Μετά τη μεγάλη επιτυχία στην Εθνική Γλυπτοθήκη, η in situ παιδική παράσταση «Ιn Motion: Ένα άγαλμα που το ’σκασε», επιστρέφει σε νέα εκδοχή στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά.
Μια παράσταση που μιλά για τη φαντασία, τη δημιουργία και το θάρρος να ακολουθείς τη δική σου κίνηση, ακόμη κι όταν όλοι γύρω σου μένουν ακίνητοι.
Το κείμενο υπογράφουν η Δανάη Μέγα και ο Στρατής Νταλαγιώργος, με την πρώτη επίσης να σκηνοθετεί το ανέβασμα με τους Ελένη Μιχαηλίδου και Στρατή Νταλαγιώργο.
***
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
-Ποιο είναι το Bien και ποια η Σελίν;
Η Σελίν είναι το κορίτσι μέσα από το βλέμμα του οποίου ανοίγει ο κόσμος της παράστασης. Ένα παιδί γεμάτο φαντασία και θάρρος, που χρησιμοποιεί την τέχνη ως τρόπο για να κατανοήσει όσα συμβαίνουν γύρω της. Στην ιστορία μας πηγαίνει με τους γονείς της στο θέατρο για να δει μια παιδική παράσταση, αλλά τα πράγματα δεν εξελίσσονται όπως περιμένει.
Το Bien, από την άλλη, είναι ένα άγαλμα που το σκάει από το μουσείο του. Ένα άγαλμα που αμφισβητεί τα πάντα εκτός από τον εαυτό του. Ψάχνει το δικό του φως, αλλά ίσως με τον λάθος τρόπο. Στην ουσία διεκδικεί κάτι απλό και θεμελιώδες, να υπάρξει πέρα από την ακινησία, πέρα από το υλικό του, να ζήσει τη δική του κίνηση.
Η συνάντησή τους δημιουργεί έναν κόσμο όπου τίποτα δεν είναι δεδομένο. Ανατρέπει το αναμενόμενο και ανοίγει την πύλη σε μια πραγματικότητα όπου όλα μπορούν να αλλάξουν, αρκεί κάποιος να τολμήσει να κινηθεί πρώτος.
-Δε συνηθίζουμε να βλέπουμε συλλέκτριες έργων τέχνης ως ηρωίδες στο παιδικό θέατρο. Πώς βοηθάει αυτή της η ιδιότητα στην εξέλιξη της ιστορίας;
Σήμερα δεν χρειάζεται πια να μιλάμε για ήρωες και ηρωίδες με τον κλασικό, βαρύ τίτλο που κουβαλά μια ιδέα ηρωισμού. Η Σελίν δεν είναι μια ηρωίδα – είναι ένας ζωντανός, πολυεπίπεδος χαρακτήρας. Ένα κορίτσι με φαντασία και θάρρος, που κινεί τα νήματα της ιστορίας μέσα από την περιέργεια, την ενσυναίσθηση και τη βαθιά σχέση της με την τέχνη. Διερευνά και ανακαλύπτει, την εξιτάρει το διαφορετικό και δημιουργεί δικούς της κόσμους μέσα στους οποίους αισθάνεται ελεύθερη να εκφραστεί.
Η ενασχόλησή της με τη συλλογή έργων τέχνης δεν παρουσιάζεται ως status ή ως εξουσία, αλλά ως τρόπος να αντιλαμβάνεται τον κόσμο. Για τη Σελίν, η τέχνη είναι καταφύγιο. Είναι ο τρόπος με τον οποίο συνδέεται με το παρελθόν, αποκωδικοποιεί το παρόν και ονειρεύεται το μέλλον. Μέσα από αυτή της την ιδιότητα μαθαίνουμε πως η καλλιέργεια, η φροντίδα και η δημιουργικότητα μπορούν να γίνουν κινητήριες δυνάμεις μιας ιστορίας γεμάτης ανατροπές αλλά και της ίδιας της ζωής.
