Η πανδημία δεν αναχαίτισε την ανάγκη της δημιουργικής έκφρασης. Τουναντίον, μάλλον την πείσμωσε και την ώθησε να ψάξει το φως στο σκοτάδι. ‘Η και το αντίθετο. 

Η εθνική επέτειος τονώνει την επισκεψιμότητα 

Μέσα σε αυτή τη δύσκολη χρονιά της οικονομικής δυσπραγίας, της ψυχικής απομόνωσης και της επιδερμικής απολύμανσης, η εθνική επέτειος για τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση προσέφερε στα μουσεία τη λαοφιλή θεματική της εθνικής παλιγγενεσίας για να δελεάσει το ευρύ κοινό πίσω στους μουσειακούς χώρους, με αποτέλεσμα τριπλάσιο αριθμό προσέλευσης από το 2020. Τα μουσεία άνοιξαν επίσημα τις πύλες τους στις 14 Μαϊου μετά το παρατεταμένο lockdown.

Το Μουσείο Μπενάκη αρχικά φιλοξένησε τη μεγαλύτερη έκθεση από την αρχή της δημιουργίας του με 1200 εκθέματα, “1821 Πριν και Μετά”, και αργότερα την έκθεση “Θησαυροί Φιλελληνικής Ζωγραφικής”, το Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης την έκθεση “Αρχαιολατρεία και Φιλελληνισμός” από τη συλλογή Θ & Μ Μαρτίνου, την οποία ακολούθησε η έκθεση “Κάλλος, Η Υπέρτατη Ομορφιά”, επάνω στο ιδεώδες της ομορφιάς στη φιλοσοφία και τέχνη της αρχαίας Ελλάδας.

Όμως το πιο πολυσυζητημένο γεγονός ήταν τα θυρανοίξια, μετά από 10 χρόνια παύσης, της Εθνικής Πινακοθήκης στις 24 Μαρτίου, με τη συνδρομή του Ιδρύματος Σ. Νιάρχου, με το μεγάλο αφιέρωμα για το 1821, ενώ το Νοέμβριο εγκαινιάστηκε η έκθεση “Αναζητώντας την Αθανασία: Η Τέχνη του Πορτραίτου στις Συλλογές του Λούβρου” με έργα παγκοσμίου φήμης όπως ο “Θάνατος του Μαρά” του Jacques Louis David. 

Εάν θέλαμε να ξεχωρίσουμε έναν σύγχρονο καλλιτέχνη που διαπραγματεύεται το ζήτημα του ηρωισμού ως μία αδυσώπητη αγωνία για ελευθερία αυτός είναι ο Αθανάσιος Μακρής ο οποίος ζωγραφίζει πορτρέτα αγνώστων ηρώων της επανάστασης με πενάκι, μολύβι και παστέλ, μέσα από μία ελεύθερη, στροβιλιστική γραφή, σαν ο Θεόφιλος να συναντά τον Μπουζιάνη, και οι δυο μαζί τον εξεγερμένο άνθρωπο του 21ου αιώνα. Έργα του Μακρή εκτέθηκαν στην Εθνική Βιβλιοθήκη της ΕλλάδοςΚΠΙΣΝ, και στην Delta Art Gallery – δ. χώρος τέχνης.

Στον αντίποδα αυτών των εορταστικών εκδηλώσεων, με την έμφαση σε ένα ψηφιακό metaverse μέλλον, έλαβε χώρα η φαντασμαγορική 7η Μπιενάλε της Αθήνας Eclipse, υπό την αιγίδα του ΥΠΠΟΑ, σε συνεργασία με το Onassis Culture, και για την οποία έχουμε ήδη αναφερθεί σε εκτενές άρθρο, αλλά χαρήκαμε ξανά για τη φυσική παρουσία πολυμεσικών ανεξάρτητων φεστιβάλ με διεθνή χαρακτήρα όπως το Platforms Project, το MIR festival, αλλά και η έκθεση ‘πολυεπιμέλειας’ Back to Athens. Επίσης τελέσθηκε και το πάντα ενδιαφέρον Democracy Weekend συνέδριο στο Costa Navarino, με τίτλο “The Spirit of Democracy”, όπου μεταξύ των ομιλητών υπήρξε η διακεκριμένη ιστορικός και γνωστή λάτρης του Ελληνικού πολιτισμού Bettany Hughes εκφέροντας μία σαγηνευτική ομιλία για το ρόλο της φιλοσοφίας σήμερα, και ο ακτιβιστής καλλιτέχνης Ai WeiWei ο οποίος παρουσίασε το νέο του βιβλίο “1000 Years of Joys and Sorrows”, με τον απολογισμό της σχέσης με τον ποιητή και επίσης ακτιβιστή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων πατέρα του που έζησε στην εξορία, χάνοντας έτσι την ευκαιρία να μεγαλώσει το γιο του. 

Ανοίγοντας τις Πύλες

Μία διαφορετική ματιά αντιμετώπισης του δύσκολου παρόντος μας πρότεινε η “ΠΥΛΗ/PORTALS” στο παλιό Καπνεργοστάσιο της οδού Λένορμαν και νυν Βιβλιοθήκη της Βουλής, η οποία διοργανώθηκε από τον Οργανισμό NEON υπό την επιμέλεια της Διευθύντριας Ελίνας Κουντούρη και της Madeleine Grynsztejn, Pritzker Director, Museum of Contemporary Art Chicago.

59 καλλιτέχνες από 27 χώρες και 15 νέες αναθέσεις έργων, παρουσιάστηκαν σε 6500 τ.μ. από τα 19000 του αρχιτεκτονικού αυτού Λεβιάθαν, ανακαινισμένα από τον Οργανισμό ΝΕΟΝ για να λειτουργήσουν ως εκθεσιακός χώρος στη διάθεση της Βουλής των Ελλήνων. Ευελπιστούμε η δωρεά του ΝΕΟΝ να πιάσει τόπο με ένα στιβαρό εκθεσιακό πρόγραμμα που θα αναδεικνύει και θα αναδεικνύεται από τον πιο επιβλητικό χώρο της πόλης.

Η ΠΥΛΗ δημιουργήθηκε και σκηνοθετήθηκε με σκοπό να ανοίξει μία πόρτα σε μία νέα πραγματικότητα με πολλαπλές εκδοχές, έχοντας σαν αφετηρία την πανδημία και ταυτόχρονα επιχειρώντας τη μετάβαση και εν τέλει την απόδραση από αυτήν. Στήθηκε στην πρωτεύουσα μίας χώρας που εορτάζει τα 200 χρόνια της ανεξαρτησίας της και ταυτόχρονα μαστίζεται από οικονομική κακουχία και τις δεινές επιπτώσεις της υγειονομικής κρίσης. Ποια είναι η νέα πραγματικότητα που επιδιώκει να παρουσιάσει η θεματική της έκθεσης; Καθώς περιηγούμαστε στα πολλά και σημαντικά έργα της έκθεσης παρατηρούμε ότι δεν είναι ούτε η αλλαγή ούτε η ανατροπή, που έχει σαν στόχο να διακηρύξει η νέα τέχνη που παρουσιάζεται στο αχανές εργοστάσιο, αλλά η ενδοσκόπηση επάνω στη συνειδητοποίηση ότι πλέον είναι αναγκαίο να λειτουργούμε σκεπτόμενοι συλλογικά. Επίσης επαφίεται στο θεατή να εντοπίσει και να ερμηνεύσει τις διόδους και τις προοπτικές που ανοίγονται από τα ίδια τα έργα, τα οποία αρκετές φορές είναι αμφίσημα και θραυσματικά, αντανακλώντας το δυστοπικό κλίμα της εποχής. 

Η έκθεση νοητά αναφέρεται σε 4 ανθρώπινες εμπειρίες, την Κίνηση, το Κοινό Βίωμα, τη Σύνδεση και το Σπίτι. Και οι 4 έχουν κοινό τόπο την επικοινωνία, η τέχνη δηλαδή καλείται να βγει από το μοναχικό της κέλυφος και να ανακτήσει τον κοινωνικό της ρόλο. Η χρήση κειμένου σε κάποια από αυτά λειτουργεί ως γλωσσολογικός μοχλός του επιμελητικού σκεπτικού.

