Στην Αίθουσα Τέχνης Αθηνών παρουσιάζεται η ατομική έκθεση constructions του Ελβετού Marc Raymond η οποία αποτελείται απο τρείς σειρές έργων: ντεκουπάζ σε χαρτί, γλυπτά, και μονοχρωματικά χαρακτικά. Βλέποντας τη δουλειά του Marc Raymond μας έρχoνται στο νου σχεδόν αυτόματα τα έργα της Πρωτοπορίας.

Η γλώσσα της λιτής μορφής των γεωμετρικών του κατασκευών, η καθοριστική εσωτερική λογική τους, που τείνει σε μία ιδέα λειτουργικότητας, καθώς επίσης και η αυστηρή επιλογή των καθαρών χρωμάτων, παραπέμπουν σε ρεύματα όπως το Bauhaus ή ο Κονστρουκτιβισμός. Αλλά στην αναδρομή της διασύνδεσης με αυτές τις τάσεις – άλλωστε και η ιστορία της γεωμετρικής αφαίρεσης μάς ανατρέχει στις αρχές του 20ου αιώνα-  δεν θα έπρεπε να παραλείψουμε τις μορφολογικές προσεγγίσεις με συγγενείς κλάδους, όπως το βιομηχανικό σχέδιο και οι αναζητήσεις της τυπογραφίας, στους οποίους η Ελβετία πρωτοστάτησε.

Οι πρόδρομοι του θα ηταν ίσως ασφυκτικοί εάν ο Marc Raymond δεν τους είχε έγκαιρα ξεπεράσει. Στην περίπτωσή του, ξεμακραίνουμε από τις ιδεολογίες, ιδιαίτερα τις κοινωνικές, που υποτείνουν αυτά τα καλλιτεχνικά ρεύματα. Για αυτόν τον καλλιτέχνη που γεννήθηκε στο Saillon (γαλλόφωνη Ελβετία) και σπούδασε τη γλυπτική στη Ελβετική Σχολή Γλυπτικής σε ξύλο στη Brienz  (γερμανόφωνη Ελβετία), το ζητούμενο είναι άλλο. Ο Marc Raymond «αγαπά να κόβει, να πριονίζει, να συνθέτει, να συνδέει….να εργάζεται με τα χέρια [του]». Ο ίδιος θεωρεί τον εαυτό του  «κατασκευαστή», με τη συστολή που τον χαρακτηρίζει. Όχι με την μεγαλόστομη έννοια του «κτίστη», αλλά περισσότερο σε αντίθεση  με το μυθοποιημένο status του καλλιτέχνη-δημιουργού. Περιγράφει τα έργα του σαν συνδεσμολογίες (assemblages) καμωμένες από απλά υλικά, ως «κατασκευές επιπέδων». Το εργοστάσιο και ο εργάτης που βρίσκονταν στο επίκεντρο  καλλιτεχνικών ρευμάτων όπως το Bauhaus, αφήνουν εδώ τη θέση τους στον χειροτέχνη, που εργάζεται στη μοναξιά τού εργαστηρίου του.

Οταν βλέπουμε τις συνθέσεις του η απλότητα είναι μόνο επιφανειακή, παρόλη την επιλογή των ταπεινών υλικών. Ας αρχίσουμε από τα γλυπτά, αποτελούμενα απο διατομές ξύλων συγκολημένες χωρίς καμιά ορθή γωνία ή συνδεδεμένες η μία με την άλλη. Αυτές οι λεπτές ενορχηστρώσεις επιπέδων, δίνουν την εντυπωση του λικνίσματος μιάς κορδέλας, αποπνέοντας ταυτόχρονα μία αίσθηση ισορροπίας και εσωτερικής έντασης. Αλλά πάνω απ’ολα υπάρχει μία αρχιτεκτονική ποιότητα, που απορρέει από αυτά τα γλυπτά.

Σε ό,τι αφορά τα έργα σε χαρτί, η εικαστική τους γλώσσα, συντάσσεται  με τη γεωμετρική αφαίρεση. Δεν έχουν όμως ποτέ τη σχεδόν απρόσωπη ψυχρότητά της. Οι γραμμές και τα γεμάτα σχήματα των χρωμάτων, καμωμένα χωρίς τελειομανείς επιδιώξεις, δεν αποσιωπούν τη χειροτεχνική διεργασία της δημιουργίας τους.

Benoît Antille, επιμελητής