Από τις εκδόσεις Νεφέλη κυκλοφορεί το βιβλίο των  Φ. Τεντολούρη και  Σ. Χατζησαββίδη, με τίτλο Διδασκαλία της γλώσσας. Ιστορία – Επιστημολογία – Αναστοχαστικότητα.

Η διδασκαλία της γλώσσας αποτελούσε πάντα και αποτελεί και σήμερα βασικό αντικείμενο κάθε εκπαιδευτικού συστήματος, γιατί θεωρείται ότι είναι το πρωταρχικό εργαλείο μάθησης και καλλιέργειας δεξιοτήτων του νέου ανθρώπου. Ο τρόπος που γινόταν για πάρα πολλά χρόνια η διδασκαλία αυτή ήταν ένας τρόπος που στόχευε κυρίως στη μεταβίβαση γνώσεων που αφορούν τη δομή και το περιεχόμενο των λέξεων της υπό διδασκαλία γλώσσας. Αυτό οφειλόταν σε πολλές παραμέτρους: στις επιστήμες που υποστηρίζουν τη διδακτική της γλώσσας, κυρίως τη Γλωσσολογία και την Παιδαγωγική, που κυριαρχούνταν από έναν ιστορικισμό και διδακτισμό, στις κοινωνικοπολιτισμικές και άλλες συνθήκες και, φυσικά, στη σκέψη, την κοσμοθεωρία και την ιδεολογία των ανθρώπων που αποτελούν απότοκο των δύο πρώτων παραμέτρων. Ο τρόπος αυτός άρχισε να αλλάζει σταδιακά μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, γιατί σταδιακά άρχισαν να αλλάζουν οι σχετικές επιστήμες, να προστίθενται και άλλα υποστηρικτικά για τη διδασκαλία της γλώσσας επιστημονικά πεδία, όπως η Ψυχολογία και η Κοινωνιολογία, να αλλάζουν οι κοινωνικοπολιτισμικές και οικονομικές συνθήκες και φυσικά η σκέψη, η κοσμοθεωρία και η ιδεολογία των ανθρώπων, ενώ κυρίαρχη έγινε η έννοια της επικοινωνίας. Ο κυρίαρχος τρόπος έπαψε πλέον να αποτελεί αξίωμα και άρχισαν να γίνονται αλλαγές στην επιστημολογική αντιμετώπιση του αντικειμένου της διδασκαλίας της γλώσσας. Έτσι άρχισαν να εμφανίζονται νέες γλωσσοδιδακτικές προσεγγίσεις, που η καθεμιά ενέχει κάποια επιστημολογική διάσταση και οπτική, με αποτέλεσμα να αρχίσουν να δημιουργούνται και σχετικά επιστημολογικά ζητήματα.

Στο βιβλίο γίνεται προσπάθεια να οργανωθεί ένα συστηματικό επιστημολογικό πλαίσιο για να δοθούν απαντήσεις στα διάφορα επιστημολογικά ζητήματα που ανακύπτουν ούτως ή άλλως και αφορούν τη διδασκαλία της γλώσσας. Πιο συγκεκριμένα, γίνεται προσπάθεια να απαντηθούν ερωτήματα όπως τα παρακάτω:

– Πώς μπορούμε να οριοθετήσουμε ή να κατηγοριοποιήσουμε τις γλωσσοδιδακτικές προσεγγίσεις;

– Υπάρχουν αντικειμενικά ή ορθολογικά κριτήρια με τα οποία μπορούμε να αξιολογήσουμε ότι κάποια γλωσσοδιδακτική προσέγγιση είναι καλύτερη ή αποτελεσματικότερη έναντι κάποιας άλλης;

– Αν ναι, μπορούμε να περιγράψουμε την ιστορική πορεία των προσεγγίσεων αυτών ως μια εξελεγκτική πορεία προόδου, δηλαδή γραμμικής μετάβασης από τις λιγότερο καλές προς τις καλύτερες προσεγγίσεις;

Η προσπάθεια απάντησης των ερωτημάτων αναγκαστικά περνάει και μέσα από την εξέταση της παλαιότερης και της σύγχρονης ιστορίας της Γλωσσοδιδακτικής. Έτσι, παρουσιάζονται και εντάσσονται σε επιστημολογικά πλαίσια με βάση τις σύγχρονες θεωρίες της Επιστημολογίας τέσσερα γλωσσολογικά και γλωσσοδιδακτικά θεωρητικά πλαίσια: η Συστημική Λειτουργική Γλωσσολογία, η Εθνογραφία της Επικοινωνίας, η Εφαρμοσμένη Γλωσσολογία και οι Σπουδές Γραμματισμού.

