Το 2008 η μεγαλύτερη αναδρομική έκθεση του Cy Twombly (1928-2011), του πιο σημαντικού εν ζωή Αμερικανού Αφηρημένου Εξπρεσιονιστή έως τότε, ήταν το γεγονός της χρονιάς για την Tate Modern του Λονδίνου συμπίπτοντας με τα 80α του γενέθλια. Τα 107 έργα που συγκέντρωσαν ο διευθυντής της Tate Sir Nicholas Serota και ο Nicholas Cullinan, ανέδειξαν την σημαντικότερη ίσως πτυχή της τέχνης του Twombly, τη διαρκή αναζήτηση μίας ανώτερης έννοιας της αλήθειας, την οποία εντοπίζει στην πυκνότητα και ενδελέχεια της αρχαίας Ελληνικής νόησης. Η έκθεση «Θεϊκοί Διάλογοι», που μόλις άνοιξε τις πύλες της στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης, επικεντρώνεται σε αυτόν ακριβώς τον άμεσο, προσωπικό και μύχιο διάλογο του καλλιτέχνη με πρόσωπα-κλειδιά του αρχαιοελληνικού παρελθόντος τα οποία αντιπροσωπεύουν πανανθρώπινες και διαχρονικές αξίες. Για να γίνει ορατός αυτός ο διάλογος, οι επιμελητές της έκθεσης, ο Διευθυντής του ΜΚΤ Καθηγητής Νικόλαος Σταμπολίδης και ο Jonas Storsve, Keeper of the Cabinet d’ Art Graphique του Κέντρου Pompidou, επέλεξαν να παρουσιάσουν χαρακτηριστικά έργα του Twombly δίπλα σε εικονικά έργα της αρχαιότητας όπως ο συναρπαστικός Κρατήρας του Κλειτία ή αλλιώς Αγγείο François, που εδρεύει στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Φλωρεντίας.

Φώτο. Πάρις Ταβιτιάν ©Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης, 2017

Το Ξεκίνημα

Ο Cy Twombly γεννήθηκε το 1928 στο Lexington, Virginia, και σπούδασε στο θρυλικό Black Mountain College της Βόρειας Καρολίνας, υπό τους Robert Motherwell και Franz Kline. Εκεί ανέπτυξε το ενδιαφέρον του για την καλλιγραφία, που πρώτοι ανέπτυξαν πολιτισμοί όπως ο Ιαπωνικός, ο Μεξικάνικος, ο γηγενής Ινδιάνικος, και της μοντέρνας δυναμικής εκδοχής της από το action painting. Τη δεκαετία του 50, εργάζεται μαζί με τον Robert Rauschenberg σε στούντιο στο Μανχάταν, την εποχή που ο ύστερος Αφηρημένος Εξπρεσιονισμός είχε προσδώσει νέα πνοή και αισιοδοξία στην Αμερικάνικη κουλτούρα, τοποθετώντας για πρώτη φορά τη Νέα Υόρκη στο επίκεντρο των διεθνών πολιτιστικών γεγονότων. Στον επικό μοναχισμό του Barnett Newman, και στον αναβλύζοντα μπαρόκ και ευάλωτο συναισθηματισμό του Pollock, o Twombly αντιτάσσει μύριες ατίθασες μολυβένιες λούπες που συχνά γρατζουνάνε το τελάρο από την ένταση και τη βιασύνη τους, συνομιλώντας με το σημερινό άναρχο γκράφιτι των πόλεων. Αποτελούν, δε, μονοχρωματικά βιομορφικά σπέρματα των μετέπειτα έγχρωμων καλλιγραφικών αραβουργημάτων. Είναι αξιοσημείωτο ότι την εποχή εκείνη ο Cy Twombly εκπαιδευόταν ως κρυπτογράφος του Αμερικάνικου στρατού και κάθε βράδυ σχεδίαζε στο σκοτάδι, αντλώντας έμπνευση από την αυτόματη γραφή των Σουρεαλιστών.

