Η έκθεση περιλαμβάνει ζωγραφική σε καμβά και ξύλο, καθώς και αντικείμενα και κατασκευές με το χαρακτηριστικό ιδίωμα του καλλιτέχνη, όπου έντονο χρώμα, στοιχεία της φύσης και μοτίβα λαϊκά, συνυπάρχουν και συνδιαλέγονται με φαντασία και ρυθμό, καθώς συχνά ίπτανται ή χορεύουν σ’ ένα δικό τους σύμπαν.

Γεννημένος στη Βρετανία, ο David Webber ζει στις Σπέτσες από το 1973. Το σπίτι και εργαστήριό του σε ένα παλιό αρχοντικό του νησιού φιλοξενεί τον μοναδικό του κόσμο. Αυτό το πολύβουο και χρωματιστό σύμπαν αποτελείται από βιβλία, περιοδικά, εργαλεία, κουτιά με χρώματα, πινέλα, φωτογραφίες και φωτοτυπίες, υφάσματα, μικροέπιπλα, έργα λαϊκής τέχνης ανακατεμένα με δικά του έργα και κατασκευές, αλλά κυρίως κάθε είδους αντικείμενα που περιμένουν στωικά την ευκαιρία για μια δεύτερη ζωή από τα χέρια του Webber. Σε όποιον βλέπει απλώς ένα παλιό χερούλι, ο David χαμογελά αφοπλιστικά και απαντά με το μότο του «μην κοιτάς τι είναι, αλλά τι μπορεί να γίνει», δείχνοντας ένα σκήπτρο, όπου ένα αντίστοιχο χερούλι είναι το κεφάλι του βασιλιά που φοράει στραβά το στέμμα του.

Ο αυτόφωτος κόσμος του αντικατοπτρίζεται και στα ζωηρά του έργα. Εκεί ζουν αρμονικά ρόδια που ακτινοβολούν χρώμα, δραστήρια ψάρια, άγγελοι με ελληνικές φορεσιές, ζωντανεμένα καράβια, ήρωες της ελληνικής επανάστασης, πυκνές φυλλωσιές και βιαστικά πουλιά. Όλα για τον David Webber έχουν το δικό τους συμβολισμό και ένα νόημα που προέρχεται μεν από την ελληνική παράδοση, αλλά συναντά δημιουργικά το λιτό μεγαλείο της βυζαντινής τέχνης, τις αρχές του κινήματος Arts and Crafts της πατρίδας του και μοτίβα της αρχαίας τέχνης.

Επιμέλεια:

  • Φλωρίκα Π. Κυριακοπούλου
  • Αντώνης Ι. Κοντρογιάννης

David Webber:

Γεννήθηκε στη Σκωτία το 1942, από μητέρα Ουαλή και πατέρα Βρετανό. Λίγο μετά τη γέννησή του η οικογένεια έφυγε για το Λονδίνο, όπου ύστερα από το διαζύγιο των γονιών του, ο David Webber μεγάλωσε με τη μητέρα του στη δύσκολη γειτονιά του Elephant and Castle. Ξεκίνησε να δουλεύει όσο ήταν ακόμα στο σχολείο, το οποίο εγκατέλειψε σε ηλικία 14 ετών για να εργάζεται με πλήρη απασχόληση.

Μέχρι την ηλικία των 19 ήξερε πως έπρεπε να φύγει από τη χώρα. Έτσι, κατετάγη στον βρετανικό στρατό και το 1962 μετατέθηκε στην Κύπρο. Μόλις έφτασε εκεί συνειδητοποίησε πως δε θα γυρνούσε ποτέ ξανά στην Αγγλία. Στην Κύπρο γνώρισε την Ελληνίδα σύζυγό του, παντρεύτηκαν και γύρισαν μαζί στην Αθήνα, όπου έζησαν τα πρώτα χρόνια.

Είχε πάντα ένα ένστικτο για τις τέχνες, αλλά το πραγματικό ενδιαφέρον του πυροδοτήθηκε από την αγάπη της οικογένειας της συζύγου του για τη λαϊκή τέχνη, που είναι πλέον η βάση του έργου του. Το 1973 άνοιξαν μαζί ένα μαγαζί στις Σπέτσες, όπου ξεκίνησε ο David να φτιάχνει κοσμήματα με χάντρες. Γύρω στο 1984 ξεκίνησε, ύστερα από παρότρυνση φίλων του, να ζωγραφίζει καράβια σε παλιές σπετσιώτικες πόρτες. Η δουλειά του ξεκίνησε να προκαλεί ενδιαφέρον και έτσι άφησε τη φαντασία του ελεύθερη, περνώντας από τα καράβια και σε περισσότερα μοτίβα. Λίγα χρόνια αργότερα, ένας φίλος του έδωσε κάποια λευκά τελάρα και κάπως έτσι ξεκίνησε τη ζωγραφική σε καμβά.

Η πρώτη του έκθεση έγινε στην Αθήνα, στο «Πανόραμα», το 1996. Έχει πραγματοποιήσει πολλές εκθέσεις στις Σπέτσες, δύο εκθέσεις στο Ναύπλιο, ενώ το 2001 παρουσίασε τη ζωγραφική του στην Αίθουσα Τέχνης Μελίνα Μερκούρη στην Ύδρα, και το 2003 στην Gallery Beerman στο Κρανίδι.