Το βιβλίο κλείνει με τη ρητή θέση των συγγραφέων ότι η επιλογή προσεγγίσεων για τη διδακτική της γλώσσας θα πρέπει να στηρίζεται στη γλωσσοδιδακτική αναστοχαστικότητα, τη δημιουργία δηλαδή ενός επιστημολογικά ρητού πλαισίου επιλογής, που μπορεί να δοθεί μέσα από το αυτόνομο επιστημονικά πεδίο της Εκπαιδευτικής Γλωσσολογίας.

Το βιβλίο αποτελείται από εννέα κεφάλαια. Στα δύο πρώτα εξετάζονται οι παλαιότερες και σύγχρονες επιστημολογικές θεωρίες, καθώς και η μεθοδολογική σύζευξή τους με τη Γλωσσοδιδακτική. Στα επόμενα έξι (3-8) παρουσιάζονται τα τέσσερα γλωσσολογικά και γλωσσοδιδακτικά θεωρητικά πλαίσια που αναφέρθηκαν παραπάνω, καθώς και η ένταξή τους στα επιστημολογικά σχήματα που αναφέρθηκαν στην αρχή του βιβλίου.

Τέλος, στο τελευταίο κεφάλαιο διατυπώνεται η θέση των συγγραφέων περί γλωσσοδιδακτικής αναστοχαστικότητας.

Από τις εκδόσεις Νεφέλη κυκλοφορεί το βιβλίο των  Φ. Τεντολούρη και  Σ. Χατζησαββίδη, με τίτλο Διδασκαλία της γλώσσας. Ιστορία – Επιστημολογία – Αναστοχαστικότητα.

Η διδασκαλία της γλώσσας αποτελούσε πάντα και αποτελεί και σήμερα βασικό αντικείμενο κάθε εκπαιδευτικού συστήματος, γιατί θεωρείται ότι είναι το πρωταρχικό εργαλείο μάθησης και καλλιέργειας δεξιοτήτων του νέου ανθρώπου. Ο τρόπος που γινόταν για πάρα πολλά χρόνια η διδασκαλία αυτή ήταν ένας τρόπος που στόχευε κυρίως στη μεταβίβαση γνώσεων που αφορούν τη δομή και το περιεχόμενο των λέξεων της υπό διδασκαλία γλώσσας. Αυτό οφειλόταν σε πολλές παραμέτρους: στις επιστήμες που υποστηρίζουν τη διδακτική της γλώσσας, κυρίως τη Γλωσσολογία και την Παιδαγωγική, που κυριαρχούνταν από έναν ιστορικισμό και διδακτισμό, στις κοινωνικοπολιτισμικές και άλλες συνθήκες και, φυσικά, στη σκέψη, την κοσμοθεωρία και την ιδεολογία των ανθρώπων που αποτελούν απότοκο των δύο πρώτων παραμέτρων. Ο τρόπος αυτός άρχισε να αλλάζει σταδιακά μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, γιατί σταδιακά άρχισαν να αλλάζουν οι σχετικές επιστήμες, να προστίθενται και άλλα υποστηρικτικά για τη διδασκαλία της γλώσσας επιστημονικά πεδία, όπως η Ψυχολογία και η Κοινωνιολογία, να αλλάζουν οι κοινωνικοπολιτισμικές και οικονομικές συνθήκες και φυσικά η σκέψη, η κοσμοθεωρία και η ιδεολογία των ανθρώπων, ενώ κυρίαρχη έγινε η έννοια της επικοινωνίας. Ο κυρίαρχος τρόπος έπαψε πλέον να αποτελεί αξίωμα και άρχισαν να γίνονται αλλαγές στην επιστημολογική αντιμετώπιση του αντικειμένου της διδασκαλίας της γλώσσας. Έτσι άρχισαν να εμφανίζονται νέες γλωσσοδιδακτικές προσεγγίσεις, που η καθεμιά ενέχει κάποια επιστημολογική διάσταση και οπτική, με αποτέλεσμα να αρχίσουν να δημιουργούνται και σχετικά επιστημολογικά ζητήματα.