Η Σελίν είναι εκείνη που κάνει τα αδύνατα δυνατά, αναλαμβάνει πρωτοβουλίες, παίρνει ρίσκα, εμπιστεύεται τη φαντασία της, κάνει λάθη και δεν φοβάται να τα αντιμετωπίσει και παρασύρει μαζί της και το κοινό. Η σχέση της με τα έργα τέχνης ανοίγει την πλοκή σε ένα σύμπαν όπου η ματιά ενός παιδιού μπορεί να αλλάξει τους κανόνες.
Νομίζω ότι τελικά γίνεται γέφυρα ανάμεσα στον θεατή και στο μαγικό σύμπαν της αλλαγής και του μετασχηματισμού, σίγουρα όχι της προσαρμογής.

-Το «In Motion: Ένα άγαλμα που το ’σκασε» είχε ανέβει στην Εθνική Γλυπτοθήκη, ενώ φέτος θα παρουσιαστεί στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά. Μπορείτε να μας πείτε περισσότερα για τον in situ χαρακτήρα της παράστασης;
Το In Motion: Ένα άγαλμα που το ’σκασε δεν είναι μια παράσταση που αφηγείται την ιστορία του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά. Δεν προσπαθούμε να αναπαραστήσουμε το παρελθόν του χώρου, ούτε να κάνουμε μια μουσειακή αφήγηση ή αναβίωση όπως συνηθίζεται. Αντίθετα, αξιοποιούμε την πολιτιστική του κληρονομιά ως έμπνευση, ως ένα δυναμικό υπόβαθρο πάνω στο οποίο χτίζεται μια πλήρως σύγχρονη ιστορία, ένα μεταμοντέρνο παραμύθι θα έλεγα καλύτερα – με σύγχρονους χαρακτήρες και κοινωνικούς προβληματισμούς που αγγίζουν τα παιδιά του σήμερα.
Και αυτό συνδέεται με κάτι πολύ πιο ουσιαστικό. Όπως και να το κάνουμε, υπάρχει ανάγκη για ριζική αλλαγή, να ξανανοηματοδοτήσουμε τους χώρους, να απελευθερώσουμε το βίωμα, να συνδέσουμε τις τέχνες ξανά σε νέα πλαίσια, με τον άνθρωπο στο κέντρο. Να μην δημιουργούμε πεδία προσαρμογής αλλά μετασχηματισμού και αφύπνισης, ειδικά στα παιδιά.
Να σταματήσουμε να θεωρούμε τα θέατρα ή τα μουσεία άκαμπτους, παθητικούς τόπους και να τα δούμε ως ζωντανούς οργανισμούς που αναπνέουν.
Σε αυτή τη λογική, η δραματουργία της παράστασης – την οποία υπογράφει ο Στρατής Νταλαγιώργος – γεννιέται και από τον ίδιο τον χώρο.
Και με αυτόν τον τρόπο η πολιτιστική κληρονομιά, η το θέατρο και η κοινωνική αφύπνιση μπλέκονται μεταξύ τους οργανικά.
Με αυτόν τον τρόπο, η παράσταση, εκτός από τα βασικά θέματα που φωτίζει, όπως το θάρρος να κυνηγάς αυτό που σου αρέσει, την απελευθέρωση του εαυτού, κ.α. τα οποία μας αγγίζουν άμεσα, ανοίγει και έναν δρόμο στο ότι τίποτα δεν είναι ακίνητο. Ότι οι χώροι αλλά και οι καταστάσεις, τα πάντα γύρω μας, επανανοηματοδοτούνται κάθε φορά που τους ξαναδιαβάζουμε.
Και, τελικά, ότι η τέχνη σε όλες τις μορφές της, μπορεί να γίνει ένας χώρος ελευθερίας, όπου κάθε παιδί βρίσκει τη φωνή, το σώμα και τη θέση του.
-Σε τι ηλικίες απευθύνεται; Το διαδραστικό στοιχείο αφορά ακόμα και τα παιδιά 4 ετών;
Η παράσταση απευθύνεται σε όλους, από 4 έως 104+ ετών. Είναι φτιαγμένη για μικρούς και μεγάλους.