Η Σαγήνη του Πανός

Η μετοίκιση του στην Ιταλία το 1957, αναζητώντας ένα μέρος στον ήλιο, ωριμάζει το έργο του, και η βιωματική μελέτη της μυθολογίας και ποίησης, αλλά και η Αρκαδική αύρα του τοπίου που λούζεται από το ατελείωτο θερμό φως της Μεσογείου, το απογειώνει. Το χρώμα κάνει την εμφάνισή του και εμπλέκεται κι αυτό στην εντροπία ενός ‘ατέρμονου ίχνους’ σύμφωνα με τον Rainer Maria Rilke. Στη Ρώμη και στα περίχωρά της, ο Twombly βυθίζει τα χέρια του στο άλικο των Αναγεννησιακών, της θρησκευτικότητας, του πύρινου ήλιου, του πάθους. Διαρκώς σβήνει, γράφει, δημιουργεί κρυπτογραφικά παλίμψηστα, και παλεύει πάνω στο αγαπημένο λευκό του Mallarme, ένα φωτεινό άσπρο που θυμίζει τα ασβεστωμένα σπιτάκια του ρωμαϊκού του χωριού. Το ‘60 όταν επισκέπτεται για πρώτη φορά την Ελλάδα, ταξιδεύοντας στη Μύκονο, στην Πάτμο, στη Ρόδο και στη Σάμο, νέα συναισθήματα αναστατώνουν την καλλιτεχνική ψυχοσύνθεση και το κόκκινο φλέγεται μέσα σε γιγάντιους καμβάδες όπου ερωτικά μοτίβα υφαίνονται μέσα σε άνομα συμπλέγματα από πηχτή πάστα. Στην έκθεση «Θεϊκοί Διάλογοι» αυτή η ζωώδης και ταυτόχρονα ζωογόνα ορμή αναβλύζει μέσα από τους καμβάδες του 1975 όπου ο «Παν» με κόκκινη και μαύρη γραφή εντυπώνεται στο μυαλό του θεατή που το αντιλαμβάνεται ακριβώς σαν αυτό που είναι: το Όλον. Αιμάτινα στίγματα και η λέξη ‘πανικός’ εντείνουν την στομαχική πρόσληψη μιας δύναμης τόσο γήινης και σφριγηλής όσο και το κολλάζ σάρκινων φύλλων από σέσκουλα που ξαφνικά μεταμορφώνονται σε ηδυπαθή simulacra και μοιάζουν να ερωτοτροπούν τεντώνοντας τις κατακόκκινες φλέβες τους που διαγράφονται σχεδόν ξεδιάντροπα, και τα οποία παραθέτει ο καλλιτέχνης πάνω από το όνομα του αρχαίου θεού. Πλησίον τους και απέναντι από ένα ιδιόμορφο αγαλματίδιο με τη μορφή του Πάνα που χρησίμευε για στήριξη τραπεζιού, από το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, ο «Αυλός» του θεού, ένα λιτό, σχεδόν άυλο γλυπτό από λευκή συνθετική ρητίνη- ένα θέμα στο οποίο ο Twombly επανέρχεται συχνά- που μοιάζει να έχει δημιουργηθεί για να καταλαγιάσει τα πάθη, λίγο πριν ξεχυθεί από μέσα του μία μελίρρυτη μεσμερική μελωδία.

