Στο Θέατρο Φούρνος ανεβαίνει η παράσταση «Τυφλή, τυφλή φοράδα, πού πας;» σε ερμηνεία Δέσποινας Σαραφείδου. Το έργο σε μορφή μονολόγου αποτελείται από πέντε διηγήματα του Σωτήρη Δημητρίου, ενός από τους σημαντικότερους νεοέλληνες συγγραφείς. Στις πέντε ιστορίες αυτές τα πλάσματα που πρωταγωνιστούν κουβαλούν μιαν αντίδικη μοίρα και πορεύονται ακυβέρνητα αναζητώντας κάπου ν’ ακουμπήσουν. Τη σκηνοθεσία υπογράφει ο Δαμιανός Κωνσταντινίδης.

***

Εν αρχή ήταν:

Η αγάπη. Της Δέσποινας Σαραφείδου και η δική μου για το λογοτεχνικό έργο του Σωτήρη Δημητρίου. Και για τους πίνακες του Γιώργου Ρόρρη, που τόσο θυμίζουν και στους δυο μας τον κόσμο του σημαντικού αυτού συγγραφέα, τις γυναικείες μορφές του, τις φθορές. Η εμπιστοσύνη που αναπτύχθηκε μεταξύ μας μέσα στα δέκα χρόνια γνωριμίας μας, επαγγελματικών συνεργασιών και, εντέλει, φιλίας. Η ανάγκη να ενώσουμε τις δυνάμεις μας και να κάνουμε μια παράσταση από κοινού αυτή τη χρονιά που και η εταιρεία της Δέσποινας (1+1=1) και η δική μου (Angelus Novus) βρεθήκανε εκτός κρατικών επιχορηγήσεων και, επομένως, χωρίς πόρους που θα τις επέτρεπαν να βαστάξουν από μόνες τους μια θεατρική παραγωγή.

Υπό τον γενικό και φανερά μεταφορικό τίτλο: «Τυφλή, τυφλή φοράδα, πού πας;» στεγάσαμε πέντε διηγήματα του Δημητρίου: Ντιάλιθ’ ιμ, Χριστάκη, Βαλέρια, Η φλέβα του λαιμού, Γλύκα στο στόμα, Κάι, κάι, θεούλη μου, που αλιεύσαμε από τρεις διαφορετικές συλλογές του.

Μπορεί κάποιος που νοιάζεται για ομοιότητες να αναγνωρίσει σε αυτά, μια που είναι παιδιά του ίδιου δημιουργού, κοινά υφολογικά στοιχεία, έναν ίδιο τρόπο δόμησης της φράσης και της ιστορίας, λιτότητα στην έκφραση και απλότητα, που συντελούν σε μια μεγάλη πύκνωση: σύντομες, περιεκτικές φράσεις, έγνοια για το απολύτως ουσιώδες, ρεαλιστική γραφή, βουτηγμένη στην ωμή αλήθεια σαν το σφαχτάρι του Ρέμπραντ, αλλά και μπολιασμένη με στοιχεία λυρισμού και ποίησης, καθώς και με μεταφυσικές ενατενίσεις.

Θεματικές συνάφειες επίσης. Και στα πέντε αυτά ολιγοσέλιδα αφηγήματα κυριαρχούν οι γυναικείες μορφές, ή πιο σωστά οι «θηλυκότητες», αφού σε αυτές θα πρέπει να συμπεριλάβουμε μια γάτα και ένα αγόρι που η μάνα του μεταμορφώνει σε κορίτσι. Πρόκειται για μητέρες με προβληματικά συνήθως παιδιά, για αλλοδαπές ή ξενομερίτισσες που υφίστανται τη δυσπιστία και τον ρατσισμό των ντόπιων, για πόρνες τρίτης κατηγορίας, χήρες εμμονικά προσκολλημένες στη μνήμη του εκλιπόντος, κακοποιημένες συζύγους, κακοποιημένα ζώα, πλάσματα ρημαγμένα, ξεριζωμένα, που πάνε στα τυφλά, -εξ ου και ο τίτλος της παράστασης-, που δεν ξέρουν από πού να πιαστούν, που τσαλαβουτούν στη λάσπη, σα να παλεύουν να ξεφύγουν -από τι άραγε; μιαν αδυσώπητη μοίρα; κάποιον ανελέητο Θεό;-, εξεγερμένα ή ικετεύοντας μάταια οίκτο, ή, σπανιότερα, κερδίζοντας με κόπο μια στιγμή γαλήνης ή, ακόμη-ακόμη, μιαν ελευθερία μέσα από τη συντριβή.