Στο βιβλίο γίνεται προσπάθεια να οργανωθεί ένα συστηματικό επιστημολογικό πλαίσιο για να δοθούν απαντήσεις στα διάφορα επιστημολογικά ζητήματα που ανακύπτουν ούτως ή άλλως και αφορούν τη διδασκαλία της γλώσσας. Πιο συγκεκριμένα, γίνεται προσπάθεια να απαντηθούν ερωτήματα όπως τα παρακάτω:

– Πώς μπορούμε να οριοθετήσουμε ή να κατηγοριοποιήσουμε τις γλωσσοδιδακτικές προσεγγίσεις;

– Υπάρχουν αντικειμενικά ή ορθολογικά κριτήρια με τα οποία μπορούμε να αξιολογήσουμε ότι κάποια γλωσσοδιδακτική προσέγγιση είναι καλύτερη ή αποτελεσματικότερη έναντι κάποιας άλλης;

– Αν ναι, μπορούμε να περιγράψουμε την ιστορική πορεία των προσεγγίσεων αυτών ως μια εξελεγκτική πορεία προόδου, δηλαδή γραμμικής μετάβασης από τις λιγότερο καλές προς τις καλύτερες προσεγγίσεις;

Η προσπάθεια απάντησης των ερωτημάτων αναγκαστικά περνάει και μέσα από την εξέταση της παλαιότερης και της σύγχρονης ιστορίας της Γλωσσοδιδακτικής. Έτσι, παρουσιάζονται και εντάσσονται σε επιστημολογικά πλαίσια με βάση τις σύγχρονες θεωρίες της Επιστημολογίας τέσσερα γλωσσολογικά και γλωσσοδιδακτικά θεωρητικά πλαίσια: η Συστημική Λειτουργική Γλωσσολογία, η Εθνογραφία της Επικοινωνίας, η Εφαρμοσμένη Γλωσσολογία και οι Σπουδές Γραμματισμού.

Το βιβλίο κλείνει με τη ρητή θέση των συγγραφέων ότι η επιλογή προσεγγίσεων για τη διδακτική της γλώσσας θα πρέπει να στηρίζεται στη γλωσσοδιδακτική αναστοχαστικότητα, τη δημιουργία δηλαδή ενός επιστημολογικά ρητού πλαισίου επιλογής, που μπορεί να δοθεί μέσα από το αυτόνομο επιστημονικά πεδίο της Εκπαιδευτικής Γλωσσολογίας.

Το βιβλίο αποτελείται από εννέα κεφάλαια. Στα δύο πρώτα εξετάζονται οι παλαιότερες και σύγχρονες επιστημολογικές θεωρίες, καθώς και η μεθοδολογική σύζευξή τους με τη Γλωσσοδιδακτική. Στα επόμενα έξι (3-8) παρουσιάζονται τα τέσσερα γλωσσολογικά και γλωσσοδιδακτικά θεωρητικά πλαίσια που αναφέρθηκαν παραπάνω, καθώς και η ένταξή τους στα επιστημολογικά σχήματα που αναφέρθηκαν στην αρχή του βιβλίου.

Τέλος, στο τελευταίο κεφάλαιο διατυπώνεται η θέση των συγγραφέων περί γλωσσοδιδακτικής αναστοχαστικότητας.

Ο Φίλιππος Τεντολούρης γεννήθηκε στα Τρίκαλα το 1975 και από το 2003 εργάζεται ως εκπαιδευτικός στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση. Σπούδασε Παιδαγωγικά και Εκπαιδευτική Γλωσσολογία στα πανεπιστήμια της Θεσσαλονίκης, του Λάνκαστερ και του Λονδίνου. Τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα και οι μελέτες που δημοσίευσε αφορούν τα πεδία των σπουδών γραμματισμού και την εκπαιδευτική γλωσσολογία.

