Η θάλασσα συνδέει μυστικά και αιώνια τους ανθρώπους που μεγάλωσαν μετρώντας τα κύματά της και είναι η μόνη αφορμή για τα ταξίδια-κινήματα ψυχής που μπορεί να κάνει ένας άνθρωπος.

Ο «Αποθερισμός» είναι η πρώτη ποιητική συλλογή του Μιχάλη Κατράκη και ας μου επιτραπεί να αρχίσω αυτόν τον μικρό σχολιασμό με τη γνωστή φράση του Αλμπέρ Καμύ: «Στην καρδιά του χειμώνα, ανακάλυπτα επιτέλους πως φύλαγα μέσα μου ένα αήττητο καλοκαίρι». Σε μια ανθρωπότητα που κυριολεκτικά αιμορραγεί, που αντιπαλεύει πανδημίες, πολέμους, οικονομική και κοινωνική κρίση, ο Κατράκης ανακαλύπτει το αήττητο καλοκαίρι στα ακρογιάλια και στα κύματα της θάλασσας. Εκεί αναζητά την ελπίδα. Την αναγκαιότητα ευτυχίας που μπορεί να αλλάξει τα πάντα και μονάχα μέσα στο φως μπορεί να βρει. Έτσι λοιπόν, για τον ποιητή Κατράκη το φως γίνεται η ασπίδα ενάντια στο παράλογο που υπάρχει γύρω μας. Και πού αλλού μπορεί κανείς να βρει τη διαύγεια του φωτός περισσότερο από το ελληνικό καλοκαίρι, όταν το μεσογειακό φως αστράφτει πάνω από τη θάλασσα καταυγάζοντας την παρθενικότητα της συνείδησης;

Γιατί είναι βέβαιο ότι ο Κατράκης κοιτάζει τον ορίζοντα που ανοίγεται μπροστά του από «καταμεσής της θάλασσας», όπως έγραφε ο Ελύτης, και έτσι η ποίησή του γαλανοβολεί και προτάσσει την αρμύρα ως το μόνο όπλο ενάντια στην αδικία της ζωής, ως ένα έναυσμα κινητοποίησης των επαναστατικών δυνάμεων που ενεργοποιούν τη συνείδησή του. Και τα κύματα φτάνουν ένα ένα και μας βρίσκουν «Κρυμμένους στις προκυμαίες», όπως γράφει, αρκούν όμως για να συντελεστεί μια εσωτερική μεταμόρφωση ηθικής, για να αναβαπτισθεί εκ νέου ο κόσμος.

Μας έφτασε λοιπόν
εκείνο το κύμα.
Έφτασε και μας βρήκε
ατάραχα πεθαμένους
στην άκρη μίας θάλασσας.
Τώρα, στεγνώνουμε
από πάνω μας τα απόνερα
κρυμμένοι στις προκυμαίες.
Είναι σίγουρο
πως θα μας βρει ο τρόπος
ξανά να καμωθούμε
τους ατάραχους νεκρούς
όμως θα πάρει καιρό.
Ως τότε, βάλε να πιούμε.
Άπραγοι μην καθόμαστε
στις παρυφές του πελάγους.

Ένας απολογισμός είναι ο Αποθερισμός του Μιχάλη Κατράκη. Ένας απολογισμός στο φθινόπωρο της ζωής. Αλλά προτού φτάσει κανείς εκεί ο Κατράκης ανοίγει μπροστά του μια πόρτα θαλασσινή, βρίσκει τον ιδιωτικό δρόμο διαφυγής κι αφήνει ανοιχτά ενδεχόμενα στον αναγνώστη του, ώστε να μπορέσει να διακρίνει την ελευθερία που του υπόσχεται. Η πένα απελευθερώνεται, τα εκφραστικά μέσα, λεία σαν βότσαλα λειαίνουν με τη σειρά τους τη σκέψη, οι συνειρμοί εξαπολύονται και η Ποίηση, ξεδιπλώνοντας στη γραφή πηγαίους οραματισμούς, φιλοδοξεί να αλλάξει την πορεία του κόσμου. Και η ορατότητα γίνεται αυτοσκοπός για να ακουστεί η αλήθεια και να τονιστεί η πυρηνική ουσία της ζωής.

Ο Κατράκης επεξεργάζεται την επιφάνεια των λέξεων που χρησιμοποιεί, έτσι ώστε να «λάμψει» μέσα τους το βιωματικό και συναισθηματικό τους φορτίο. Πλάθει ονειρικές εικόνες και χαίρεται να «βουτά» κυριολεκτικά μέσα σ’ αυτές με την αθωότητα του πρωτόπλαστου που γεύεται την ουσία του κόσμου για πρώτη φορά. Αγκαλιάζει το μεσογειακό φως και το εντάσσει μέσα στις λέξεις που συναρμολογεί για να περιγράψει τον αθέατο κόσμο γύρω του, έτσι όπως τον βλέπει ο ίδιος και να τον χαρίσει απλόχερα στον αναγνώστη του. Και το κάνει με τη σεμνότητα του δημιουργού που γνωρίζει ότι ακροβατεί και εν τέλει ισορροπεί με επιτυχία πάνω στο σχοινί που τέντωσαν οι ποιητές και που τη μια του άκρη κρατούν ο Όμηρος, η Σαπφώ, ο Αρχίλοχος, ο Σοφοκλής και ο Αισχύλος και την άλλη ο Σεφέρης, ο Ελύτης, ο Ρίτσος, ο Καβάφης, ο Βρεττάκος. Όλα εκείνα τα τεράστια πνεύματα που επί 3000 χρόνια συνθέτουν τον ελληνικό ποιητικό ορίζοντα.