Πώς αυτό το λογοτεχνικό υλικό μπορεί να γίνει θέατρο, χωρίς η όποια θεατρικότητα να αποβεί σε βάρος της λογοτεχνίας αλλά και της μεγάλης απλότητας που χαρακτηρίζει τη γραφή του Σωτήρη Δημητρίου; Πώς μπορεί να ξεφύγει η παράσταση από έναν χαρακτήρα αναλογίου και από την πλήξη που ενδεχομένως θα προκαλούσε κάτι τέτοιο στον θεατή; Όπως μου συνέβη παλιότερα ανεβάζοντας Παπαδιαμάντη, τον οποίον μού θυμίζει ο Δημητρίου, αν και εκ πρώτης όψεως δεν του μοιάζει καθόλου, ανακαλύπτω, πέρα από κάποιες θεματικές αντηχήσεις και ορισμένα «γυρίσματα» φράσεων, μια δραματική, δηλαδή καθαρά θεατρική, ένταση στην ίδια τη γλώσσα και όχι μόνο στο ιστορημένο γεγονός. Είναι μια γλώσσα με γερές ρίζες στη γη και στην καρδιά, που ανακαλεί βιώματα και προσκαλεί σε μια βιωματική απόδοσή της.

Η Δέσποινα Σαραφείδου διαθέτει την ιδιαίτερη ευαισθησία, την ακρίβεια αλλά και τη μεταμορφωτική δύναμη που απαιτεί το εγχείρημα της μεταφοράς ενός τέτοιου υλικού στο θέατρο.

Επωμίζεται μόνη της το φορτίο των συνταρακτικών αυτών ιστοριών και των όχι λιγότερο συνταρακτικών ηρώων τους, επιδιδόμενη στην εύθραυστη ισορροπία ανάμεσα στην αφήγηση και την υπόδυση, στον έλεγχο και το χάσιμο, που ήθελα για αυτή την παράσταση.

Διαθέτει επίσης μια άλλη πολύτιμη ιδιότητα: ξέρει να ακούει και να είναι ανοικτή σε προτάσεις. Και ξέρει να τις ενσωματώνει ώστε να μη φαίνονται πάνω της ανοίκειες, «φορεμένες». Στους τρεις μήνες που κράτησαν οι πρόβες, με συνεχή ανεβοκατεβάσματα, δικά της και δικά μου, σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, -μένουμε σε διαφορετικές πόλεις-, αγόγγυστα δοκίμαζε κάθε ιδέα μου από την πιο λογική ως την πιο αλλόκοτη και κάθε αλλαγή, συχνά ριζική, ενός στησίματος που την προηγουμένη είχα την εντύπωση ότι ήταν το οριστικό. Έτσι η παράσταση, πριν φτάσει στην τελική εκδοχή της, γνώρισε άλλες δύο και άπειρες, μικρότερες, τροποποιήσεις.

Η πρόβα είναι για μένα ένα διαρκές δοκιμαστήριο τόσο για τους ηθοποιούς όσο και για τον σκηνοθέτη, καθώς και για τους άλλους συντελεστές, ο χρόνος που το λάθος είναι όχι μόνον επιτρεπτό αλλά και αναγκαίο, που τα «πράγματα» ψάχνουν μια μορφή που να τους ταιριάζει. Αποφεύγω να πηγαίνω στην πρόβα με ήδη σχηματισμένη την παράσταση μέσα μου, να έχω ήδη προκαθορίσει τη μορφή της, να έχω συνταγές που θα επιβάλω στη συνέχεια και στους άλλους. Η έγνοια μου πάντοτε είναι η κατανόηση. Ενός κειμένου. Των ηθοποιών. Του θεάτρου. Των αναγκών τους, των ιδιαιτεροτήτων τους. Και η απόδοση αυτής της κατανόησης στους θεατές με όσο γίνεται μεγαλύτερη σαφήνεια και απλότητα. Δεν με ενδιαφέρει ούτε ο εντυπωσιασμός ούτε η επιβολή ενός «προσωπικού» ύφους και η καθυπόταξη σε αυτό όλων των άλλων στοιχείων της παράστασης, αλλά, αντίθετα, η ανακάλυψη κάθε φορά του προσήκοντος ύφους σε ένα κείμενο, σε μια ομάδα ηθοποιών και λοιπών συνεργατών, σε ένα χώρο… Η συνομιλία τους. Η συναλλαγή. Με ενδιαφέρει η «συν-κίνηση» και η συγκίνηση.

Πληροφορίες

Θέατρο Φούρνος
Πέμπτη και Παρασκευή στις 21:00

Διαβάστε επίσης:

«Τυφλή, τυφλή φοράδα, πού πας;», του Σωτήρη Δημητρίου σε σκηνοθεσία Δαμιανού Κωνσταντινίδη στο Θέατρο Φούρνος