Ως “Arbor” μας συστήνεται ένα νέο τζαζ σχήμα, που πρόσφατα κυκλοφόρησε το ομώνυμο – ντεμπούτο άλμπουμ του. Έχοντας πλέον κάνει ορισμένες επιτυχημένες live εμφανίσεις, τα μέλη του σχήματος, κάνουν όνειρα και σχέδια για το μουσικό τους μέλλον.  Το όνομά τους Arbor – η λατινική λέξη για το Δέντρο – είναι ένας  φόρος τιμής στα οικοσυστήματα που καταστράφηκαν και στην αταλάντευτη δύναμη των δασών, που παρέχουν καταφύγιο σε όλα τα πλάσματα. Γιατί καταλήξανε εκεί; Πώς μεταφράζεται αυτό στον ήχο τους;

Τα τέσσερα μέλη του γκρουπ μίλησαν στο CultureNow για τις συνθέσεις τους, τις ηχογραφήσεις και την έως τώρα ιστορία τους.

Οι Arbor είναι οι:
Μιχάλης Τσιφτσής – κιθάρα
Γιάννης Βαγιάνος – κοντραμπάσο
Γιάννης Παπαδόπουλος – πιάνο
Νίκος Θεσσαλονικεύς – τύμπανα

Πάμε να τους γνωρίσουμε καλύτερα μέσα από τις λέξεις και τις μουσικές τους!

-Πώς συναντηθήκατε τα μέλη του σχήματος, και με τι όραμα δημιουργήθηκαν οι Arbor;

Arbor: Η πρώτη γνωριμία των δύο εκ των τεσσάρων μελών των ARBOR (Μιχάλης Τσιφτσής και Γιάννης Βαγιανός) έγινε στα Franco Ambrosetti Jazz Awards στην Πάρο το 2022 όπου και ήταν ξεκάθαρο από την πρώτη στιγμή ότι θέλουμε να παίξουμε μουσική μαζί. Ο Γιάννης Παπαδόπουλος και ο Νίκος Θεσσαλονικεύς που συμπληρώνουν το κουαρτέτο είναι δύο μουσικοί με τους οποίους έχουμε συνεργαστεί πολλές φορές στο παρελθόν και γνωρίζαμε ότι θα είναι το σωστο fit για το γκρουπ. Αποφασίσαμε το όνομα της μπάντας να φέρει το βάρος της αναφοράς στην καταστροφή από τις δασικές (και αστικές πλέον) πυρκαγιές που μαστίζουν τη χώρα και γενικότερα τον πλανήτη. Επιπλέον, στην Ελλάδα συγκεκριμένα, η συστημική αδιαφορία για τα αίτια των πυρκαγιών, οι χαμένες ζωές των ζώων, η καταστροφή της φύσης και το πώς αυτή μας επηρεάζει (είτε άμεσα είτε έμμεσα) είναι κάτι που αισθανθήκαμε ότι δεν αναφέρεται συχνά στο μουσικό στερέωμα και έτσι γεννήθηκε η ανάγκη να το εκφράσουμε συνθετικά.

-Αυτό αντανακλάται στις συνθέσεις σας;

Arbor: Πιστεύουμε πως ναι, το όραμά μας αντανακλάται άμεσα στις συνθέσεις μας. Η μουσική μας αντλεί έμπνευση από έννοιες που συνδέονται με την περιβαλλοντική καταστροφή, την απώλεια και την ανάγκη για ευαισθητοποίηση, αλλά και ελπίδα. Κάθε κομμάτι λειτουργεί ως ένας δημιουργικός διάλογος ανάμεσα στη φύση και τον άνθρωπο, μεταφέροντας τόσο την ανησυχία μας όσο και την πεποίθηση ότι η τέχνη μπορεί να αποτελέσει μέσο αφύπνισης και αλλαγής. Η θεματολογία αυτή εκφράζεται όχι μόνο μέσω των τίτλων ή της αφήγησης, αλλά και μέσω της ατμόσφαιρας, των ρυθμικών διακυμάνσεων και των αυτοσχεδιαστικών στιγμών που υπογραμμίζουν την αστάθεια και τη μεταβατικότητα του φυσικού κόσμου.