Για παράδειγμα ο led Μπεκετικός ‘υπέρτιτλος’ της αφήγησης από το Νίκο Ναυρίδη, μας καλωσορίζει και μας προτρέπει σε μία διαρκή προσπάθεια ακόμα και μπροστά στο πιθανό ενδεχόμενο της αποτυχίας. Εισερχόμενοι τις πύλες της, βρισκόμαστε στο υαλοσκέπαστο αίθριο των 1100 τμ χτισμένο το 1930, ένα χώρο ανοιχτό, διάφανο που εξαερώνει τη βαρύτητα του πετρόκτιστου κτηρίου σε συνύφανση με τον μετέωρο πλεκτό ιστό 20 μέτρων, υλικό και άυλο, μνημειακό και εφήμερο, το “Monumental Lightness” της Κύπριας Μαρίας Λοϊζίδου, από βαμβακερά, λινά και μεταξωτά νήματα, ένα σύμβολο της συλλογικής δικτύωσης και διασύνδεσης που προτείνει ο δεκτικός στην άπλετη διάχυση του φωτός, χώρος στα πρότυπα του αρχαίου Δήμου.

Στην εσωτερική πρόσοψη, σαν νοητικό δίχτυ που ενώνει αλλά και διαχωρίζει, απλώνεται το “Waiting for the Barbarians”, η πολλαπλά παραφρασμένη μεταφορά σε νέον πινακίδες από τον Αμερικανό Glenn Ligon του Καβαφικού σκώμματος “Και τώρα τι θα απογίνουμε χωρίς βάρβαρους, οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια λύσις” που ερμηνεύει σεμαντικά και πικρά τα σύνορα που οριοθετούν τα αναπόδραστα δίχτυα των περιεγκλεισμών και η αμφισημία του ποιος βρίσκεται μέσα και ποιος έξω από τους φράχτες.

Ένα άλλο οπτικοποιημένο κείμενο ευσεβών πόθων, η “Χάρτα της Ελλάδος” από τον Ρήγα Βελεστινλή, παραχώρηση από τη Βιβλιοθήκη της Βουλής, μία μοναδική χαρτογράφηση της νέας πολιτικής διακήρυξης της χώρας 225 χρόνια πριν, κάνει μία απροσδόκητη εμφάνιση στην έκθεση, μέσα από ένα δίκτυο κειμένων, σχεδίων και συμβόλων, και αποτελεί μία ολιστική οπτική απεικόνιση όχι τόσο του πληροφοριακού χαρακτήρα περί συνόρων αλλά ως παλίμψηστο πολιτισμικού πλούτου και διαχρονικής διανοητικής ευρύτητας που απουσιάζει από τη σύγχρονη πολιτική σκέψη.

Στον ημιόροφο η “Magna Carta (an Embroidery)” από τη Βρετανή Cornelia Parker αποτελεί ένα ακόμα κεντημένο homage 13 μέτρων της αναφοράς στη Wikipedia μιας άλλης αρχετυπικής πολιτισμικής παρακαταθήκης της ανθρωπότητας, της Μεγάλης Χάρτας του 1215, με τη νέα της εικαστική εκδοχή να αποτελεί ανάθεση της Βρετανικής Βιβλιοθήκης και του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης για τα 800 χρόνια σύνταξης της. Ποιοι το κέντησαν; Βαρυποινίτες, τεχνίτες της Βασιλικής Σχολής, ακτιβιστές. Και η λέξη ‘ελευθερία’ κεντήθηκε από έναν χαρακτηριστικό εκπρόσωπο της, τον καταδιωκόμενο πληροφοριοδότη Edward Snowden. Όπως, ορατή είναι και η ανάποδη πλευρά της μέσω ενός καθρέπτη, όπου φαίνονται όλοι οι συμβολικοί κόμποι, οι ενώσεις και οι διακοπές μίας συλλογικής ζύμωσης που αφορούν τη διαφάνεια του κράτους δικαίου και τα ανθρώπινα δικαιώματα.

Οι λέξεις κυριαρχούν και στο εσωτερικό του κτηρίου, καθώς νέα ηλεκτρονικά σύμπαντα πληροφοριών διαμορφώνουν τη συλλογική συνείδηση και ιστορία, με φράσεις όπως η ‘Do we need a permit to breathe’, να εντυπώνονται παροδικά στη μνήμη μας, στην εποχή της κραυγής I can’t breathe, που όμως δεν φαίνεται να γίνεται μάθημα ζωής και ιστορίας, σαν τα εφήμερα γράμματα που αλλάζουν στους πίνακες ανακοινώσεων αεροδρομίων από την Ινδή Shilpa Gupta, “Words Come from Ears”. Στην μετόπη των λέξεων του Κουβανού Felix Gonzalez-Torres, η οποία είναι ανοιχτή τόσο σε παραλλάξεις όσο και σε επιμελητικές παρεμβάσεις, εμφανίζεται ξανά ως προστιθέμενη αξία στην ελληνική εκδοχή της, η λέξη Ελευθερία.

Με έναν ανάλογο σκεπτικό, στη δουλειά της Μεξικανής Teresa Margolles, ο λόγος γίνεται ένα δυνατό όπλο που στηλιτεύει την κατάρρευση του ανθρωπισμού μέσα από την εξιδανίκευση και κανονικοποίηση της βίας, και για την οποία είχε βραβευθεί στην πρόσφατη Μπιενάλε της Βενετίας. Το έργο “ΡΜ 2020” παρουσιάζει όλα τα εξώφυλλα μιας λαϊκιστικής εφημερίδας στο Juarez του Μεξικού που παρατίθενται καθημερινά, κάτω από τους σενσεσιοναλιστικούς τίτλους, φωτογραφίες από ειδεχθείς δολοφονίες δίπλα σε εικόνες γυμνών μοντέλων, σεξ και βία προς βορά μιας καθημερινής κανιβαλιστικής κοινωνίας. 

Σαν αρχιτεκτονικοί φθόγγοι, τα μπλε πορτογαλέζικα azulejos-πλακάκια της Βραζιλιάνας Adriana Varejao δημιουργούν βιομηχανικές συναρμογές που μέσα αναμοχλεύει μια αλλόκοτη σάρκα. Εδώ να σημειώσουμε ότι αρκετοί από τους καλλιτέχνες της ΠΥΛΗΣ προέρχονται από μη-Δυτικές ή αφροαμερικανικές κουλτούρες, όπως ο Adam Pedleton, με γραπτά και σχέδια της ‘black dada’ σχολής, τα οποία λειτουργούν ως azulejos σε ένα υφαντό σύγχρονου πολιτισμού που πλέκεται και αναπτύσσεται μέσα στην έκθεση.

Εντυπωσιακές οι εγκαταστάσεις του Τούρκου Kutlug Ataman με το δωμάτιο “Kuba” όπου μέσα από 40 τηλεοράσεις παρακολουθούμε τη ζωή και το έργο της μη προνομιούχας Κουρδικής κοινότητας της Κωνσταντινούπολης, και τα ρολά από υφάσματα και κάκτους του Γιάννη Κουνέλλη, όπου αντιπαρατίθεται το αποστασιοποιημένο με το φυσικό, και συγκλείνει η Arte Povera τέχνη με την povera ζωή. Αυτή η ζωή ακολουθεί μία τελετουργική κηδευτική πομπή ανθρώπων ντυμένων με γαλάζιες πλαστικές σακούλες που κουβαλάνε ένα κιβώτιο προς έναν τόπο άτοπο, όπως είναι το πρώην αεροδρόμιο του Ελληνικού που πρόκειται να μετατραπεί σε μία τεχνικολόρ Εδεμική no man’s land, στη φωτογραφία-ανάθεση νέου έργου του Πάνου Κοκκινιά.