Η χρήση γραπτού λόγου στα επιτοίχια έργα του Cy Twombly προοιωνίζει την έλευση της Εννοιολογικής τέχνης. Σύμφωνα με τον Roland Barthes, ο Twombly ‘μοιάζει να γράφει με τα ακροδάχτυλα’. Αυτή η μουτζουρωμένη, σχεδόν παιδική γραφή, που χαράσσει άτσαλα και έμμονα ονόματα θεών και ημίθεων μέσα στο χρώμα, δείχνει να συμβαίνει αυτόματα, ωσάν υπό την υπνωτική καθοδήγησή του Μύθου. Σε αυτήν του τη διαδρομή, ο ζωγράφος ενδιαφέρεται περισσότερο να ψυχανεμιστεί το Υψηλό, προϊόν ενός συλλογικού ασυνειδήτου σύμφωνα με το Jung, παρά να αναμοχλεύσει τα ταπεινά ορμέμφυτα του Freud. Η Αφροδίτη αντιπροσωπεύει τη θηλυκή εκδοχή του Υψηλού. Η απόλυτη ομορφιά συλλαμβάνεται μέσα στα ορμητικά αφρισμένα κύματα γεμάτα από το σπέρμα του Ουρανού. Το ουράνιο εξιδανικευμένο στοιχείο συναντά τον σάρκινο ηδονιστικό έρωτα επάνω στο ίδιο πρόσωπο. Η «Αφροδίτη», ενώ στους καμβάδες του 1962 γεννιέται μέσα σε μία θάλασσα από τρυφηλά στήθη, το 1979 εγγράφεται τριγωνικά ως «ΔΝΔDYOMENE» και παρουσιάζεται σαν πορτοκαλί φλόγα στην κορυφή μιας καταγάλανης πυραμιδοειδούς παλίρροιας από φρενήρεις κηροκοντυλιές. Η γραφή επανέρχεται στο έργο «Venus» του 1975, όπου ο Twombly κάτω από το όνομα της θεάς με τα κεφαλαία γράμματα από μαύρο μολύβι και επιζωγραφισμένα με κόκκινο χρώμα, καταγράφει άλλα 18 επίθετα, κάποια λιγότερο γνωστά όπως ‘Εύπλοια’, ως η θαλάσσια θεότητα του κατευώδειου, αλλά και ‘Ανδροφόνος’, ως η ανωτέρα των ανδρών. Μαζί με τα επίθετα της θεάς ο καλλιτέχνης εγγράφει και τα φυσικά της σύμβολα όπως τριαντάφυλλο, παπαρούνα, περιστέρι κ.α.  Τρία υπέροχα καλλιτεχνήματα της αρχαιότητας πλαισιώνουν τα έργα του Twombly: η Αττική ερυθρόμορφη πελίκη του 370 π.Χ. του Αρχαιολογικού Μουσείου Πολυγύρου που παρουσιάζει τη χαριτόβρυτο θεά να αναδύεται μέσα από έναν λευκό, αφαιρετικό, σχεδόν απαλό αφρό, η ευφάνταστη λεπτεπίλεπτη λήκυθος της Αθήνας από πολύχρωμο πηλό με την Αφροδίτη σαν περιποιημένη κυρία της εποχής να ξεπροβάλλει κομψά μέσα από μία αχιβάδα, και τον αψεγάδιαστο μαρμάρινο ακάλυπτο κορμό της ύστερης Ελληνιστικής περιόδου από το μουσείου της Πάφου. Αντίθετα ο «Απόλλωνας», 1975, θεός της μουσικής και του φωτός, εγγράφεται με ψυχρότερο μπλε χρώμα και πλαισιώνεται τόσο από επίθετα (Μουσαγέτης, Φοίβος) όσο και με σύμβολα (κύκνος, φοίνικας, φίδι). Μέσα σε μία αίθουσα με έντονο το φαλλικό στοιχείο σε αρχαίες και μοντέρνες εκφάνσεις, ο «Διόνυσος» προετοιμάζει την πιο αφαιρετική περίοδο του καλλιτέχνη ειδικά με το δίπτυχο «Διθύραμβος», 1976, που αποτελείται από τη γραφή ‘ο Διόνυσος της διπλής πόρτας’ κάνοντας έτσι μνεία στη διπλή του γέννηση, μέσα από δύο γαλαζοπράσινες ‘διόδους’ που ανοίγουν στην άκρη τους. Το Αττικό αγγείο François του 570 π.Χ. έρχεται να σηματοδοτήσει αυτήν την αλλαγή μέσα από την πολυπλοκότητα και ποικιλία των αφηγήσεων που φέρει σε όλη του την επιφάνεια, διδάσκοντας ουσιαστικά την Ελληνική μυθολογία στο θεατή, δια χειρός Εργότιμου και Κλειτία.

Αττικός μελανόμορφος ελικωτός κρατήρας, υπογεγραμμένος από τον Εργότιμο και τον Κλειτία, 570 π.Χ., Πηλός, Ύ. 66 εκ., Ιταλία, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Φλωρεντίας, αρ. ευρ. 4209. © Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Φλωρεντίας, Φώτο. Πάρις Ταβιτιάν ©Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης, 2017