Όσο για το διαδραστικό στοιχείο, πιο σωστό είναι να το πούμε βιωματικό. Η διαδραστικότητα υπάρχει εξ ορισμού στο θέατρο. Εδώ υπάρχει μια συγκεκριμένη, απόλυτα στοχευμένη στιγμή όπου το κοινό συμμετέχει ουσιαστικά στην εξέλιξη της ιστορίας , τόσο από μέσα όσο και από έξω.
Πρόκειται για μία και μοναδική στιγμή, σκηνοθετημένη έτσι ώστε να είναι πλήρως προσβάσιμη ακόμη και για 4χρονα παιδιά. Δεν χρειάζεται να μιλήσουν, δεν υπάρχει αμηχανία. Είναι μια συλλογική επιλογή, μια πράξη που ενεργοποιεί σώμα και φαντασία με απλό και ασφαλή τρόπο.
Το κοινό γίνεται κινητήρια δύναμη, βοηθά, επηρεάζει τη συνέχεια. Έπειτα επιστρέφει στη θέση του έχοντας ζήσει κάτι ουσιαστικό: ότι η ιστορία αλλάζει όταν συμμετέχουμε.
-Θεωρείτε πως οι συνοδοί των παιδιών (είτε εκπαιδευτικοί, είτε γονείς και κηδεμόνες) χρειάζεται να κάνουν κάποια προετοιμασία πριν φτάσουν στον Πειραιά για την παράσταση;
Όχι. Η μόνη «προετοιμασία» που χρειάζεται είτε είμαστε παιδιά είτε ενήλικες, είναι να ξέρουμε ότι πάμε να δούμε θέατρο και τι σημαίνει αυτό. Δεν πρόκειται για μια εκπαιδευτική επίσκεψη που βασίζεται σε συγκεκριμένο μάθημα ή γνώση, ώστε να απαιτείται κάποια προεργασία. Πρόκειται για ένα θέατρο για παιδιά με κοινωνική ευαισθησία που συνδυάζει την ψυχαγωγία με τον προβληματισμό και την αφύπνιση.
Το θέατρο, έχει ανάγκη από αυθορμητισμό, από ανοιχτή ματιά και από την ελευθερία της σκέψης. Και αυτά γεννιούνται καλύτερα όταν δεν προηγείται καθοδηγημένη προετοιμασία. Ας μην τα κάνουμε όλα τόσο ειδικά. Ας είμαστε περισσότερο αυθόρμητες/οι. Το έχουμε ανάγκη.
Η έκπληξη, το απρόσμενο, η ανακάλυψη της στιγμής είναι βασικά στοιχεία της παράστασης. Θέλουμε να μπουν στον χώρο χωρίς προσδοκίες ή σωστές απαντήσεις, αλλά με διάθεση να βιώσουν κάτι νέο, να φανταστούν, να παρατηρήσουν και να συνδεθούν με την ιστορία με τον δικό τους τρόπο.
Αυτό αρκεί. Το θέατρο θα κάνει τα υπόλοιπα.
-Από την περσινή παρουσίαση του «In Motion: Ένα άγαλμα που το ’σκασε» σας έχει εντυπωθεί κάποια συγκεκριμένη παιδική αντίδραση που θα θέλατε να μοιραστείτε μαζί μας;
Δεν θα έλεγα μία μόνο αντίδραση, αλλά ένα μοτίβο που επαναλαμβανόταν: όταν οι κανόνες χαλαρώνουν, τα παιδιά δεν ξεφεύγουν, απελευθερώνονται. Και είναι ευτυχία να βλέπεις αυτό το σπάσιμο των κανόνων, ειδικά σε χώρους που τα έχουμε μάθει αλλιώς.