Μέσα από πολλές εικαστικές διαδρομές, όπου το ατομικό συναντά το δημόσιο, και το περίκλειστο ανοίγει από την παρουσία του θεατή, αυτή η πυκνή και πολυεπίπεδη έκθεση μοιάζει να ολοκληρώνει το πλάνητα χαρακτήρα της με την ανάθεση του Νιγηριανού σχεδιαστή Duro Olowu και το “Ίχνος των Αντικειμένων” στο Τελωνείο, ένας χώρος μέσα στο χώρο, όπου για ακόμα μια φορά το ύφασμα, τα έπιπλα, οι ταπετσαρίες, οι τοιχογραφίες συνοψίζουν μία εποχή σε διαρκή μετάβαση και αέναη κίνηση, όταν η παράδοση και η ιστορία δύνανται να βιωθούν έξω από τα όρια των τόπων, σαν σπόροι που φυτρώνουν σε κάθε δεκτική συνείδηση.  

Τα δώρα των Δαναών στην Ύδρα 

Καθώς η πολυαναμενόμενη έκθεση του Jeff Koons αναβλήθηκε λόγω πανδημίας για το καλοκαίρι που έρχεται, ο γνώριμος στο Ίδρυμα ΔΕΣΤΕ, διεθνώς διακεκριμένος επιμελητής Massimiliano Gioni οργάνωσε ένα απροσδόκητο και πολύ ενδιαφέρον σχέδιο επιμέλειας για τα Σφαγεία της Ύδρας, με τίτλο “The Greek Gift. Η έκθεση αποτελείτο από έργα τη συλλογής Δάκη Ιωάννου, που επιλέχθηκαν από φίλους καλλιτέχνες του συλλέκτη και ενορχηστρώθηκαν σε μία ευφάνταστη οπτική συναυλία υπό τον μαέστρο Gioni. Θυμίζει δε την έκθεση του Urs Fischer στη Γενεύη το 2016 με επιμελητή και πάλι τον Gioni, όπου ο καλλιτέχνης διάλεξε έργα από τη συλλογή για να συνδιαλεχτούν με τα γλυπτά του. Και εδώ έγκειται η αντισυμβατική ματιά αυτής της έκθεσης.

Ενώ όλοι θα περίμεναν να δουν τα μεγάλα και γνωστά έργα της συλλογής, οι απρόσμενες επιλογές συντελούν στη δημιουργία ενός πορτραίτου ψυχής του ίδιου του συλλέκτη. Τα έργα λειτουργούν σαν ‘ευρεθέντα αντικείμενα’ που κοσμούν τις προθήκες ενός ιδεατού wunderkammer, φέρνοντας στο νου το αλλόκοτο μουσείο του Sir John Soane στο Λονδίνο.

Ένα κομμάτι θάλασσας της Ashley Bickerton υποδέχεται τους θεατές υπενθυμίζοντας τη σημασία του υγρού στοιχείου της Ύδρας στην ορατότητα αυτής της συλλογής, ενώ η ζωγραφική επιγραφή If you cant take a joke… του Christopher Wool υποδηλώνει τον σκωπτικό χαρακτήρα και ταυτόχρονα τις σοβαρές προθέσεις της επιμέλειας που λειτουργεί σαν γεωδυναμικό πεδίο δημιουργικών συγκρούσεων και αποκλίσεων όπου ο θεατής χρειάζεται να διαβάσει με ανοιχτό νου. Στη στέγη λευκός καπνός, τον οποίο εκπνέει ένα σουρεαλιστικό αντικείμενο που αποτελείται από μία πίπα και μια κόκα κόλα, ως ένας νεανικός καλλιτεχνικός πειραματισμός του συλλέκτη, σηματοδοτεί την εποχή της νέας επιμέλειας με γνώμονα τον αυθορμητισμό και την αγάπη για την τέχνη. 

Στους μυστηριακούς κλωβούς των σφαγείων ο επιμελητής βάζει να συνομιλήσουν μεταξύ τους έργα με στοιχεία vanitas, που εμπεριέχουν το εφήμερο και το αιώνιο μαζί, υποδεχόμενο το ένα το άλλο σε μία ντανταϊστική αλληλουχία στυλ cadavre excuis. Τον τόνο δίνει η γραφή του Marcel Duchamp από το 1953,  “a guest + a host= a ghost”. Ένα ιδιαίτερο εύρημα σε μία συλλογή που είναι γνωστή για έργα σύγχρονης τέχνης, ένας γυμνός αναγεννησιακός putto μας υποδέχεται τοποθετημένος αλληγορικά ανάμεσα στο φτερωτό ρωμαϊκό προφίλ του Δάκη Ιωάννου από τον Roberto Cuogi και το βιντάζ μαύρο φόρεμα της Louise Bourgeois, ενώ πλησίον της ο Charles Ray παρουσιάζει δύο νεαρά γυμνά μοντέλα ως ζωντανά αρχέτυπα για “Τα νέα ρούχα του Βασιλιά”

Η ομορφιά συναντά την αποσύνθεση με τη Χριστιάνα Σούλου να σκιαγραφεί έναν αχνό σκελετό απέναντι από το κρυστάλλινο/εποξικό κρανίο του Meyer Vaisman. Η εξαΰλωση της τέχνης παίρνει τη μορφή ενός ψηφιακού NFT γλυπτού από τον Urs Fischer. Στην κεντρική αίθουσα τα προσωπογραφικά μνημειακά αγάλματα από τένοντες πλασμένους με ρητίνη του Pawel Althamer, όπως και το εκπληκτικό γλυπτό από πηλό του πιστού επιστάτη του συλλέκτη κυριαρχούν στο χώρο σαν τελετουργικά τοτέμ.

Στο μπαλκόνι τα δημιουργικά δίπολα επάνω στο νόημα της ζωής μέσα από τον καθρέφτη της τέχνης συνεχίζονται, με τους Webster&Noble να δηλώνουν την αγάπη τους για το σεξ υπό το βλέμμα της σοφής τυτούς της Kiki Smith. Η έκθεση αφιερώθηκε στην εικαστικό Kaari Upson που έφυγε πρόωρα τον Αύγουστο, αφήνοντας πίσω το ‘μετέωρο βήμα’ της, ένα αιωρούμενο γλυπτό μίας οπλής και ενός ανθρώπινου ποδιού που αναποδογυρίζει τις προσδοκίες περί κατακόρυφης βάδισης και θέσης του ατόμου στον κόσμο. 

Εικαστική επανεκκίνηση του ΟΠΑΝΔΑ 

Το φετινό πλούσιο εκθεσιακό πρόγραμμα για τον Οργανισμό Πολιτισμού του Δήμου Αθηναίων ενεργοποίησε όλους τους αξιόλογους χώρους που διαθέτει, παρουσιάζοντας εκθέσεις σύγχρονων Ελλήνων καλλιτεχνών, καθιστώντας έτσι τον ΟΠΑΝΔΑ κεντρικό σημείο ορατότητας και αναφοράς της σύγχρονης εικαστικής παραγωγής της χώρας, υπό την επιμέλεια του υπεύθυνου εκθέσεων και δράσεων του Οργανισμού, Χριστόφορου Μαρίνου

 Η έκθεση ζωγραφικής “Omnia Caritatis” του Βαγγέλη Γκόκα στη Δημοτική Πινακοθήκη Αθηνών υπήρξε μία από αυτές τις φωτισμένες στιγμές εμβύθισης στη νέα ζωγραφικότητα. Τα ταλισμανικά τοπία μνήμης του Γκόκα λειτουργούν ως προστατευτικά καταφύγια του Υψηλού, αποδίδοντας τον αινιγματικό τίτλο, με το υλικό να δημιουργεί ένα ονειρικό παραπέτασμα από γκρι τόνους, ενώ οι genre σκηνές και τα πορτρέτα αποπνέουν μία απόκοσμη μεταφυσικότητα και έναν μελαγχολικό λυρισμό σαν να αναμοχλεύει η ζωή μέσα από ένα μαρμάρινο κενοτάφιο.

