Βαδίζοντας πίσω στα αρχέγονα μονοπάτια της μνήμης που σβήνουν μέσα στην ιστορία, γινόμαστε σιωπηροί μάρτυρες ενός άσωστου παλίμψηστου μυστηριακών αφηγήσεων. Εκεί, στην Ειδύλλια Οδό, στις πρώτες άχρονες θύμησες της πόλης, βρισκόμαστε για να μετρήσουμε τη διαχρονικότητα του θρύλου με τον θραυσματικό χρόνο του σήμερα, και να αναμετρηθούμε κι εμείς με την αλλόκοτη αυτή εποχή που διανύουμε, της δυστοπικής συνθήκης φόβου και απομάκρυνσης, εγκλεισμού και ελέγχου, βίαιης επιβολής, καταστολής και εξουσίας, αναζητώντας απάνεμο και ιαματικό καταφύγιο στην τέχνη. Μία ουτοπική πράξη εκ προοιμίου αποτελεί αυτή η έκθεση, που επιχειρεί να ερευνήσει τη διαχρονική φύση της τέχνης στην εποχή του Εφήμερου, και η οποία το επιτυγχάνει, σχηματοποιώντας με φυσικά υλικά το παρόν σε αναθηματικά κομμάτια συλλογικής μνήμης, κατασκευάζοντας την αρχαιολογία του παρόντος. Με αυτόν τον τρόπο εγκιβωτίζεται στις προθήκες του μυαλού μας το άλγος της ιστορίας, χωρίς να εξωραΐζεται αλλά και δίχως να μπορεί να μας τρομάξει πια, αντίθετα, μπορούμε μόνο να αντλούμε γνώση από αυτό. Με αυτό το σκεπτικό η έκθεση Ειδύλλια Οδός συλλογίζεται επάνω σε έργα ανθρώπων, επάνω στη μνήμη της πόλης και σε ότι μας κινητοποιεί, μας προβληματίζει και μας προκαλεί την αντίδραση, και εν τέλει μας προσδίδει έναν ποιητικό λόγο ύπαρξης.

Επιλέγουμε κάποια από τα έργα της έκθεσης που αφουγκράζονται το μελαγχολικά σκοτεινό βάθος του χρόνου. Με τη συνειδητοποίηση της σημασίας της αλληλουχίας πυκνών και αδιόρατων γεγονότων που οδηγούν στη σύγχρονη πρόσληψη της πόλης, επέρχεται η απάλυνση του τρόμου του κενού που εμπεριέχεται στην αγωνία για τα μελλούμενα, με την ευλαβική παρατήρηση του τοπίου και των αναπόδραστων αλλαγών του. Ο Δημήτριος Αντωνίτσης πλέκει τα μαρμάρινα διάσπαρτα ερείπια αρχαίων ναών σε αργαλειό και στη συνέχεια τα ξεφτίζει απαλά αφήνοντας μόνο το ίχνος μιας χωρικής ηρωικότητας, σαν ένας άβακας από σκελετικές αρχιτεκτονικές αύρες που μας στοιχειώνουν. Ο “Πορφύρας” του Σωκράτη Φατούρου αποτίει φόρο τιμής στο πρώτο ελληνικό, ατελείωτο ποίημα του Υψηλού από τον Διονύσιο Σολωμό, σμιλεύοντας ως εικαστικός Melville επάνω στην πισσαρισμένη επιφάνεια, τους υπόκωφους κυματισμούς της θάλασσας πριν από τη συμβολική αναμέτρηση με το θεριό της.

Η Μαριάννα Ιγνατάκη στήνει στο χώρο μεγάλες κυματιστές αλογοουρές από πυκνά μαύρα μαλλιά, σαν απαλές οριενταλιστικές πολεμικές περικεφαλαίες, συλλογιζόμενη τον έμφυλο χαρακτήρα που προσδίδουν οι κοινωνίες στην ηρωικότητα. Από μία ανάποδη θέαση, ο Blind Adam βουτάει στα προσφιλή του χθόνια βάθη όπου αναδεύεται η αρχέγονη στιγμή της δημιουργίας στα μάγματα μετάλλων που παφλάζουν, για να χαράξει μέσα τους το αναπάντητο ερώτημα της ύπαρξης με ξύλινη γραφή. Ο Ανέστης Ιωάννου παίρνει κομμάτια αρχαϊκού μαρμάρου και τοποθετώντας στη βάση τους ροδάκια, τα τρέχει στο τώρα, σε αγώνες σκέιτ, στα πεζοδρόμια του 21ου αιώνα. Με παρόμοια σκωπτική διάθεση, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, ζωγραφίζει επικούριες σκηνές κόμικ στο Δίσκο της Φαιστού, επιχειρώντας να εξηγήσει το μυστήριο του νοήματος της, με μία περιπαιχτική εικονογραφημένη αφήγηση επάνω στη λαγνεία ως κινητήρια ζωική ορμή.

Για τον Παντελή Χανδρή, το ανθεκτικότερο τρόπαιο που οριοθετεί το χώρο της προσωπικής ασφάλειας είναι το καταφύγιο μίας φωλιάς, φτιαγμένη με την ίδια φυσική αγνότητα που θα την έφτιαχνε ένα πουλί. Λάτρης της αρχιτεκτονικής της φύσης και ο Adrián Villar Rojas, που μορφοποιεί τον πηλό μέσα από μία πληθώρα κατάλευκων αρχαιολογικών μουσειακών συμβολικών ευρημάτων από προϊστορικά οστά ως οπλικά θραύσματα, από τη σειρά έργων με τον ποιητικό τίτλο “Τι μου έχει φέρει η Φωτιά”.

Η δύναμη της αφήγησης χαρακτηρίζει τη μνημειακή ταπισερί “War and Peace” της Δέσποινας Μεϊμάρογλου, που απεικονίζει μία Σύρια υφάντρα να βαστάει ένα άλικο ύφασμα σαν σάβανο, εικόνα τόσο στομαχικά επίκαιρο στις μέρες μας. Ο Άγγελος Παπαδημητρίου, επίσης πλούσια αφηγηματικός, όπως και ο τίτλος του έργου “Τα Δαχτυλίδια πέφτουνε, τα Χέρια μένουν ίδια”, δημιουργεί λάρνακες από μαρμάρινους νεροχύτες ως hommage στις σημαίνουσες καλλιτεχνικές προσωπικότητες που έφυγαν, όπως ο Ταχτσής, ο Καβάφης, ο Εγγονόπουλος, τις οποίες εμπλουτίζει ανάγλυφα με προσωπικά αναθήματα. Ένας μεγάλος καλλιτέχνης που έφυγε νωρίς, ο Νίκος Αλεξίου δημιουργεί ένα “Ηλιακό Δωμάτιο” από καλάμια, ένα διάφανο εσωτερικό από ταπεινή καλαμωτή, μία ψαθυρή κατασκευή που μοιάζει ότι θα συνεπαρθεί με την πρώτη πνοή του ανέμου, ως ένας ποιητικός χώρος περισυλλογής, σοφίας μα και ευθραυστότητας, ο οποίος ολοκληρώνει τη λυρική χωροταξία της Ειδυλλίας Οδού.

Διαβάστε επίσης:

Ειδύλλια οδός: Ομαδική έκθεση σύγχρονης τέχνης στην Τεχνόπολη Δήμου Αθηναίων