Νίκος Θεσσαλονικεύς: Ένα μεγάλο μέρος της μουσικής που έχει γραφτεί για αυτό το σχήμα είναι επηρεασμένο από θέματα που σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή. Θεωρώ επίσης πως, σε μεγάλο βαθμό, η ενασχόλησή μας με το συγκεκριμένο θέμα δεν αποτελεί απλώς επιλογή. Αντιθέτως, η επιρροή του είναι τέτοια που, εν μέρει, αναδύεται από μόνη της μέσα στη δημιουργική διαδικασία. Είτε το θέλουμε είτε όχι, είναι ένα ζήτημα που μας επηρεάζει όλους, ακόμα και αν κάποιοι αρνούνται την ύπαρξή του ή το αγνοούν στην καθημερινότητά τους.

-Για ποιο λόγο χαρακτηρίζετε τα κομμάτια του πρώτου σας άλμπουμ “προγραμματικά”;

Arbor: Τα κομμάτια μας είναι προγραμματικά γιατί δεν αποτελούν απλώς μουσικές συνθέσεις, αλλά αφηγούνται ιστορίες ή εκφράζουν συγκεκριμένες έννοιες και ιδέες μέσα από τη μουσική τους δομή. Κάθε σύνθεση δημιουργήθηκε με στόχο να αναπτύξει και να “ζωγραφίσει” ηχητικά μια θεματική ή μια συναισθηματική εμπειρία. Αυτός ο χαρακτηρισμός δεν είναι τυχαίος, καθώς πιστεύουμε ότι η μουσική έχει τη δύναμη να ξεπερνά τις λέξεις και να δημιουργεί βιώματα που αγγίζουν την ψυχή του ακροατή. Με το να δίνουμε στα κομμάτια μας έναν “προγραμματικό” χαρακτήρα, θέλουμε να καθοδηγήσουμε τον ακροατή σε ένα ταξίδι όπου οι ήχοι ενεργοποιούν συνειρμούς, συναισθήματα και φαντασία. Αυτός ο τρόπος σύνθεσης δεν περιορίζει τη δημιουργική ελευθερία. Αντίθετα, επιτρέπει σε κάθε ακροατή να ερμηνεύσει τη μουσική με βάση τις δικές του εμπειρίες και ευαισθησίες. Έτσι, ενώ οι έννοιες είναι παρούσες, το τελικό αποτέλεσμα παραμένει ανοιχτό και προσωπικό, δημιουργώντας μια γέφυρα επικοινωνίας ανάμεσα σε εμάς και το κοινό.

-Έχετε αγαπημένο κομμάτι από το νέο άλμπουμ του σχήματός σας; 

Γιάννης Βαγιανός: Όχι. Από την κυκλοφορία του άλμπουμ έχω περάσει από περιόδους που ακούω πιο πολύ το ένα ή το άλλο κομμάτι… αλλά δεν έχω σταθερά κάποιο αγαπημένο.

– Πώς βλέπετε ως σχήμα την επικοινωνία με άλλα είδη μουσικής;

Μιχάλης Τσιφτσής: Όλα τα είδη μουσικής συνδέονται μεταξύ τους, άλλοτε με πιο προφανή τρόπο κι άλλοτε πιο διακριτικά. Οι μουσικοί επηρεάζονται από διάφορα ακούσματα, τα οποία εμπλουτίζουν και ενσωματώνουν στη δική τους δημιουργία. Οι Arbor, για παράδειγμα, πέρα απο την jazz, αντλούν επιρροές από την κλασική μουσική, την alternative rock, τη metal και την hip hop. Αυτά τα στοιχεία μπορεί να είναι εμφανή ή υποβόσκοντα στις συνθέσεις μας, μέσα από τη μελωδία, τον ήχο, τον ρυθμό, τη φόρμα ή τις συγχορδίες. Η επικοινωνία αυτή δεν είναι αποτέλεσμα πρόθεσης αλλά φυσική διαδικασία. Οι μουσικοί που απαρτίζουν το γκρουπ έχουν διαφορετικά μουσικά υπόβαθρα τα οποία προσδίδουν στον ήχο μας μια ξεχωριστή ταυτότητα και μας διαφοροποιούν από άλλα σχήματα. Αυτή η ποικιλομορφία οδηγεί στο να αποκτά κάθε σύνθεση νέα μορφή, καθώς κάθε μέλος του γκρουπ ενσωματώνει τα δικά του ακούσματα, δημιουργώντας ένα ζωντανό και δυναμικό αποτέλεσμα.

-Πείτε μας για τη διαδικασία επιλογής της σειράς των κομματιών.