Εκεί η μυστηριακή ατμόσφαιρα του Bocklin συναντά την αμφισβήτηση του Goya και του Hogarth αλλά και τη συμπόρευση με σύγχρονους εικαστικούς που ανοίγουν νέους δρόμους στη ζωγραφική μέσα από την οικειοποίηση των old masters όπως ο Gerhard Richter, ο μετα-παραγωγός Glenn Brown, ο εκπρόσωπος του Neo-Sublime Peter Doig αλλά και φωτογράφους που αποτυπώνουν θραύσματα εφήμερων στιγμών όπως ο Wolfgang Tillmans.

Ο Βαγγέλης Γκόκας διαμορφώνει τη δική του γραφή, ‘ψάχνοντας το θαυματουργικό’ για να χρησιμοποιήσουμε έναν μεταφρασμένο τίτλο έργου του, ανοίγοντας παράθυρα σε έναν χώρο ποιητικής διάθεσης και σιωπηρής περισυλλογής, πειραματιζόμενος ταυτόχρονα με τις δυνατότητες του μέσου, ως γνήσιος μετα-Ρομαντικός διανοητής.

Serrano-Akomphra: Δύο μάγιστροι του ανθρώπινου λάθους

Τα μεγάλων διαστάσεων φωτογραφικά έργα του εικονοκλαστικού Andres Serrano τα οποία εκτέθηκαν στην Πέτρινη Αποθήκη του Οργανισμού Λιμένα Πειραιώς, υπήρξε μία συνταρακτική στιγμή της εκθεσιακής χρονιάς. Το “Torture” μας μετέφερε στη σκοτεινή πραγματικότητα των χώρων όπου εκτελούνται τα πιο ειδεχθή βασανιστήρια. Όμως οι χώροι είναι αδειανοί και αυτό το εκκωφαντικό κενό χωρίς την ανθρώπινη παρουσία ή τα απομεινάρια της δίπλα στα εργαλεία του πόνου, δεν ζητά να εκμαιεύσει μια άμεση συναισθηματική υπερχείλιση και μια εύκολη καταδίκη. Αντιθέτως, είναι τρομαχτική γιατί περικλείει τις δυνατότητες που φέρει η σκοτεινή πλευρά του ανθρώπινου ψυχισμού όταν βρεθεί σε συνθήκες άσκησης εξουσίας. Τα πορτρέτα που πλαισιώνουν την έκθεση, της βασανισμένης Fatima με την κίτρινη μπούρκα και των μαυροντυμένων κουκουλοφόρων, λειτουργούν ως θυμητικά σημεία στίξης της ιστορίας της απ-ανθρώπινης βαρβαρότητας.

Στο Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά, μία άλλη εκδοχή ενός άλλου μεγάλου βασάνου, αυτό της απώλειας και της μοναξιάς διαπραγματεύεται ο John Akomfrah, μέσα από το “Airport”, ένα τρικάναλο βίντεο, όπου ο καλλιτέχνης γνέθει διαφορετικές εποχές από ένα μέρος μετάβασης, προσμονής και αποκοπής.

Το φιλμ γυρίστηκε σχεδόν σαν αέναο μονοπλάνο ενός διαρκούς περάσματος από τον πρώην Διεθνή Αερολιμένα Αθηνών στο Ελληνικό, ένα τοπίο ρημαγμένο από το χρόνο, αδειανό μα ταυτόχρονα γεμάτο με τη φασματική ανθρώπινη απουσία, και εν συνεχεία στα μεσογειακά, φορτισμένα από εξίσου δυνατές μνήμες, τοπία της Νότιας Ελλάδας, επιστρέφοντας και πάλι στο αεροδρόμιο που τώρα φαντάζει σαν απόκοσμο απομεινάρι διαστημικού σταθμού.

Οι πρωταγωνιστές χορογραφούνται ρευστά, σαν κυλιόμενες αναμνήσεις μέσα στο χώρο, παρέα με τα εργαλεία του ταξιδιού, τις βαλίτσες και τα μουσικά τους όργανα, προς κάποια αβέβαιη κατεύθυνση, όπως οδεύει και η Ελλάδα της συνεχόμενης κρίσης. Τις δύο εκθέσεις επιμελήθηκε η Σωζήτα Γκουντούνα με παραγωγή της πλατφόρμας Greece in USA.

Οι ‘άλλες’ ηρωίδες της διπλανής πόρτας

Η έκθεση φωτογραφίας “Sunday Women” της φωτογράφου Τατιάνας Μαυρομάτη και της εικαστικού και σκηνοθέτιδας Λώρας Μαραγκουδάκη στον πολυχώρο Κάμιρος στην Κυψέλη, που διοργανώνει το Ελληνικό Τμήμα του Ιδρύματος Ρόζα Λούξενμπουργκ, υπήρξε αναμφισβήτητα η πιο δυνατή πολιτική έκθεση του 2021. Πολιτική γιατί κατάφερε να επιτύχει τη σιωπηρή συλλογική συμμετοχή του κοινού ως προσωποποιημένος, ευαισθητοποιημένος οργανισμός. Γιατί τοποθετείται πολιτικά μέσα από τη δύναμη της εικόνας ως καθρέπτη της αλήθειας της κοινωνίας, χωρίς καλολογικά στοιχεία και επιφωνήματα εντυπωσιασμού.

Φωτογραφίες γυναικών αποκλειστικών βοηθών από τη Γεωργιανή κοινότητα στην Ελλάδα, παρουσιάζουν την καθημερινότητα των οικονομικών αυτών μεταναστριών. Στιγμιότυπα από τους χώρους εργασίας τους, όπου φροντίζουν κυρίως ηλικιωμένα άτομα, καθαρίζουν σπίτια ή αναζητούν εργασία, αλλά και από τις σπάνιες προσωπικές τους στιγμές την μέρα του ρεπό τους την Κυριακή, όταν αλλάζουν παραστάσεις και συναντούν τις φίλες τους και- αν είναι τυχερές να τα έχουν κοντά τους- τα παιδιά τους, προσφέρουν στο θεατή μία τρυφερή και μαζί ρεαλιστική εικόνα από αυτόν τον αθέατο κόσμο.

Η εικόνα δεν φαντάζει ούτε ηρωοποιημένη ούτε μελό, αλλά αποτελεί μια διαυγή ματιά στα πρόσωπα αυτών των γυναικών που άφησαν τα σπίτια τους και τις χώρες τους για να βιοποριστούν στην Ελλάδα, συχνά για να στηρίξουν τις οικογένειες που έμειναν πίσω, φροντίζοντας ανθρώπους από μία κουλτούρα που δεν τους ήταν οικεία, αλλά που κατάφεραν να επιβιώσουν μέσα σε αυτή με σκληρή δουλειά, διατηρώντας την αξιοπρέπεια τους ακόμα και μέσα στην ανασφάλεια που χαρακτηρίζει μία εργασία κατά πολλοίς παράνομη, καθώς αρκετές δεν έχουν πρόσβαση στα απαραίτητα χαρτιά διαμονής. 

Αυτό το δωδεκάωρο μέσα στην εβδομάδα που τους επιτρέπεται η έξοδος, αποτελεί τη μοναδική ανάσα τους και την αντίσταση τους στην καθ’ ορισμού φροντιστική, θυσιαστική συνθήκη της θηλυκότητας. Πώς; Με το να βάφονται, να προσεύχονται και να χαμογελούν στο φακό αγέρωχες, σαν ιέρειες μέσα σε λιτά εσωτερικά όπου κυριαρχούν τα τεχνικολόρ χρώματα, οι ξεφτισμένοι τοίχοι, τα πόστερ από ηλιοβασιλέματα στον τοίχο, τα λούτρινα αρκουδάκια, τα ψεύτικα λουλούδια, θυμίζοντας αχνά τα έργα του Vermeer ή των Nabis. Μόνο που αυτοί οι ζωντανεμένοι πίνακες το 2021 καταλύουν το χάσμα μεταξύ αισθητικής και πολιτικής, λέγοντας τα πράγματα με το όνομα τους.