-Πώς θα περιγράφατε τον σκηνικό κόσμο που έχει προετοιμάσει η Νικόλ Οικονομίδου για την παράσταση;
Έκπληξη! Αυτή είναι η λέξη που μου έρχεται στο μυαλό πρώτα. Είναι ένας σκηνικός κόσμος που δεν έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε στο θέατρο, ειδικά στο παιδικό θέατρο. Η Νικόλ Οικονομίδου, εικαστικός και ζωγράφος με εκθέσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, δημιουργεί για την παράσταση έναν σκηνικό κόσμο που λειτουργεί σαν μια ζωντανή έκθεση σύγχρονης τέχνης. Εντός του θεάτρου στήνει ένα «διαφορετικό μουσείο». Έναν χώρο όπου τα έργα της, με το δικό της αναγνωρίσιμο εικαστικό αποτύπωμα, συναντούν τη δραματουργία και την επηρεάζουν καθοριστικά. Πρόκειται για μια έκθεση που γεννιέται από τον ίδιο τον τόπο, το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, και από τις εικαστικές της αναφορές, δημιουργώντας έτσι έναν διάλογο ανάμεσα στον ίδιο τον τόπο, τη σκηνική δράση, τα θέματα της παράστασης και τη σύγχρονη καλλιτεχνική της ματιά.
Είναι σαν μια «μακέτα» υπό διαμόρφωση, που στη διάρκεια της παράστασης μετασχηματίζεται, αποδομείται και επανασυντίθεται όπως ακριβώς μια εικαστική εγκατάσταση που δοκιμάζεται στην πρόβα ας πούμε, στα συνεχόμενα σταμάτα – ξεκίνα, στις αναζητήσεις ρυθμού, στις νέες ιδέες που γεννιούνται επιτόπου. Είναι τρομερό το πως δημιουργεί από μόνο του ρυθμό στην παράσταση. Δένει κάπως με όλο το σύμπαν της παράστασης, παίζει απόλυτα καθοριστικό ρόλο. Οι ηθοποιοί είναι άμεσα συνδεδεμένοι με αυτό και υπάρχουν και πολλά στοιχεία devising. Είναι δηλαδή κάπως ένα δραματουργικό εργαλείο. Δημιουργείται μια έκθεση που αλλάζει μπροστά στα μάτια μας που αφήνει τον θεατή να δει πώς ένα έργο φτιάχνεται, χαλάει και ξαναφτιάχνεται, πως όλα μπορούν να ταιριάξουν.
-Υπάρχει κάτι που θα θέλατε να βλέπετε πιο συχνά και πιο έντονα σε παραστάσεις που απευθύνονται σε μικρούς θεατές;
Νομίζω ότι κάτι βασικό που λείπει για να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή τους είναι η νέα σύγχρονη γραφή. Έργα του σήμερα, από νέους ανθρώπους με φρέσκια ματιά. Αυτό λείπει από την ελληνική και μη δραματουργία και λείπει πολύ. Το παιδικό θέατρο είναι τραγικά υποτιμημένο. Οι περισσότερες παραστάσεις αντιμετωπίζουν τα παιδιά σαν παθητικούς δέκτες, μη σκεπτόμενους. Κυριαρχεί η αττάκα: Έλα μωρε παιδιά είναι, βλέπουμε μαμάδες που παίρνουν κάθε Σαββατοκύριακο τα δίχρονα και τα τρέχουν σε παραστάσεις για παιδιά άνω των 4 ετών… Γενικώς επικρατεί μια περίεργη μόδα και μια βιομηχανία παιδικού θεάτρου.
Το θέατρο για παιδιά καλό είναι να αποτελεί έναν ψυχαγωγικό τρόπο κοινωνικής αφύπνισης και αλληλεγγύης. Ένα θέατρο που δεν προσπαθεί να «καλωδιώσει» τα παιδιά, ώστε να προσαρμοστούν στη σημερινή κοινωνία, αλλά τα ενδυναμώνει για να την αλλάξουν. Να ξέρουν που πάνε.
