Η έκθεση «Εγγύτητες και Αποστάσεις ΙΙ» είναι η νοητή και οργανική συνέχεια της έκθεσης «Εγγύτητες και Αποστάσεις», της οποίας η πρώτη έκδοση παρουσιάζεται μέχρι τις 18 Ιουλίου στην CITROΝΝΕ Gallery στον Πόρο. Η αθηναϊκή έκδοση θα διαρκέσει έως τις 20 Σεπτεμβρίου.

Με αυτές τις δυο εκθέσεις η CITROΝΝΕ Gallery επιχειρεί να παρουσιάσει σε ένα διάλογο που διασχίζει χωρικά σύνορα και ανατρέπει γεωγραφικά και άλλα όρια, καλλιτεχνικές αναζητήσεις της εποχής μας όπως εκφράζονται μέσα από τις φωνές σύγχρονων Ελλήνων και διεθνών καλλιτεχνών.

Δώδεκα καλλιτέχνες από τρεις ηπείρους -Αμερική, Αφρική και Ευρώπη, οι: Αντώνης Βολανάκης, Chiderah Bosah, Λελλέ Δεμερτζή, Courage Hunke, Cédric Kouamé, Αλέκος Κυραρίνης, Ebenezer Nana Bruce, Νικόλ Οικονομίδου, Dessislava Terzieva, Πάνος Φαμέλης, Πάνος Χαραλάμπους, Kwaku Yaro συναντιούνται σε ένα κοινό χώρο με τα έργα τους να αναφέρονται σε εξερευνήσεις που αφορούν ζητήματα καταγωγής, φυλής, φύλου και ταυτότητας στο ολοένα πιο συμπεριληπτικό και ορατό τοπίο της σύγχρονης τέχνης ανανεώνοντας διαρκώς το διάλογο ανάμεσα σε καλλιτεχνικές προσεγγίσεις, γεωγραφικές τοποθεσίες και γενιές.

Ο διάλογος αυτός αφορά τον τόπο και τον χρόνο, το ανεξερεύνητο και πλούσιο τοπίο των Βαλκανίων, τις γειτνιάσεις και τις επιρροές του, τις κοινές συνθήκες και τα διαφορετικά ερεθίσματα που δίπλα σε έργα της αφρικανικής σύγχρονης παραγωγής, μας επισημαίνουν τα ζητήματα της καταγωγής και της διακίνησης της τέχνης σήμερα.

Στο πλαίσιο της προετοιμασίας του δεύτερου τμήματος της έκθεσης «Εγγύτητες και Αποστάσεις» η CITROΝΝΕ Gallery προσκάλεσε σε residency την Αμερικανίδα, βουλγαρικής καταγωγής, εικαστικό Dessislava Terzieva για να δημιουργήσει ένα site-specific έργο με πρώτες ύλες από αθηναϊκές υπαίθριες αγορές, που αντιπαραβάλλονται με υλικά, συσκευασίες και πολύχρωμα μεταχειρισμένα υφάσματα από την γενέτειρά της, μαρτυρώντας την συνέχεια της κοινής ιστορικής και πολιτισμικής συνείδησης των Βαλκανίων.

Η καλλιτεχνική πρακτική της εικαστικού που περιλαμβάνει κολάζ, γλυπτά και εγκαταστάσεις αποκτά κεντροβαρικό ρόλο σε αυτήν την έκθεση. «Η Terzieva αντλεί από την ένταση μεταξύ του ελκυστικού και του απωθητικού, του παγιωμένου στον χρόνο και του προσωρινού. Εξυμνεί την φθορά των υλικών, την παλαίωση των δημόσιων υποδομών, καθώς και τις αυτοσχέδιες πρακτικές σε ένα βαλκανικό νοικοκυριό που εφορμούνται από την έλλειψη πόρων. Οδηγώντας τις προσωπικές της αφηγήσεις προς την αφαίρεση, επανανοηματοδοτεί τον υλικό πολιτισμό των Βαλκανίων», αναφέρει και η επιμελήτρια της έκθεσης Λελλέ Δεμερτζή.

ΔΙΑΛΟΓΟΙ ΚΑΙ ΕΓΓΥΤΗΤΕΣ

Στην έκθεση της Αθήνας το έργο του Kwaku Yaro από την Γκάνα συνομιλεί τόσο με το έργο της Αμερικανίδας, Βουλγαρικής καταγωγής εικαστικού Dessislava Terzieva όσο και με τα έργα των Ελλήνων καλλιτεχνών Πάνου Φαμέλη και Πάνου Χαραλάμπους.