Σε αυτές τις φωτογραφίες παίζουν μόνο δευτεραγωνίστριες, όπως μία εργαζόμενη στην ελληνική περιφέρεια που αφηγείται στο υπόγειο την εμπειρία της κάτω από τον παραπλανητικό τίτλο της ‘ψυχοκόρης’, και άλλες γυναίκες-εργάτριες, αναγκαίες για την εύρυθμη λειτουργία της Ελληνικής κοινωνίας αλλά κατά βάση αποκλεισμένες από το οικονομικοκοινωνικό περιβάλλον που τις χρησιμοποιεί.

Γυναίκες απαρατήρητες μέσα στο πλήθος μα απαραίτητες, γυναίκες εγκλωβισμένες μα με ελεύθερα όνειρα, γυναίκες σκληραγωγημένες μα αληθινά όμορφες, γυναίκες που οι χορδές μέσα τους χτυπούν στη δική μας συνείδηση και μας αφυπνίζουν. 

Τέχνη με περιβαλλοντικό πρόσημο

Ένας ζωγράφος που κατανοεί την επιβολή μιας σύγχρονης εκδοχής της τοπιογραφίας στο συναισθηματικό κέντρο του εγκεφάλου, είναι ο Γιώργος Σταματάκης. Στην έκθεση του “Ατμόσφαιρα” στο Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης Ιλεάνα Τούντα, δημιουργεί τοπία ‘περάσματος’. Το τοπίο διηθείται στη διαδρομή από τον αμφιβληστροειδή προς τα σημεία συναισθηματικής απορρόφησης και η σύντομη αυτή δράση οδηγεί στην εξαΰλωση της εικόνας του επάνω στον καμβά αφήνοντας μόνο ένα τρεμάμενο ίχνος σαν Τερνερική καταχνιά. Τα έργα αποτελούν αισθαντικές αλληγορίες για το σβήσιμο των φυσικών τόπων από το ανάγλυφο του πλανήτη Γη, με την επέλαση της κλιματικής κρίσης να είναι σχεδόν μη αναστρέψιμη. 

Ένας σημαντικός καλλιτέχνης της Arte Povera, ο Giuseppe Penone παρουσίασε στην γκαλερί Gagosian τα “Bodies Imprinted in the Air”/Σώματα τυπωμένα στον άνεμο. Το οπλοστάσιο των ιδεών του Penone βρίσκεται καταχωνιασμένο στο πιο βαθύ δάσος, εκεί όπου η χλωρίδα ζωντανεύει με την πνοή του αέρα. Ο καλλιτέχνης παρατηρεί με ευλάβεια το λίκνισμα των κλαριών από την κίνηση του ανέμου, το οποίο εγκιβωτίζει σε μάρμαρο Καράρας και μεταφράζει σε μπρούτζο.

Με αυτόν τον βαρύτιμο για τα δεδομένα της παλιάς του ενασχόλησης με την ‘φτωχή τέχνη’, τρόπο, ο Penone εξακολουθεί να ενδιαφέρεται για τις απλές και ζωτικές λειτουργίες της φύσης όπως και για σύντομες, αδιόρατες και αντιηρωικές στιγμές της, και όχι για τις μεγάλες αφηγήσεις του Ρομαντικού Υψηλού. Το θρόισμα σκαλίζεται στο μάρμαρο σαν αποτύπωμα σε χιόνι και τα σχέδια από κλαράκια και κορμούς στον τοίχο μοιάζουν οργανικά σαν νευρώνες του εγκεφάλου, όπως και τα απαλά τυπώματα από ανοιχτά χέρια σε καλωσόρισμα ή ικεσία.   

Μεγάλη η απώλεια φέτος του νέου και ταλαντούχου εικαστικού Απόστολου Καραστεργίου, και η Γκαλερί Ελευθερία Τσέλιου παρουσίασε την έκθεσή του με τίτλο “Σχετικά με την Κατάσταση των Ειδών”. Λεπτή, μεταξωτή, σαν να την ακουμπά απαλά με τα ακροδάχτυλα του η τέχνη του Καραστεργίου, μας καταδείχνει πόσο πιστός εραστής της ταπεινότητας μα και του μεγαλείου της φύσης υπήρξε, είτε πρόκειται για μία φωλιά θαλπωρής που ισορροπεί σε μία ξύλινη γωνία στον τοίχο, μία αποξηραμένη ορθή σαν σπάθη στρελίτσια, δυο οπλές σε δέηση, φυσιοδιφικές μελέτες από παλιά κείμενα, το σχέδιο ενός μικρού πουλιού, ανθρώπινα τραύματα σαν ξερά φύλλα, out of focus φωτογραφικά stills λαμπερών ταξιανθιών, ένα σχέδιο με μελάνι ενός πράσινου ανθρώπου που φυλλοροεί…  Αυτός ήταν ο θησαυρός που ο καλλιτέχνης φύλαγε τρυφερά στον κόρφο του, η δική του μικροσκοπική land art, η Εδέμ του, το καταφύγιο του πνεύματος του, τα τάματά του. Μία σπάνια φωνή αβρότητας και φυσικής ενσυναίσθησης σίγησε. Η φύση τον έχει ήδη αγκαλιάσει με όλη της την αλήθεια. 

Με μία τρυφερή και συνάμα βίαιη επιθυμία οικειοποίησης της ομορφιάς, στη φωτογραφική σειρά “Flowers”, ο Leonardo Pucci στην Crux Galerie, σφιχταγκαλιάζει λουλούδια με περίτεχνα δεσίματα, για να τα κάνει για πάντα δικά του ώσπου να μαραθούν. Η εικόνα το περίδετων άνθεων φέρνει στο νου την ιαπωνική Ikebana να πραγματοποιείται σε μία S&M αρχαία Shibari ερωτική τελετουργία. Η εξουσία ασκείται για να εγκλωβιστεί το Ωραίο με κάθε κόστος, ώστε να σταματήσει ο χρόνος πάνω του, σε αντιστοιχία με την εποχή του θεάματος και της άγρας της εφήμερης ομορφιάς. Υπάρχει κάτι το ηδονικά φετιχιστικό και ταυτόχρονα μάταιο στο περίτεχνο δέσιμο της τρυφερής σάρκας των πετάλων με πολύχρωμα αδρά σχοινιά. Τα άνθη εξακολουθούν να είναι όμορφα και αρωματικά ακόμα και έτσι. Κανένας νάρθηκας δεν τολμά να τα κανονικοποιήσει. Σαν την Αγία Τερέζα του Μπερνίνι, τα λουλούδια παραμένουν τα αιώνια σύμβολα της αγωνίας και έκστασης.

Ο Νίκος Παπαδημητρίου με το “The End of Game” στην γκαλερί Έκφραση-Γιάννα Γραμματοπούλου, μας μεταφέρει στο συλλογικό χώρο του αθλητισμού, του ποδοσφαίρου ή της φόρμουλας, με έργα που αποπνέουν παιδική αθωότητα και ταυτόχρονα την πικρή γεύση της ματαίωσης, μέσα από τον ανταγωνισμό, τη βία ή εν τέλει την ακύρωση των ονείρων μέσα από ψυχρά αρχιτεκτονικά σχέδια γηπέδων αλλά και από τη χαρακτηριστική εικόνα μιας ξεφούσκωτης χρυσής μπάλας.

Το “τέλος του παιχνιδιού” όμως, ως εσχατολογική έννοια προχωρά ακόμα πιο βαθιά στην ανθρώπινη ανάγκη για υπερίσχυση επάνω σε κάθε έμβιο όν του πλανήτη, μέσα από τις γλυπτικές μελαγχολικές μορφές ειδών προς εξαφάνιση όπως ο λευκός ρινόκερος, ο γορίλας και ο ελέφαντας.