Πειραματισμοί με το Ελάχιστο

Χωρίς να παρασύρεται από τη μόδα στην τέχνη που ήθελε την Pop Art το πιο νέο ρεύμα, ο πειραματισμός στα μέσα και στις τεχνικές ήταν το στοιχείο που πάντα χαρακτήριζε τον Twombly, όπως η χρήση του ελάχιστου στην απόδοση του μέγιστου δυνατού. Η ενασχόλησή του με τον Μινιμαλισμό ήταν επομένως θέμα χρόνου. Αντλώντας την έμπνευσή του από μία εκ των πρώτων φωτογραφιών εν κινήσει του Muybridge που απεικονίζει μία νύφη- μια εικόνα που επίσης φέρνει στο νου τη ‘Νύφη που Γδύνεται από τους Μνηστήρες’ του Duchamp- ο Cy Twombly αφήνει το χρώμα και τη χειρονομιακή ζωγραφική για να εξερευνήσει την ποιότητα που αποπνέει το σταδιακό ξεφλούδισμα της επιφάνειας με σκοπό την απεικόνιση της καθαρής φόρμας, μέσα από την επανάληψη ισομεγεθών, γεωμετρικών καμβάδων γκρι απόχρωσης που τελικά απλώνονται σαν μία ενιαία επιφάνεια. Στον προτελευταίο χώρο του Μουσείου οι θεοί δίνουν τη θέση τους σε πιο ανθρώπινα πάθη. Από τη μία μεριά ο Αρισταίος και από την άλλη ο Ορφέας ερίζουν για την αγάπη της Ευρυδίκης. Το επαναλαμβανόμενο μάντρα «Ο Αρισταίος Θρηνεί για τον Θάνατο των Μελισσών του», 1973, αντιπαρατίθεται με το κεφαλοειδές όμικρον του «Ορφέα», 1979, σε μία ελεγεία του ελάχιστου και του καθαρού. Η θυγατέρα του Άρη «Νίκη», 1984, ανοίγει τα τριγωνικά ιστία της και απογειώνεται στο άπειρο, ανυψώνοντας τα μάτια και την ψυχή του θεατή, και σαρκώνεται στο φτερωτό εδώλιο του 2ου περίπου αιώνα π.Χ., που ορθώνεται προς τα ουράνια και γιγαντώνεται από τη σκιά του, στον κεντρικό τοίχο της τελευταίας αίθουσας επάνω σε ένα σχεδόν αόρατο πυραμιδοειδές βάθρο, υπόδειγμα ευφάνταστου και δημιουργικού στησίματος. Είναι από τις λίγες φορές που όσο προχωράμε και πλησιάζουμε στις όψιμες δημιουργίες ενός καλλιτέχνη, το ενδιαφέρον κλιμακώνεται, καθώς έμπνευση και εκτέλεση, αντί να θαμπώνουν με την πάροδο του χρόνου, τελειοποιούνται. Καθώς η «Νίκη» ολοκληρώνει την έκθεση, ο θεατής έχει μυηθεί στο έργο ενός από τους σπουδαιότερους δημιουργούς του 20ου αιώνα ο οποίος με τη σειρά του μελέτησε και εκτίμησε την κλασική αρχαιότητα, παράγοντας έργα που εμπνέονται από το χτες και αντανακλούν το σήμερα. Το Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης με την περίφημη συλλογή του ανήκει στα πρωτοπόρα εκείνα ιδρύματα που έχει επιλέξει να φιλοξενεί το διάλογο ανάμεσα σε διαφορετικές ιστορικές περιόδους θυμίζοντάς μας ότι οι δημιουργικές ανησυχίες του ανθρώπινου πνεύματος δεν εμπίπτουν στην γραμμική πορεία της ιστορίας, δεν φθείρονται, αλλά διατηρούνται φρέσκες και ασίγαστες.

Πίσω στο 1964, ο εικοσιτετράχρονος Richard Serra αντικρίζει για πρώτη φορά τα έργα του Twombly στη Νέα Υόρκη και αναφωνεί: «Θα μου ήταν αδύνατον να τα ξεχάσω ποτέ!». Το 2007 στο μουσείο της Αβινιόν μία νεαρή καλλιτέχνιδα συλλαμβάνεται επειδή επιδίδεται σε έναν πρωτόγνωρο παθιασμένο εναγκαλισμό με έργο του Twombly. Φαίνεται ότι τα έργα του μοναδικού αυτού καλλιτέχνη ασκούν μια παράξενη επιρροή στους ανθρώπους.


Διαβάστε επίσης: Θεϊκοί διάλογοι με έργα του Cy Twombly στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης