Από το Θέατρο Οδού Κεφαλληνίας μεταφερόμαστε σε μια βιβλιοπαρουσίαση στη Γερμανία, σε ένα μαγαζί με fast food, ένα παρισινό διαμέρισμα και όχι μόνο. Αυτή είναι η ιστορία της Μονίκ και του Εντουάρ, μια αφήγηση που ξεδιπλώνεται μπροστά μας μέσα από τον διάλογο μητέρας και γιου, με τον τελευταίο να είναι και ο συγγραφέας του κειμένου.
Ο Εντουάρ Λουί γράφει αυτοβιογραφικά, ωστόσο τα έργα του «μιλούν» σε ένα ευρύ κοινό και είναι ιδιαίτερα αγαπητός στην Ελλάδα. Το βιβλίο του «Η Μονίκ δραπετεύει» διασκεύασε και σκηνοθετεί ο Γιώργος Σουλεϊμάν. Στην παράσταση επί σκηνής συναντάμε τη Θέμιδα Μπαζάκα, τον Δημήτρη Φουρλή, καθώς και τον Capétte στη μουσική της παράστασης (και όχι μόνο).
Το CultureNow μίλησε με τον Δημήτρη Φουρλή.
***
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
-Θα ξεκινήσω από κάτι προφανές: εμφανισιακά, η ομοιότητά σου με τον Εντουάρ Λουί είναι εντυπωσιακή. Αλήθεια, για το κομμάτι της ερμηνείας, μελέτησες συνεντεύξεις και υλικό του ίδιου ή προτίμησες μια πιο ελεύθερη, προσωπική προσέγγιση;
Ήταν και για εμένα έκπληξη στην αρχή όταν είδα ότι εμφανισιακά είμαστε τόσο κοντά. Σίγουρα εάν έρθει στην παράσταση θα του ζητήσω να βγάλουμε μια φωτογραφία δίπλα-δίπλα (γέλια). Τώρα ως προς την προσέγγιση του ρόλου, όχι δεν ασχολήθηκα καθόλου μα καθόλου με τη μίμηση. Είδα πολλές συνεντεύξεις του, έψαξα πολλές φωτογραφίες του και διάβασα όλα τα βιβλία του όμως το βασικό μου υλικό ήταν το κείμενο της παράστασης (η διασκευή του έργου του Εντουάρ). Επικεντρώθηκα λοιπόν στα ζητούμενα του κειμένου, στο να ξέρω τι διεκδικώ σε κάθε σκηνή από τη μητέρα μου (Θέμις Μπαζάκα) και στον στόχο κάθε σκηνής. Αυτά αρκούν.
-Πριν αρχίσει η ενασχόλησή σου με την παράσταση, είχες ήδη έρθει σε επαφή με το έργο του Λουί;
Να σου πω πως δεν είχα ιδέα για τον Λουί, τον ήξερα σαν συγγραφέα, σαν όνομα αλλά δεν ήξερα τίποτα για τα έργα του και τη ζωή του, ούτε καν για το πώς είναι εμφανισιακά. Όταν, με αφορμή την παράσταση, ξεκίνησα να διαβάζω τα βιβλία του, με άγγιξε σίγουρα η απλότητα της γραφής του. Το συναίσθημα στα βιβλία του δεν είναι επιτηδευμένο, αλλά αναβλύζει από τον απλό τρόπο που γράφει για τις μνήμες και τις στιγμές της ζωής του. Γράφει για να ξεφορτωθεί το παρελθόν του, ξέρεις με την έννοια πως όταν κάτι το γράφεις, πια είναι στο χαρτί και όχι μέσα σου, αλλά αυτό που στο τέλος καταφέρνει είναι να ενισχύει την κυριαρχία του παρελθόντος στη ζωή του σήμερα. Πώς ξεφεύγεις εξάλλου από το παρελθόν δεν ξέρω…
-Βρήκα τη χημεία σας με τη Θέμιδα Μπαζάκα εξαιρετική. Είπες και προηγουμένως πως είχες επικεντρωθεί στο τι “διεκδικείς σε κάθε σκηνή από τη μητέρα σου”. Πώς θα περιέγραφες τη σχέση Εντουάρ–Μονίκ σε κάποιον που δεν έχει δει ακόμη την παράσταση;
Με τη Θέμις ταιριάξαμε από την αρχή, χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια. Ήμασταν και οι δύο ανοιχτοί συναισθηματικά, με μια βαθιά, ξεκάθαρη επίγνωση ότι πάμε μαζί σε αυτό το ταξίδι, ισότιμα και με τη χαρά της ανακάλυψης. Όσον αφορά στη σχέση του Εντουάρ και της μητέρας του Μονίκ, είναι δύο άνθρωποι τραυματισμένοι ψυχικά που έχουν μάθει να πληγώνουν ο ένας τον άλλον και που τώρα κάνουν μια ύστατη προσπάθεια να βρουν έναν κοινό τόπο επαφής.

-Πραγματικά, το έργο θίγει σοβαρά ζητήματα, όπως την ομοφοβία αλλά και την έμφυλη βία, μέσα από τις εμπειρίες του Λουί και της μητέρας του. Υπήρχε κάποια στιγμή, ή κάποια ατάκα ενδεχομένως, που σε συγκινεί ιδιαίτερα;
Υπάρχει μια στιγμή στην παράσταση, έτσι όπως την έχουμε στήσει, όπου ο Εντουάρ με ειλικρίνεια στρέφεται στη μάνα του και της λέει πως δεν τον προστάτεψε όταν ήταν παιδί, δεν τον στήριξε και ότι τον άφησε να σηκώσει μόνος του το βάρος της ντροπής και της ομοφοβίας και πως τελικά αυτό το παιδί που εκείνη ποτέ δεν πίστεψε ότι θα γίνει κάτι, το παιδί που την τρόμαζε επειδή ήταν διαφορετικός, ήταν τελικά εκείνο που την έσωσε. Αυτή η στιγμή με συγκινεί γιατί κουβαλάω κι εγώ κάτι από αυτήν την πορεία. Μέσα από τα λόγια αυτά, νιώθω σαν να ακούω ένα κομμάτι από τη δική μου ιστορία να βρίσκει φωνή.