Η Χλόη Ακριθάκη στην Γκαλερί 7 παρουσιάζει μία φωτογραφική ενότητα πεδίου, αποτυπώνοντας καθημερινές αστικές σκηνές ωσάν οι οφθαλμοί της να είναι τα κλείστρα της κάμερας. Οι λήψεις της είναι τόσο φυσικές, που δημιουργούν μία σειρά ποιητικών ενσταντανέ του δρόμου και των αδειανών εσωτερικών, θυμίζοντας τον Wolfgang Tillmans στην αρχή της καριέρας του, τότε που η αβίαστη, θρυμματισμένη ματιά του είχε δημιουργήσει μία μικρή επανάσταση. Οι φωτογραφίες της Χλόης ψιθυρίζουν τόσες λέξεις που μπορείς να κάθεσαι να τις ακούς για πάντα. 

Ακόμα περισσότερη Ζωγραφική!

Αναμφισβήτητα αυτή υπήρξε η χρονιά της επανόδου της ζωγραφικής, ίσως επειδή αρκετοί καλλιτέχνες εκμεταλλεύτηκαν το διάστημα της μοναξιάς για περισυλλογή στο εργαστήριο και ανάγκη δημιουργίας νέων εικόνων που θα διαρρήγνυαν το αδιέξοδο του εγκλεισμού. Εκθέσεις που ξεχώρισαν υπήρξαν αρκετές και εδώ συλλέγουμε κάποιες από αυτές.

Τα Δύο Χωριά που δραστηριοποιούνται σε Αθήνα και Μύκονο παρουσιάζουν συχνά πολύ ενδιαφέρουσες παραστατικές εκδοχές ενός πολύ φρέσκου μαγικού ρεαλισμού. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι η αποκαλυπτική ζωγραφική του Ηλία Καφούρου στην έκθεση με τίτλο “Push Buttons”, μία κορνοκούπια από λεπτοδουλεμένες αφηγήσεις που προσομοιάζουν τον ορυμαγδό εικόνων των ΜΜΕ και του διαδικτύου, εν είδει μεσαιωνικών χειρογράφων. Η μία εικόνα δίπλα στην άλλη θυμίζουν εφαπτόμενα πίξελ σε ένα ψηφιακό πολυδιάστατο σύμπαν. Το αποτέλεσμα είναι ένα πυκνό οπτικό βιβλίο, πολύπλοκο, οργιώδες, αρχιτεκτονικά Εσερικό, τόσο δαιδαλώδες όσο και ισορροπημένο, σαρδόνιο και εσχατολογικό μαζί. 

Φέτος επίσης είδαμε την ενότητα έργων “Chronos” του Αντώνη Ντόνεφ στις Kalfayan Galleries. Έχοντας εξελίξει τη ζωγραφική περιπέτεια απόκρυψης και αποκάλυψης, μέσα από πολύχρωμες γεωμετρικές συνθέσεις που επικαλύπτουν μερικώς τις προσφιλείς του σελίδες από εφημερίδες, πρακτικά της Βουλής, λεξικά, ενίοτε επιζωγραφίζει μία λεπτοφυή παράσταση που ‘εικονοποιεί’ τον ψυχρό τυπωμένο λόγο. Υπάρχουν στιγμές που λεπτομέρειες σαν να αποκολλώνται από το χαρτί και να ίπτανται στους τοίχους, δημιουργώντας την αίσθηση της απελευθέρωσης του μέσου της ζωγραφικής από το όριο του καμβά στον προσωπικό χώρο του θεατή που συμμετέχει σε αυτήν την απρόσμενη περιπέτεια. 

Στον ίδιο χώρο ο Ανδρέας Ράγκναρ Κασσάπης, στα 16 λάδια σε ξύλο της έκθεσης “To See a Block of Flats as a Cave”, αδράχνει απλά καθημερινά αντικείμενα και τους προσδίδει την αχλή του μύθου, δημιουργώντας μια οπτική δίοδο μέσα από την παρουσία τους, προς την πηγή μιας ανομολόγητης αλήθειας.

Ο Γιάννης Βαρελάς στη γκαλερί The Breeder, με την ατομική του έκθεση “Double Blind” συνεχίζει το ταξίδι του στις ατραπούς του ανθρώπινου ψυχισμού. Μέσα από πορτρέτα μιας αλλόκοτης άχρονης καθημερινότητας μπροστά από τοπία που προκαλούν το φιλοσοφικό παράδοξο της ‘αρνητικής απόλαυσης’ στο θεατή, η δράση μοιάζει να υγροποιείται σε μία αμφίσημη και άχρονη εμπειρία, και τα τοπία να λειτουργούν ως χώροι αναμονής μιας ανεπιβεβαίωτης απειλής.

Η χρωματική παλέτα του καλλιτέχνη είναι κορεσμένη από ωριμασμένες φθινοπωρινές χλόες, ξηρές και μουσκεμένες συνάμα, οι υφές είναι πηχτές και αδιαπέραστες, όπως αδιαπέραστα και απόμακρα μοιάζουν τα ανθρώπινα συναισθήματα τις σπάνιες φορές που εμφανίζονται στο πλάνο. Τα παράξενα φουσκωτά μέλη που γεμίζουν το χώρο εμφανίζονται και στα έργα σαν ντανταϊστικά σκηνικά props που εισάγουν το θεατή σε μία σκηνή μεταξύ ονείρου και ψευδαίσθησης. Βουτώντας μέσα στο έργο του Βαρελά, ο θεατής νιώθει σαν αναρριχητής σε ένα ύψωμα με πολλές κορυφές, όπου η κοινή καθημερινή εμπειρία μεταμορφώνεται σε τόπο άγνωστων και απρόβλεπτων συναπαντημάτων.

Ο Χάρης Βλάχος, στην ατομική του “Come In, Get Out”, στην Allouche Benias, ζωγραφίζει μία πολυτελή και ταυτόχρονα θραυσματική εικόνα μίας haute πραγματικότητας, σχεδόν με την ένταση που προϋπάρχει στις στιγμές πριν από ένα εικονικό fashion show. Τα ζωγραφικά του έργα βρίθουν από σύμβολα μιας τόσο σκληρής όσο και συγκλονιστικά όμορφης εποχής, όπου η αλήθεια έχει αντιστραφεί και το αρνητικό της είναι τοξικά γοητευτικό. Ο καλλιτέχνης μοιάζει να ζει μέσα στα έργα και ταυτόχρονα να έχει ένα bird’s eye view σε αυτά, μαζί με το θεατή. Μέσα από ένα παιχνίδι ενηλικίωσης ο Βλάχος δοκιμάζει, και δοκιμάζεται, μέσα από τον ίλιγγο της ζωγραφικής εμπειρίας. 

Αντίστοιχα πολύπλοκη είναι η εικονογραφία στην έκθεση της Σοφίας Ροζάκη, με τίτλο “How to Host a Rawmantic Dinner Party” στην Alibi Gallery, με τη διάθεση να είναι υποδορίως σκωπτική στα σημεία που η εικαστικός αναφέρεται σε έμφυλες διαδράσεις, μέσα από μία τρυφερή ματιά που αγκαλιάζει όλες τις θηλυκότητες. Και έξαφνα αυτές μεταμορφώνονται σε Μπορχικά αλλόκοτα όντα με υπερτονισμένα παράξενα μέλη, ανοίγματα και πληγές, υποθαλάσσια πλοκάμια και bdsm εργαλεία, τα οποία αναδεύονται μέσα σε έναν “κήπο παραδείσιων απολαύσεων”, επιδιδόμενα σε φαντασμαγορικά ανίερες, συμποσιακές περιπτύξεις. Με μία ακατανίκητη βογιεριστική επιθυμία ο θεατής εισέρχεται στο κέντρο μιας παράξενα ελκυστικής δράσης όπου το οικείο φαντάζει ανοίκειο και το ανάποδο. 