Άλλωστε ο ίδιος έχει γράψει:

«Υπάρχει μόνο ένας τρόπος να προσεγγίσει κανείς την ποίηση: με χαμηλωμένο το κεφάλι και χέρια γεμάτα. Εγώ έφτασα σκυφτός, κρατώντας εκείνα που καλύτερα γνωρίζω: αφηγηματικότητα και εικονοπλασία. Έκλεισα κηλιδωμένο φως σε λίγα ποιήματα με αυτά τα σκεύη».

«Ο καθείς και τα όπλα του», δεν έλεγε ο Ελύτης; Ο Κατράκης αποσαφηνίζει λοιπόν πως τα δικά του όπλα είναι η αφηγηματικότητα και η εικονοπλασία. Με αυτά προσεγγίζει την ποίηση για να κλείσει ρανίδες φωτός στις λέξεις του. Όσοι γνωρίζουν το έργο του γνωρίζουν πως η φωτογραφία είναι επίσης ένας σημαντικός τρόπος εικονοαφηγηματικής για τον Κατράκη. Και στις δύο περιπτώσεις, και στο έργο του με τις λέξεις αλλά και σε αυτό με τις εικόνες, ο Κατράκης γράφει με το φως πάνω σε ένα λευκό χαρτί όλα όσα θέλει να αναδείξει ή να καταδείξει σε όλους μας, δηλώνοντας με σαφήνεια ότι η τέχνη είναι μία και αδιαίρετη και αρκεί η ίδια αποφασιστική στιγμή για να εγχαραχτούν όλα όσα την ορίζουν στην ανθρώπινη μνήμη.

Έτσι οι τέσσερις άξονες πάνω στους οποίους στηρίζεται το έργο του Μιχάλη Κατράκη, εν προκειμένω το ποιητικό αλλά και στο σύνολό του είναι: Αφηγηματικότητα, Εικονοπλασία, Φως, Θάλασσα. Τι περισσότερο θα χρειαζόταν ένα ποιητικό έργο για να είναι η καταγραφή του προσωπικού κραδασμού ενός δημιουργού; Γλωσσική αισθητική θα μου πείτε. Ο Κατράκης συναρμολογεί μία μία τις λέξεις του και πρώτος αυτός τις αγκαλιάζει με στοργή για να αναδείξει το βαθύτερο νόημα εντός τους. Να επαναφέρει την αίγλη τους και την ηχητική αρμονία τους. Αλλά η ποίηση απαιτεί ακόμα κάτι. Την εφηβική ορμή και ο Κατράκης αναπλάθει τον ποιητικό του κόσμο με τη δύναμη της νεότητας τραβώντας μπροστά στα μάτια του ανυποψίαστου αναγνώστη την κουρτίνα για να του αποκαλύψει το όνειρο. Εκείνο το όνειρο που θα επαναφέρει τον κόσμο στις πραγματικές του διαστάσεις. «Θα πληθύνει τη φετινή σοδειά, γεμίζοντας το αλώνι του ήλιου, για να μπορέσει ο άνθρωπος να ξεχειμωνιάσει τον βαρύ χειμώνα της ζωής». Στο ομώνυμο ποίημά της συλλογής γράφει μεταξύ άλλων:

Γύρισε και κοίταξε
άδειο το αλώνι του ήλιου
φτωχή σοδειά εφέτος
μουρμούρισε
και τράβηξε κατά το ζενίθ
της ουράνιας έλλειψής του
με μία χούφτα όψιμα σταφύλια
μέσα στα χέρια
όπως όπως να
ξεχειμωνιάσει.

Με τον Αποθερισμό ο Κατράκης ξεπερνά τον μοντερνισμό και βαδίζοντας στους δρόμους του υπερρεαλισμού καταθέτει έναν τρυφερό λόγο, που γίνεται η αφορμή για ένα ταξίδι στον κόσμο των συναισθημάτων αλλά και της αφύπνισης των ανθρώπων, όλων όσοι βρίσκονται «ατάραχα πεθαμένοι στην άκρη μιας θάλασσας», όπως γράφει «άπραγοι στις παρυφές του πελάγους».

Διαβάστε επίσης:

Αποθερισμός: Πρώτη ποιητική συλλογή από τον Μιχάλη Κατράκη