-Πιστεύεις πως η τέχνη επουλώνει τραύματα;
Μπα, δεν το πιστεύω μωρέ αυτό. Θα έλεγα πως ανακουφίζει ίσως… Ας πούμε όταν βλέπω μια παράσταση, απολαμβάνω την απόσταση μεταξύ σκηνής και πλατείας. Αυτή η ασφάλεια της απόστασης μου δίνει τη δυνατότητα να δω ψύχραιμα αυτά που βιώνουν οι ήρωες στη σκηνή και αυτό μου μαλακώνει την ψυχή. Κάτι θα σκεφτώ μετά, για κάτι θα προβληματιστώ ή και για τίποτα.
-Κατά τη γνώμη σου το ελληνικό κοινό συνδέεται διαφορετικά με αυτές τις θεματικές σε σχέση με το γαλλικό;
Βλέποντας την επίδραση των έργων του Λουί στη Γαλλία αλλά και εδώ στην Ελλάδα, έχω να πω ότι μας αγγίζουν το ίδιο τα ζητήματα που θέτει. Η φτώχεια, η κοινωνική ανισότητα, η ταξική βία, η αναζήτηση της ταυτότητας μέσα σε εχθρικά περιβάλλοντα και τέλος η ανάγκη για φυγή και μεταμόρφωση είναι ζητήματα που υπερβαίνουν τα εθνικά σύνορα. Οι ιστορίες του Λουί, παρότι βαθιά προσωπικές και τοπικές, γίνονται καθολικές. Σαφώς θα υπάρχουν κάποιες μικροδιαφορές, για παράδειγμα μεταξύ γαλλικής και ελληνικής επαρχίας, όμως οι διαφορές αυτές είναι πολύ μικρές μπροστά στα μεγαλύτερα ζητήματα που τίθενται.

-Ο Capétte προσθέτει μια μελωδική διάσταση στο ανέβασμα, αλλά και ένα υπόγειο ερωτικό παιχνίδι με τον Λουί.
Ο Capette, με το τραγούδι του αλλά και με το ηχοτοπίο που έχει δημιουργήσει για την παράσταση, λειτουργεί σαν μια δύναμη που κατευθύνει τα δύο πρόσωπα, τον Εντουάρ και τη Μονίκ. Η μουσική του διαμορφώνει τον χώρο ανάμεσά τους και ανοίγει δρόμους συναισθημάτων. Σκηνικά αυτό που αναζητώ είναι μια λεπτή ισορροπία: να τον ακούω σαν παλμό, σαν έναν ρυθμό που με οδηγεί. Η σχέση μας σαν μια συνεργασία σχεδόν μυστική, σαν να παίζουμε ένα εσωτερικό παιχνίδι.
-Η παράσταση λήγει με έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο, που οπτικά μαγεύει τον θεατή. Μπορείς να μας μεταφέρεις πώς ήταν για εσένα η πρώτη φορά που είδες τον «Κήπο της Μονίκ» και τι νιώθεις κάθε βράδυ που τον αντικρίζεις επί σκηνής;
Αυτός ο κήπος στο τέλος της παράστασης είναι μια πολύ δυνατή εικόνα. Ένας κήπος ανθισμένος, χρωματιστός, ένας τόπος ασφαλής που έχει στηθεί από τη Θάλεια (Μέλισσα), τη σκηνογράφο μας, και γεννημένος από την έμπνευση του Γιώργου (Σουλεϊμάν). Στα μάτια μου, ως Εντουάρ και ως Δημήτρης, δεν είναι απλώς ένας κήπος αλλά ένα μέρος όπου η Μονίκ, η μητέρα μου, βρίσκει καταφύγιο. Κάθε βράδυ, σε αυτή την τελευταία στιγμή της παράστασης, βλέποντας τη Θέμις μέσα στον κήπο νιώθω μια ηρεμία, μια σκέψη ότι τελικά καλά τα κατάφερε η Μονίκ και πως τώρα ίσως καταφέρει να ορίσει τον εαυτό της μόνη της μέσα σε αυτόν τον όμορφο και ασφαλή κήπο.
-Πώς αντιλαμβάνεσαι τον ρόλο του ηθοποιού σε μια εποχή τόσο πολιτικά και κοινωνικά ταραγμένη;
Προσωπικά κάνω αυτή τη δουλειά για να ζήσω. Χαίρομαι πολύ όταν οι θεατές μέσα από μια παράσταση θα συγκινηθούν, θα διασκεδάσουν, θα ξεχαστούν, για εμένα αυτό είναι στιγμή ευτυχίας. Τώρα, για τον ρόλο του ηθοποιού σε μια εποχή που είναι ταραγμένη δεν ξέρω τι να σου πω, όμως για τον ρόλο του ανθρώπου που είναι σε επαφή με την τέχνη γενικότερα μπορώ να πω πως είναι σανίδα σωτηρίας.
Φωτογραφίες παράστασης: Χρήστος Συμεωνίδης
Διαβάστε επίσης:
Η Μονίκ δραπετεύει, του Εντουάρ Λουί σε σκηνοθεσία Γιώργου Σουλεϊμάν στο Θέατρο Οδού Κεφαλληνίας