αποτελούν τις μεγάλες καλλιτεχνικές προσωπικότητες του περασμένου αιώνα, πέρα από τις συμβάσεις του γούστου, της αγοράς ή της θεσμικής καταξίωσης. Ο Μπουζιάνη, ο Κόντογλου, ο Παρθένης, ο Γαΐτης, ο Εγγονόπουλος, ο Βιτσώρης, στέκουν μεταξύ άλλων, πάντα πέρα από τα επίσημα καλλιτεχνικά ρεύματα, είτε συντηρητικά είτε νεωτερικά. Η έκθεση που παρουσιάζουμε, ίσως να μην είναι εντυπωσιακή γιατί δεν περιορίζεται σε «αριστουργήματα» κι ανοίγεται οριζόντια στην καλλιτεχνική ζωή μέσα από τη συγκριτική παρουσίαση της παραγωγή μιας εποχής και μιας κοινωνίας, με όλη τους τη συνθετότητας όπως φαίνεται μέσα από τη συλλογή της Πινακοθήκης και των επιλογών που τη συγκροτούν.

Προτείνει όμως μια ιδιαίτερα σημαντική προσέγγιση, γιατί συνιστά την αφετηρία μιας ευρύτερης μελέτης της σχέσης τέχνης και εποχής και επιτρέπει να δει κανείς μια δύσβατη και σκοτεινή ακόμα περίοδο της ιστορίας μας μέσα από τις ιδιαιτερότητες και τα ερωτηματικά της, καθώς και μέσα από τον συστηματικό τρόπο ενός σημαντικού καλλιτέχνης και ανθρώπου που έρχεται αντιμέτωπος με αυτές χωρίς να κάνει εκπτώσεις στο ήθος του πνευματικού ανθρώπου και καλλιτέχνη και στη συνείδηση του πολίτη και του δημόσιου λειτουργού περνώντας ανάμεσα στις συμπληγάδες της Ιστορίας και της Κοινωνίας.

– Ντένης Ζαχαρόπουλος