 Ο Σωφρόνης Χατζησαββίδης  γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη τo 1950. Είναι καθηγητής της Διδασκαλίας της Ελληνικής Γλώσσας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Σπούδασε Κλασική Φιλολογία, Γλωσσολογία, Φιλοσοφία και Παιδαγωγικά στα πανεπιστήμια Θεσσαλονίκης και Βρυξελλών. Εργάστηκε στη Μέση Εκπαίδευση και σε πανεπιστήμια της Ελλάδας και της Κύπρου. Το δημοσιευμένο έργο του αναφέρεται κυρίως στη νέα ελληνική γλώσσα και τη διδασκαλία της. Είναι συνσυγγραφέας της σχολικής Γραμματικής της Νέας Ελληνικής Γλώσσας του Γυμνασίου.

Ο Φώτης Καβουκόπουλος (διευθ. και επιμ. της σειράς «Γλωσσολογία») γεννήθηκε στην Αθήνα, όπου σπούδασε φιλολογία. Έκανε μεταπτυχιακές σπουδές γλωσσολογίας στο Παρίσι και είναι διδάκτορας γλωσσολογίας. Έχει υπηρετήσει στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και στο Παιδαγωγικό Ινστιτούτο και έχει διδάξει γενική γλωσσολογία, νεοελληνική γραμματική και διδακτική της νέας ελληνικής στα πανεπιστήμια Κρήτης και Θεσσαλίας. Τα επιστημονικά του ενδιαφέροντα αφορούν τη γλωσσική θεωρία –ιδιαίτερα τη σύνταξη–, τη νεοελληνική και την αρχαιοελληνική γραμματική περιγραφή, καθώς και τη διδασκαλία της νέας ελληνικής ως μητρικής και ως ξένης γλώσσας, ενώ έχει δημοσιεύσει βιβλία και άρθρα με συναφή θέματα.

Στο εξώφυλλο: Έργο της Νάνσυς Φίλιου

Σχεδιασμός βιβλίου: Π. Δουβίτσας

Φίλιππος Τεντολούρης γεννήθηκε στα Τρίκαλα το 1975 και από το 2003 εργάζεται ως εκπαιδευτικός στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση. Σπούδασε Παιδαγωγικά και Εκπαιδευτική Γλωσσολογία στα πανεπιστήμια της Θεσσαλονίκης, του Λάνκαστερ και του Λονδίνου. Τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα και οι μελέτες που δημοσίευσε αφορούν τα πεδία των σπουδών γραμματισμού και την εκπαιδευτική γλωσσολογία.

 Ο Σωφρόνης Χατζησαββίδης  γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη τo 1950. Είναι καθηγητής της Διδασκαλίας της Ελληνικής Γλώσσας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Σπούδασε Κλασική Φιλολογία, Γλωσσολογία, Φιλοσοφία και Παιδαγωγικά στα πανεπιστήμια Θεσσαλονίκης και Βρυξελλών. Εργάστηκε στη Μέση Εκπαίδευση και σε πανεπιστήμια της Ελλάδας και της Κύπρου. Το δημοσιευμένο έργο του αναφέρεται κυρίως στη νέα ελληνική γλώσσα και τη διδασκαλία της. Είναι συνσυγγραφέας της σχολικής Γραμματικής της Νέας Ελληνικής Γλώσσας του Γυμνασίου.

Ο Φώτης Καβουκόπουλος (διευθ. και επιμ. της σειράς «Γλωσσολογία») γεννήθηκε στην Αθήνα, όπου σπούδασε φιλολογία. Έκανε μεταπτυχιακές σπουδές γλωσσολογίας στο Παρίσι και είναι διδάκτορας γλωσσολογίας. Έχει υπηρετήσει στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και στο Παιδαγωγικό Ινστιτούτο και έχει διδάξει γενική γλωσσολογία, νεοελληνική γραμματική και διδακτική της νέας ελληνικής στα πανεπιστήμια Κρήτης και Θεσσαλίας. Τα επιστημονικά του ενδιαφέροντα αφορούν τη γλωσσική θεωρία –ιδιαίτερα τη σύνταξη–, τη νεοελληνική και την αρχαιοελληνική γραμματική περιγραφή, καθώς και τη διδασκαλία της νέας ελληνικής ως μητρικής και ως ξένης γλώσσας, ενώ έχει δημοσιεύσει βιβλία και άρθρα με συναφή θέματα.

Στο εξώφυλλο: Έργο της Νάνσυς Φίλιου

Σχεδιασμός βιβλίου: Π. Δουβίτσας