Η εκμετάλλευση και η εξαγωγή τοπικών φυσικών πόρων μέσω τον δρόμων του παγκοσμιοποιημένου μετα-αποικιακού εμπορίου είναι κομβική στην ανάγνωση και του έργου του Kwaku Yaro. Ο καλλιτέχνης καταφεύγει στην ανακύκλωση υλικών, όπως χαλιά, πλαστικές τσάντες και υφασμάτινες σακούλες μεταφοράς προϊόντων, κυρίως κακάο και καφέ. Τα υποκείμενα του, που απεικονίζουν μέλη της κοινότητάς του στην περιφέρεια Labadi στην Άκκρα, ντύνονται σύμφωνα με δυτικο κεντρικά πρότυπα, επηρεασμένα από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και την ποπ κουλτούρα. Η επανάχρηση υλών (upcycling) είναι για τον Yaro ένας τρόπος να προσφέρει πίσω στην κοινότητά του και να βοηθήσει στη διαχείριση της συσσώρευσης πλαστικών απορριμμάτων. Ο Yaro αμφισβητεί τις πρακτικές της γρήγορης μόδας (fast fashion) με συνέπεια τις υπέρογκες ποσότητες αποβλήτων που καταλήγουν στις ακτές της Δυτικής Αφρικής, και αναρωτιέται για την θέση της χώρας του στο σύγχρονο οικονομικό και γεωπολιτικό γίγνεσθαι.

Μέσα παραγωγής και πρωτόκολλα εμπορίου μετατρέπονται επίσης στο υπόβαθρο του έργου του Πάνου Φαμέλη. Η σειρά “γλυπτικών σχεδίων” silencer χρησιμοποιεί ευτελείς ξύλινες επιφάνειες μεταφοράς εμπορευμάτων. Η επάλληλη αυτοματοποιημένη μεταγραφή ποιημάτων καθιστά τη γραφή δυσανάγνωστη: η γλώσσα μετουσιώνεται σε εικόνα και ρυθμό. Ο Φαμέλης αντιπαραβάλλει το προσωπικό με το κοινωνικό, και διερωτάται πώς συνυπάρχουν οι δύο εντάσεις στη διαμόρφωση μιας υποκειμενικής ταυτότητας σε στιγμές κρίσης. Η συνένωση των επιφανειών παραπέμπει αισθητικά στις ραφές του Yaro, αλλά ταυτόχρονα αντηχεί την προσπάθεια συγκόλλησης όλων των κομματιών ενός κατακερματισμένου όλου.

Η σειρά έργων Tobacco Archive του Πάνου Χαραλάμπους (ο οποίος παρουσιάζει έως τις 31 Οκτωβρίου τα “Επιγραφόμενα” και στο Αρχαιολογικό Μουσείο Πόρου) λειτουργεί σαν ένα κολάζ υλικών διανοητικών τοπίων, “στεγνών κήπων”, που μαρτυρούν μια παραγωγική και οικονομική δύναμη που άκμασε στην Ελλάδα, αλλά τον τελευταίο μισό αιώνα έχει αργοσβήσει. Ο καλλιτέχνης ζωγραφίζει / επιγράφει, αριθμούς, λογαριασμούς, και ημερομηνίες σε φύλλα καπνού για να φέρει στο προσκήνιο την καθημερινή εργασία των Ελλήνων καπνοκαλλιεργητών, τον σωματικό και πνευματικό μόχθο πίσω από την καλλιέργεια, την επεξεργασία, την παραγωγή και την εμπορία του προϊόντος, κύριου μέσου επιβίωσης και ευημερίας.

Το έργο του Αλέκου Κυραρίνη στην έκθεση απεικονίζει με το χαρακτηριστικό εικαστικό του ιδίωμα την Μεσόγειο – την mare nostrum – με μακρά ιστορία ζωής και μετακινήσεων, με εμπορικούς δρόμους και πολιτισμικές ανταλλαγές αιώνων.

Τα έργα της έκθεση του Cedric Kouame και του Αντώνη Βολανάκη έχουν αφετηρία ανώνυμα φωτογραφικά αρχεία. Η φθορά και η διάβρωση είναι κεντρικοί άξονες του Cedric Kouame. Ο πολυσχιδής καλλιτέχνης από την Ακτή Ελεφαντοστού Cedric Kouame συλλέγει και επεξεργάζεται φωτογραφίες εποχής προκειμένου να δώσει υλική υπόσταση στο πέρασμα του χρόνου, υπερθέτοντας στοιβάδες ιστορίας στην πρωτεύουσα Abidjan. Στο εν εξελίξει έργο Gifted Mold, πηγή της έμπνευσής του είναι το αφήγημα πως ανεξάρτητα από τον βαθμό παραμόρφωσης του φωτογραφικού υλικού, η εικόνα εξακολουθεί να μεταδίδει μια αίσθηση υπονοώντας την προσωπική ιστορία του κάθε υποκειμένου.

Παρόμοια αφηγηματική αφετηρία εκκινεί το τρίπτυχο All is less του Αντώνη Βολανάκη που βασίζεται σε ένα αρχείο γυάλινων φιλμ από τις Βρυξέλλες, αγνώστου φωτογράφου και προέλευσης. Η αντιπαράθεση της γυναικείας μορφής με την σκιά της σχάρας (που θυμίζει φυλακή) σχολιάζει την υπερμυθοποίηση της ωραιοπρέπειας, της κομψότητας, και του στολίσματος. Τα πλευρικά μέρη εμπνέονται από τους στίχους του Paul Celan “All things are less than they are. All are more” και παραπέμπουν στο παράδοξο της ταυτότητας και της αναπαράστασής της.