Αυτοβιογραφικά τα έργα της έκθεσης “Κεντρίζοντας με το Άλικο: 1985-3995” της Βασιλικής Λευκαδίτη στη Γκαλερί 7 με επιμέλεια της Έφης Μιχάλαρου. Η εμμονή της με την κόκκινη κλωστή να καταγράφει αέναα κάθε στιγμή της ζωής, της ποίησης και της τέχνης, μεταμορφώνεται σε ένα λεπτοφυές γιαπωνέζικο καλλιγραφικό παλίμψηστο, που κεντά τη μετάβαση από το προσωπικό στο συλλογικό, με κέντρο την πολυσχιδή γυναικεία φύση και δορυφόρους τις πολλαπλές εκφάνσεις της.

Η μορφή αυξομειώνεται στα ζωγραφικά έργα του Ηλία Παπαηλιάκη στην έκθεση που πραγματοποιήθηκε στην γκαλερί a.antonopoulou.art, σε μία ενδιαφέρουσα συνομιλία, υπό τον παιγνιώδη τίτλο “Κάνε ότι Κάνω”, με τα σχέδια του Νικόλα Σημαντηράκη. Οι δύο καλλιτέχνες δημιουργούν 600 σχέδια από μολύβι στην ίδια διάσταση, όπου ο δεύτερος γεμίζει τον κενό χώρο του πρώτου, αυξάνει την τονικότητα, πυκνώνει τις σκιές, σκουραίνει τη φωτεινότητα, περιπλέκει την αφήγηση, ως μία ζωντανή καταγραφή της ζωγραφικής περιπέτειας. Μία δημιουργική συνεργασία υπήρξε και εκείνη του Δημήτριου Αντωνίτση με τον Απόστολο Καρακατσάνη στη γκαλερί ΔΛ, το “Φάντασμα στη Μηχανή” με την εικαστική πράξη ως έκφραση της στιγμής γέννησης της ιδέας. Αυτό μεταφράζεται από τον Καρακατσάνη ως αυτόματη χειρονομιακή αποτύπωση μίας οπτικής ψευδαίσθησης που όταν μπορέσει να αποδράσει από τον καμβά, μορφώνεται στον εκτοπλασματικό ά-μορφο γλυπτικό σύμπαν του Αντωνίτση.

Μετρ της ζωγραφικής περιπέτειας είναι ο ακριβοθώρητος Νίκος Μπάικας που εξέθεσε στην γκαλερί Intermission έργα όπου το σχέδιο με μολύβι τολμά να αποτυπώσει τη συμπαντική γεωμετρία, διαθλώντας ακτίνες φωτός εις στο διηνεκές, εξηγώντας την αναπνοή και τη ρευστότητα μέσα από την υπέρβαση των ορίων. Η ζωγραφική αυτή είναι ερμητικά κλειστή σε όσους επιλέγουν να ακολουθήσουν μία γραμμική πορεία εδάφους χωρίς να αφήνονται στην πτώση και την αιώρηση. Η εμβύθιση στα έργα του καλλιτέχνη προκαλεί έναν ευχάριστο ίλιγγο. Η εγκεφαλική ζωγραφική του Μπάικα φέρει τους δαιδάλους του ντε Κίρικο στους νευρώνες της, μαζί με τις σκιές και τις ράγες/ρωγμές από ένα αέναο ταξίδι με το τρένο των καμβάδων του.

Ολοκληρώνοντας την ανασκόπηση των ζωγραφικών εκθέσεων της χρονιάς που μας πέρασε, κλείνουμε με μία έκθεση που παρουσιάζει μία πτυχή της ελληνικής ιστορίας του εκφραστικού αυτού μέσου, στην Γκαλερί της Έρσης. Από την ομαδική έκθεση μουσειακού χαρακτήρα με τίτλο “Μία Ιδιαίτερη Όψη της Αφαίρεσης, δεκαετίες 50-60” ξεχωρίσαμε κάποια χαρακτηριστικά έργα εκπροσώπων της Ελληνικής Αφαίρεσης, μεταξύ των οποίων το εξαιρετικό ‘Άτιτλο’ συλλογικό έργο στο σταυροδρόμι μεταξύ παράδοσης και κατακερματισμού της φόρμας, των Κοντόπουλου (εμπνευστή της ομάδας των Ακραίων), Απέργη, Μαλτέζου, Σίμωσι, Αντύπα, Γαϊτη, ένα πρώιμο Άτιτλο του Γαϊτη από το 1947 δείγμα Ελληνικού Σουρεαλισμού, την άτιτλη έκρηξη χρώματος του Δημήτρη Περδικίδη, δύο ονειρικά άτιτλα προφίλ του J. Χριστοφόρου, του 1959 και 1987, δύο αφαιρετικούς στροβιλισμούς του Κωνσταντίνου Ξενάκη από το 1961 όπως και το κρυπτογραφικό του artist book με τοτεμικές μορφές και ιδιάζουσα ιερογλυφική γραφή του 1985 με τίτλο “Ο Τάφος του Οδηγού”. Με μεγάλη μας χαρά είχαμε τη σπάνια ευκαιρία να απολαύσουμε και  έργα του κορυφαίου Έλληνα Αφηρημένου Εξπρεσιονιστή Πάνου Σαραφιανού, το ‘Άτιτλο’ κολλάζ με εφημερίδες του 1965 και ένα ιερατικό ‘Άτιτλο’ σινιάλο του 1967 ‘οπου συνομιλεί με τον Franz Kline. 

Νέες Γλυπτικές προτάσεις 

Εκτός από τις άκρως ενδιαφέρουσες εκθέσεις των Ανδρέα Λόλη και Blind Adam, για τις οποίες έχουμε ήδη αναφερθεί σε προηγούμενες κριτικές, ξεχωρίσαμε τον Περικλή Πραβήτα στην γκαλερί Έκφραση-Γιάννα Γραμματοπούλου. Εκεί ο εικαστικός, στη σειρά έργων με τίτλο “Deja Visite”, ισορροπεί υπέροχα στυλιζαρισμένα assemblages από παλιά διακοσμητικά αντικείμενα για να δημιουργήσει ένα περιβάλλον που μοιάζει να βγήκε από την Κρυφή Γοητεία της Μπουρζουαζίας του Μπονιουέλ.

Όλα μοιάζουν οικεία αλλά ισορροπούν μαγικά μεταξύ χρονικού ασυνεχούς, μνήμης, λήθης, επιθυμίας και συναισθηματικής επισφάλειας. Οι γυάλες που τα εγκιβωτίζουν, τα μυθοποιούν και εντείνουν την πιθανότητα μιας έξαφνης απόδρασης. Ειδικά οι κρυσταλλωμένες θύμισες παλαιών φωτογραφιών σε δοκιμαστικούς σωλήνες, ή τα επιτοίχια φωτογραφικά πορτρέτα που χαμογελούν μέσα από τη διάθλαση των γυάλινων μπολ που τα επικαλύπτουν, μνημειοποιούν το προσωπικό σε κυψελίδες συλλογικής μνήμης.

Ο Πραβήτας γίνεται ο master of puppets του χειρισμού του χρόνου και μαζί των αναμνήσεων μας που τις εγκλωβίζει με τρυφερότητα και προσοχή σε ένα μικρόκοσμο από ευρεθέντα υλικά τα οποία υπάρχουν αφημένα παντού γύρω μας, ζωντανεύοντας μνήμη και ύλη μαζί, προσδίδοντας τους μία δεύτερη ζωή. Και ο χρόνος γίνεται αγάπη όταν ο θεατής μαδά νοητά τα φύλλα μίας ροζέτας από ένα ακροκέραμο στο σχέδιο στον τοίχο διατυπώνοντας το διαχρονικό ερώτημα “μ’αγαπά, δεν μ’αγαπά”.

Μία έτερη λεπταίσθητη ποιητική εγκατάσταση υπήρξε η παρουσίαση του Χριστόδουλου Παναγιώτου στη Rodeo gallery. Ο Παναγιώτου επιδιώκει να αφήσει το νόημα να αναδυθεί μόνο του και να αποκαλυφθεί μέσα από την παράθεση καθημερινών αντικειμένων που προσδοκούν μία αντίδραση σε αυτά.

