Ο Χιου Λέοναρντ ανήκει στην «οικογένεια» των Ιρλανδών δραματουργών, των οποίων την πένα καθορίζει η βαθιά έγνοια και αγάπη τους για την πολύπαθη πατρίδα τους. Ενώ όμως ως προς τη θεματολογία μοιάζει να παίρνει τη σκυτάλη από την παράδοση του Σων Ο’Κέηζυ ή του Μπράιαν Φρίελ, στα δομικά στοιχεία της γραφής του εναγκαλίζεται τον μοντερνισμό όπως αυτός μετουσιώθηκε στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού.

Στο έργο του «Da» (1973) στρέφει τη ματιά για μια ακόμα φορά (μετά το «The Au Pair Man») στην Ιρλανδία, συγκεράζοντας στοιχεία από δημιουργίες των σπουδαίων Αμερικανών συγγραφέων, που συνδιαμόρφωσαν τις συντεταγμένες του μοντέρνου δράματος στις Η.Π.Α. και οι οποίοι άφησαν ανεξίτηλο το αποτύπωμά τους στην Ιστορία της παγκόσμιας δραματουργίας.  

Παρακολουθούμε την επιστροφή στη γενέτειρά του από το Λονδίνο ενός μεσόκοπου Ιρλανδού, με σκοπό να παραστεί στην κηδεία του πατέρα του. Κατά τη σύντομη παραμονή του στο πατρικό του έρχεται αντιμέτωπος με το παρόν, ωστόσο πιο ηχηρή αποδεικνύεται η βίαιη πρόσκρουσή του με το παρελθόν και με την αδήριτη ανάγκη να ξεχρεώσει όλους τους ανεξόφλητους λογαριασμούς των αντικρουόμενων συναισθημάτων και της συνείδησής του. 

Η παρουσία του πατέρα-εργάτη της γης με τη μορφή πνεύματος ανυψώνεται σε ένα σύμβολο που καθολικεύεται: γίνεται η ίδια η πατρίδα, οι ρίζες, η αίσθηση ζωής που στοιχειώνουν τη σκέψη και την ψυχή όχι μόνο των ανθρώπων αυτού του ταραγμένου νησιού που κάποτε λύγισε κάτω από το βάρος της καταπίεσης και του διχασμού, αλλά και κάθε ανθρώπου. 

Είναι προφανείς οι αναφορές του Λέοναρντ στις μεγάλες περιπτώσεις της αμερικανικής δραματουργίας. Οι διαπερατοί τοίχοι και τα ουδέτερα σημεία δράσης δεν φέρνουν ίσως στο νου τον «Θάνατο του Εμποράκου» του Μίλερ; Η συνομιλία με τους νεκρούς δεν απηχεί κάτι από την τρίτη πράξη της «Μικρής μας πόλης» του Θόρντον Ουάϊλντερ; Η βασανιστική αναμέτρηση του γιου με τον Χρόνο δεν ανακαλεί την αντίστοιχη αναμέτρηση του Τσάνς Γουέϊν στο «Γλυκό πουλί της νιότης» του Τένεσι Ουίλιαμς;

Πέρα όμως από τις όποιες έμμεσες παραπομπές του, το «Da» του Χιου Λέοναρντ παγιώνεται ως ένα πιστό δείγμα μοντερνιστικής γραφής, όπου το φαντασιακό, που συνυφαίνεται με την πραγματικότητα, παίζει καταλυτικό ρόλο. Εδώ, η έκρηξη της υποκειμενικότητας μετατρέπεται σε μια βυθοσκόπηση του εσώτερου εαυτού και του υποσυνείδητου, ο χρόνος παρουσιάζεται διασπασμένος, ενώ ο χώρος είναι εκείνος που παραμένει αρραγής στην ενότητά του. 

Η παράσταση

Με μια ρέουσα και με εσωτερική «θερμοκρασία» μετάφραση (Αντώνης Γαλέος), από την οποία είχαν απαλειφθεί οι επίμαχες αναφορές που υπερτόνιζαν τον ακραίο σοβινισμό του πατέρα, καθώς και ορισμένοι πλεονασμοί, το βάρος της σκηνοθετικής γραμμής φάνηκε να γέρνει περισσότερο προς εκείνο το στοιχείο που συχνά αποκαλούμε «ηθογραφία» παρά σε μια διάσταση αλληγορίας που φωλιάζει κάτω από τις καταστάσεις. Το γεγονός αυτό επηρέασε την ερμηνεία του κεντρικού ρόλου. Ο Γρηγόρης Βαλτινός εμφανίζεται ως επιτυχημένος συνδυασμός ενός γήινου αλλά και χαρίεντος ανθρώπου που γνωρίζει πώς να απασφαλίζει συγκινήσεις, τού λείπει όμως εκείνο το «λιπόσαρκο», αν όχι το διαυγές, του συμβόλου, του μεταφυσικού. Ο Μιχάλης Οικονόμου διαχειρίζεται την εσωτερική πάλη του μεσήλικα γιου με μέτρο και έλεγχο, με ελάχιστες μόνο φυγόκεντρες στιγμές. Ο Στρατής Χατζησταματίου, υπερασπίζεται με σθένος τον χαρακτήρα του νεαρού γιου κατά τη σύγκρουσή του με τον ενήλικο εαυτό του και τον περίγυρο. Η Μαρία Καλλιμάνη ενδύεται τη μητρική φιγούρα με μια πυκνή, αλλά όχι αποπνικτική, σημειολογία ερμηνείας. Ο Γιώργος Σουξές (κύριος Ντραμ) ισορροπεί ευέλικτα ανάμεσα στον πραγματισμό του κατεστημένου και σε κάποιες εκλάμψεις ιδεαλισμού και απλοϊκής θυμοσοφίας. Η  Κωνσταντίνα Κλαψιανού (Μαίρη Τέητ) μεταμορφώνεται σε μια εύγλωττη ψηφίδα του ανθρώπινης απόγνωσης και του καιροσκοπισμού, ενώ η Νεκταρία Γιαννουδάκη (κυρία Πρυν) καθίσταται ένα συνειδητοποιημένο θύμα κοινωνικής αποκαθήλωσης.

Τέλος, το σκηνικό της Μαίρης Τσαγκάρη διαθέτει την ωχράδα του παρελθόντος, εκπέμπει όμως και τη θαλπωρή της οικογενειακής εστίας, ελπίδα και απαντοχή σε έναν περιβάλλοντα κόσμο τραχύ και απρόσιτο.

Photo Credit: Διονύσης Κούτσης – Koutsis Dionisis