Η ζωγραφική της Ελληνοαμερικανίδας Νικόλ Οικονομίδου διαχειρίζεται έννοιες μνήμης και μνημειακότητας καθώς και την σχέση μεταξύ ατομικής και εθνικής ταυτότητας μέσα από σύμβολα και εικόνες νοσταλγίας. Ο πίνακας Apollo αποδοκιμάζει την οικειοποίηση της ελληνικής μυθολογίας από δυτικούς μοντέρνους ζωγράφους, και λειτουργεί ως πράξη “αποκατάστασης” (reclamation) της προγονικής της ιστορίας. Η χρήση της γλώσσας και της διαγραφής δίνουν στο έργο ιδιαίτερη δυναμική, άλλοτε ως γράμματα και άλλοτε ως σύμβολα, εξερευνώντας τους ενδιάμεσους χώρους της διπλής υπηκοότητάς της. Στο κάτω μέρος του έργου, η polaroid της προτομής του Απόλλωνα από το Μetropolitan Museum φέρνει στο προσκήνιο την πρόσβαση σε διεθνικές ιστορίες στα μητροπολιτικά μουσεία, και τα διφορούμενα κίνητρα των εκπροσώπων φύλαξης και προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς.

Η πολιτισμική μνήμη είναι η κεντρική θεματική στα υβριδικά κολάζ της Λελλέ Δεμερτζή που είναι εμπνευσμένα από την ελληνική μυθολογία, και ειδικότερα από τις Μεταμορφώσεις του Οβίδιου. Η συγχώνευση μελών γλυπτικών και ανθρώπινων σωμάτων, μέσα από φωτογραφίες που συνέλεξε σε μητροπολιτικά μουσεία ανά τον κόσμο, παραπέμπει στη διασπορά τόσο των έργων πολιτιστικής κληρονομιάς, όσο και των ανθρώπων. Μέσα από μια διαδικασία ανασυγκόλλησης χαμένων μελών, αποσκοπεί να ενσαρκώσει διαχρονικά χαρακτηριστικά της ανθρώπινης φύσης, και να απελευθερώσει μέσα από την συνείδηση του α-τέλειου. Η χρήση του καθρέφτη καλεί τον θεατή να γίνει μέρος του έργου και να ταυτιστεί με τα αφηγήματα μυθικών πλασμάτων, θεών και θνητών, να επιτρέψει την μεταμόρφωση του τραύματος σε ουλή, και να αποδεχτεί την φθαρτότητά του.

Η απεικόνιση της κοινωνίας τους μέσα από τα πορτραίτα που ζωγραφίζουν είναι ο άξονας των έργων του Νιγηριανού ζωγράφου Chiderah Bosah και των Ebenezer Nana Bruce και Courage Hunke από την Γκάνα. Τα γυναικεία πορτραίτα του Chiderah Bosah παραπέμπουν στους καθημερινούς αγώνες και την ανθεκτικότητα της Νιγηριανής νεολαίας. Επανερμηνεύοντας το στερεότυπο της «δυνατής μαύρης γυναίκας», ο Bosah είτε κατευθύνει το βλέμμα της Sonia προς τον θεατή, προκαλώντας και αφοπλίζοντας με την εσωτερική της δύναμη, είτε αποστρέφει το βλέμμα της Daisy, ξεδιπλώνοντας την τρυφερή και ευάλωτη πλευρά της. Παρά την σκοτεινή παλέτα χρωμάτων, ένα εσωτερικό φως αναδύεται μέσα από τις μορφές, που είναι εμπνευσμένες από τον στενό κοινωνικό κύκλο του καλλιτέχνη.

Ο Ebenezer Nana Bruce εστιάζει στη γυναικεία προσωπογραφία με ένα έργο εντυπωσιακών φωτεινών χρωμάτων και υπερφυσικών διαστάσεων. Η γυναικεία μορφή αναδύεται μετωπικά μέσα από το μονόχρωμο επίπεδο φόντο με παχιές πινελιές και αποκρυσταλλώνεται σαν ένα πλάσμα πέρα από τα εγκόσμια. Ο τίτλος του έργου Yellow Shawl καταδεικνύει την απόσταση ανάμεσα στην γυναίκα και την εμφάνισή της, και επομένως αναδεικνύει την πραγματικότητα της υπόστασή της πέρα από τις θρησκευτικές της πεποιθήσεις, την κοινωνική της θέση ή το προσωπικό της γούστο.

Τα έργα του Courage Hunke είναι πορτραίτα ανθρώπων από τις πιο απομακρυσμένες περιοχές της χώρας του. Με την πρακτική του γιορτάζει το πνεύμα των υποκειμένων του σε όλες τους τις πτυχές και τις εκφάνσεις.

Κεντρική φωτογραφία θέματος: Αντώνης Βολανάκης, All is less (Τρίπτυχο). Lambda C-prints, αλουμίνιο, plexiglass, ξύλινες κορνίζες, 84 x 66cm & 149 x 114cm & 80 x 60cm. Παραχώρηση του καλλιτέχνη και της CITRONNE Gallery.