Γιάννης Βαγιανός: Η σειρά των κομματιών αποφασίστηκε από το Μιχάλη κι εμένα. Ο στόχος ήταν να υπάρχει συνοχή και μία ιστορία με αρχή, μέση και τέλος. Το μόνο κομμάτι που μας προβλημάτισε ως προς τη θέση του ήταν το Blues, ως το πιο ατμοσφαιρικό και “free”. Τελικά μπήκε σε ένα σημείο που δημιουργεί μία οργανική μετάβαση προς το τελείωμα του άλμπουμ.

Αν και η κατανάλωση της μουσικής γίνεται κυρίαρχα με όρους single, η ακρόαση ενός δίσκου από την αρχή εώς το τέλος με προσοχή είναι μία μοναδική αισθητική εμπειρία. Πάντα προτιμώ να ακούω με αυτό τον τρόπο ένα καινούργιο άλμπουμ και προτείνω αυτό και στους δικούς μας ακροατές.

-Για εσάς θα λέγατε πως ήταν πιο ιδιαίτερη η εμπειρία της ηχογράφησης ή της ζωντανής εκτέλεσης;

Γιάννης Παπαδόπουλος: Η αλήθεια είναι ότι πρόκειται για δύο τελείως διαφορετικές συνθήκες, η καθεμία όμως έχει τη γοητεία της. Είναι ωραίο όταν προλαβαίνει το γκρουπ να νιώσει μια οικειότητα με έναν χώρο, όπως το στούντιο, ή να αποκτήσει μια συνήθεια στη σκηνή μέσω συνεχόμενων συναυλιών, σε μια περιοδεία. Προσωπικά,θα προτιμήσω το δεύτερο καθώς υπάρχει εξωστρέφεια και συναναστροφή με κόσμο.

-Τι είναι για εσάς η τζαζ;

Μιχάλης Τσιφτσής: Η τζαζ για εμένα είναι ελευθερία. Είναι ένα είδος μουσικής που επιτρέπει την αβίαστη επικοινωνία μεταξύ των μουσικών μέσω του στοιχείου του αυτοσχεδιασμού και πάντα με γοήτευε το γεγονός ότι ένα κομμάτι δεν θα ακουστεί ποτέ ίδιο, ασχέτως με το πόσες φορές θα παιχτεί ακόμα και από τους ίδιους μουσικούς. Είναι ό,τι πιο κοντινό σε έναν διάλογο. Και οι δύο συνομιλητές μιλούν την ίδια γλωσσα, έχουν το ίδιο λεξιλόγιο και κάποιες κοινές γνώσεις ως προς το θέμα της συζήτησης, αλλά ποτέ δεν ξέρεις πού θα καταλήξει η κουβέντα όταν ξεκινάει, αυτό αλλάζει κάθε φορά που θα συζητήσεις το ίδιο θέμα και απαιτεί να προσαρμόζεσαι στην εκάστοτε συνθήκη. Ακριβώς το ίδιο αισθάνομαι ότι προσφέρει η τζαζ, τόσο στους μουσικούς που έχουν αυτόν τον μουσικό διάλογο, όσο και στους ακροατές που τον παρακολουθούν, κάτι που κάνει και την κάθε τζαζ συναυλία μοναδική.

-Έχουν μείνει συνθέσεις στο “ντουλάπι”; Ποια περιμένετε να είναι τα επόμενα βήματα των Arbor;

Γιάννης Παπαδόπουλος: Έχουμε ήδη παίξει καινούριες συνθέσεις που δεν βρίσκονται στον δίσκο, και κάποιες που παίζαμε την πρώτη περίοδο, αλλά δεν ηχογραφήθηκαν. Ελπίζουμε να καταφέρουμε να παίξουμε και να ταξιδέψουμε το δυνατόν περισσότερο το επόμενο διάστημα και να ετοιμάσουμε υλικό για τον επόμενο δίσκο!

-Πείτε μας μια χαρούμενη ανάμνησή σας με τους Arbor.

Νίκος Θεσσαλονικεύς: Η αλήθεια είναι πως είναι λίγο δύσκολο να αναφερθώ σε μόνο ένα στιγμιότυπο. Παρ’ όλα αυτά, οι εμπειρίες που έχουμε μοιραστεί, τόσο πάνω στη σκηνή όσο και εκτός αυτής, κάνουν αυτό το σχήμα πολύ ιδιαίτερο. Άλλωστε, το να δουλεύεις μαζί με άτομα που είναι και φίλοι σου δημιουργεί ένα μοναδικό δέσιμο και κάνει όλη τη διαδικασία ακόμα πιο ευχάριστη. Είναι κάτι που μας γεμίζει χαρά και μας δίνει έμπνευση να συνεχίσουμε!