Μία κόκκινη τέντα αναμένει τις πρώτες σταγόνες νερό, ένα μάρμαρο οραματίζεται την ύπαρξη του ως συμποσιακό τραπέζι, ένα αντίγραφο εξωτερικού τοίχου μεταφέρεται από την γκαλερί του Λονδίνου στην γκαλερί της Αθήνας και μετατοπίζει ένα συγκεκριμένο χώρο σε έναν άλλο, προτάσσοντας ένα παραπέτασμα μεταξύ αλήθειας και φαντασίας, ένα δρασκελισμό μεταξύ σκηνής και ζωής.

Τα αντικείμενα διαφοροποιούνται από την πρόσληψη τους από τον αμφιβληστροειδή και τις προσδοκίες των λειτουργιών τους. Πίσω από αυτήν την παραδοσιακή αγγλική τοιχοποιία, εάν κάνουμε το γύρο του τετραγώνου και εισέλθουμε από την πίσω μεριά, ο τοίχος μεταμορφώνεται στον λευκό κύβο της γκαλερί προσφέροντας μας την επιλογή για μία διαφορετική θέαση των πραγμάτων, όπως και τη μοναδική ευκαιρία να χαρούμε την ευκαιρία που μας δίνει η δυνατότητα αυτής της ελεύθερης επιλογής, μία απόλαυση που παίρνει η μορφή του “Horseweed”, ενός λυγερού μίσχου από καθαρό ασήμι που ξεπετάγεται από το δάπεδο, ένα οπτικό ‘δώρο’ μιας σπάνιας φυσιοδιφικής ανακάλυψης κατά το περιπετειώδες ταξίδι της ανακάλυψης της τέχνης.

Έναν τοίχο ξεκίνησε να ‘ξεσηκώνει’ κατά τη διάρκεια του πρώτου lockdown, από μία ερειπωμένη μονοκατοικία στις οδούς Βρυαξίδος και Ασπασίας, η τέως καθηγήτρια της ΑΣΚΤ Ρένα Παπασπύρου και τον τοποθετεί στο ισόγειο της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών υπό την επιμέλεια του Χριστόφορου Μαρίνου. Ο τοίχος που κάποτε περιέβαλλε την ανθρώπινη ύπαρξη,η ‘λαϊκή’ του καταγωγή που φαντάζει ακόμα πιο απορριμματική κόντρα στο slick περιβάλλον της Στέγης, οι πολλαπλές διαστρωματώσεις του χρόνου που χαράσσουν τη ματιέρα του και την κάνουν να μοιάζει εξπρεσιονιστικό έργο, τα γκράφιτι και εφήμερα τάγινγκ, το ψιθύρισμα των υλών, η αδρή υφή, η υγρασία, ο αέρας και κάθε μορφή αστικής ρύπανσης που τον σμίλεψε, τα γέλια που άκουσε, τα φιλιά που ακούμπησαν με ορμή επάνω του, τα υφάλμυρο νερό των δακρύων που τον διάβρωσε απαλά, ο ανθρωπομορφικός και ανθρωπομετρικός χαρακτήρας του, εντείνει ακόμα περισσότερο την αίσθηση της νοσταλγίας μα και την μελαγχολία της αποστασιοποίησης στις συνθήκες της κοινωνικής απομάκρυνσης που όλοι βιώνουμε.  

Ο Πηλός πρωταγωνιστεί στο Μετα-ανθρώπινο

Οι εκφραστικές δυνατότητες του πηλού τον καθιστούν μία δημοφιλή επιλογή στη σύγχρονη γλυπτική, ένα πυκνωμένο ρευστό μέσο με εννοιολογικό σώμα και εύγλωττη σύσταση, που διευκολύνει το πέρασμα από την εικονική παράσταση στην άμορφη ρευστότητα και τούμπαλιν. Ένα μέσο τόσο αδρό και ζωώδες όσο και εργαλείο μεγάλης ακριβείας στην αποτύπωση λεπτομερειών στην τρισδιάστατη απεικόνιση. Χαρήκαμε την παιγνιώδη εγκατάσταση του Sterling Ruby στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης που αποτελείται από πολυτελώς στιλβωμένες αποτυχίες παλαιοτέρων προσπαθειών, ένας ύμνος στο ανθρώπινο λάθος και στην αποσπασματική τυχαιότητα του παρελθόντος μέσα από τις ανακαλύψεις της αρχαιολογίας. 

Οι “Karma Carriers” του Γιώργου Τσεριώνη στη γκαλερί Allouche Benias δημιουργούν ένα Μπορχικό σύμπαν αλλόκοτων πλασμάτων που ακροβατούν επάνω στις προσδοκίες μας για το τι ακριβώς διαχωρίζει το όνειρο από τον εφιάλτη. Το πολύχρωμο αυτό πλήθος, από ύβους, ήβες, χαραγματιές, εξογκώματα και πτυχώσεις, ανασαίνει στα όρια της παράστασης και ανατρέχει στην διονυσιακή ορμή των μυθικών αθυρμάτων από πηλό του Πικάσο στο Vallauris. 

Ένα διαφορετικό φουτουριστικό σύμπαν από αλλόκοτους υπερήρωες με εντυπωσιακή σωματοδομή οραματίστηκε ο Νίκος Γιαμπάνης για την γκαλερί Καππάτος. Τα “Υβρίδια” του μοιάζουν να έχουν βγει από το Μετά του κόσμου μας, όπου το τεχνητό υπερισχύει του οργανικού, η εικονική πραγματικότητα βγαίνει από τους υπολογιστές και εισβάλλει στο περιβάλλον μας, άτρωτη, ηλεκτρισμένη, κυβερνο-σεξουαλική. Η αρχέγονη σχέση πάθους του αργίλου με τη φωτιά εδώ αποκαλύπτει το μελλοντικό της μετείκασμα, σε μία back to the future βιοτεχνολογική εκδοχή. 

Ο αισθησιασμός των κεραμικών δοχείων γεμάτα “Fragile Goods” του Chris Akordalitis στα Δύο Χωριά, ξεχειλίζει από τις μεγάλες στρογγυλές μήτρες όπου επάνω τους ζωγραφίζονται μαλακά, ελαστικά, ρευστά σώματα σαν ώριμα φρούτα απορροφημένα από μία οργασμική φύση, σαν σε αρχαϊκή τελετή γονιμότητας στο πανηδονικό, αρμονικό πνεύμα του Lux, Calme and Volupte του Matisse.  

Κλείνοντας μία δύσκολη χρονιά, γεμάτη από την απειλητική εικόνα ενός σφαιρικού ιού με ακίδες και αγκάθια, η Μάριον Ιγγλέση, με την έκθεση “Static/Ecstatic”, σε επιμέλεια Σωζήτας Γκουντούνα στην γκαλερί Έκφραση-Γιάννα Γραμματοπούλου, δημιουργεί μία αποικία από λείες, σφαιρικές ‘πέτρες’, γεμάτες τρυφερά ανοίγματα σαν αγκαλιές που δημιουργούν την αίσθηση του κουκουλιού και του ιαματικού καταφυγίου, μέσα σε μία εποχή που ασθενεί και χαρακτηρίζεται από αποξένωση και έμφυλη βία. Αυτές οι καμπυλόμορφες γλυπτικές φόρμες που φέρουν ανδρόγυνα χαρακτηριστικά, αναφέρονται στην ύπαρξη ενός κυλιόμενου αμφίφυλου σώματος ως πηγή αρχέγονης ερωτικής επιθυμίας, πριν ακόμα δημιουργηθεί το κοινωνικό πλαίσιο που θα αποσχίσει αυτόν τον ερωτισμό σε δύο αντιθετικά ‘μισά’. Το ανθρώπινο σώμα που μοιάζει να βρίσκεται σε μία αέναη στάση στο χρόνο, κυοφορεί την επιθυμία για να γίνει ένας κρουνός έκστασης που γεννά την Ιδέα.

Κεντρική φωτογραφία θέματος: LIGON – PORTALS