Παρατηρώ ότι συχνά κυριαρχεί μια λανθασμένη αντίληψη ότι το παιδικό κοινό είναι εύκολο. Πολλές παραστάσεις καταλήγουν να είναι επιφανειακές, εφετζίδικες, με γρήγορα εφέ, δυνατά χρώματα και ασταμάτητα τραγούδια. Ανεβαίνουν έργα που έχουν γραφτεί το 60 ξέρω γω ή το 70, 80 αυτούσια. Χωρίς καμία διασκευή. Τι νόημα έχει αυτό το πράγμα. Αρχικά από γραφής δεν ανταποκρίνονται καν στις ανάγκες των παιδιών του σήμερα. Τα κείμενα και το λεξιλόγιο είναι παλιακά και μιλάνε για πράγματα πριν 100 χρόνια. Κάνε μια διασκευή βρε παιδί μου, φέρτο σε εμάς κοντά. Όλο αυτό το υπερθέαμα χωρίς λόγο, με άπειρες μουσικές, τραγούδια της σειράς, παιδιάστικες φωνές και αποκριάτικα κοστούμια, πρέπει σιγά σιγά να σταματήσει. Αυτό θα πω ότι δεν είναι τέχνη, είναι φανφάρα.
Τελευταία βλέπουμε και μια άλλη τάση: μια διαρκής εξτραβαγκάντζα. Από μόνη της δεν είναι κακή καθόλου. Μπορεί να είναι εκρηκτική, εμπνευστική, απογειωτική. Αλλά χρειάζεται μέτρο, χρειάζεται γνώση. Όταν η υπερβολή γίνεται αυτοσκοπός, χάνονται το απλό, το ανθρώπινο, το αληθινό. Χάνεται αυτό που επιτρέπει στο παιδί να αναγνωρίσει τον εαυτό του στη σκηνή και όχι απλώς να εντυπωσιαστεί.
Το πιο ανησυχητικό είναι πως αυτή η υποτίμηση του παιδικού κοινού παραμένει κοινωνικά αποδεκτή. Ακόμη και το σχολείο, συχνά λόγω έλλειψης χρόνου ή πόρων, αναπαράγει το πρόβλημα, πηγαίνει μαθητές σε θεάματα που δεν ψυχαγωγούν αλλά διασκεδάζουν στιγμιαία και δεν αφήνουν κανένα αποτύπωμα. Το ζήτημα δεν είναι «να περάσουμε απλά καλά». Η ψυχαγωγία, στη βαθιά της έννοια, είναι αφύπνιση. Είναι καλλιέργεια. Είναι να φύγει ένα παιδί κουβαλώντας μια εικόνα, μια σκέψη, μια ερώτηση που θα το ακολουθήσει.
Ένα παιδικό θέατρο που εμπνέει. Που αφορά. Που παίρνει στα σοβαρά το κοινό του, γιατί το παιδί είναι το πιο απαιτητικό κοινό όλων. Ένα θέατρο για παιδιά που να συμμετέχει στον κόσμο, όχι να αποδρά από αυτόν. Ένα θέατρο που να τα βοηθά να τον φανταστούν ξανά και να τον αλλάξουν.

-Κατά τη γνώμη σας, γιατί αξίζει να πηγαίνουν τα παιδιά από μικρή ηλικία σε θέατρα, και άλλους χώρους πολιτισμού;
Γιατί σου ανοίγουν έναν άλλον τρόπο να κοιτάζεις τον κόσμο. Η τέχνη σχολιάζει την κοινωνία, αυτά που συμβαίνουν, οπότε παίζοντας μαζί της υπάρχει κάτι που σε καλλιεργεί. Ειδικά στο θέατρο που υπάρχει το θέμα του ρόλου. Μέσα από αυτό συναντάς την καθημερινότητα μέσα όμως από ένα παιχνίδι και εκεί συναντάς την παιδική αθωότητα. Μαθαίνουμε να παρατηρούμε, να ακούμε, να συνδεόμαστε. Το θέατρο δεν προσφέρει μόνο ιστορίες· προσφέρει τρόπους να αντιλαμβανόμαστε την πραγματικότητα.
Τα παιδιά βλέπουν άλλους ανθρώπους, άλλους κόσμους και καταστάσεις, και καταλαβαίνουν σιγά-σιγά ότι η πραγματικότητα δεν είναι μία και απόλυτη.
Διαβάστε επίσης:
«Ιn Motion: Ένα άγαλμα που το ΄σκασε», από την ομάδα Flux For Art στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά