Στις 21 Δεκεμβρίου κυκλοφορεί στις ελληνικές αίθουσες η ταινία «Τζαμάικα», σε σκηνοθεσία Ανδρέα Μορφονιού. Πρόκειται για μια συμπαραγωγή της Feelgood, του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου και της ΕΡΤ.

Λίγο πριν την πρεμιέρα της καινούργιας αυτής ελληνικής παραγωγής, συζητήσαμε με τον Α. Μορφονιό για το τι πραγματεύεται η «Τζαμάικα», τη συνεργασία του με τους ξεχωριστούς συντελεστές μπροστά και πίσω από τις κάμερες, καθώς και την ισορροπία που καλείται να κρατήσει ένας σκηνοθέτης με μεγάλη τηλεοπτική πείρα, όταν βουτά στα βαθιά νερά του κινηματογράφου.


– Η «Τζαμάικα» ξεκινά σε λίγες ημέρες τις προβολές της. Πείτε μας δύο λόγια για την υπόθεση της ταινίας.

Η Τζαμάικα είναι η ιστορία του Άκη κ του Τίμου, δυο αδελφών που πέρασαν την παιδική ηλικία τους έχοντας όνειρο να ζήσουν τη ζωή σαν μια μεγάλη περιπέτεια ,σαν ένα μακρινό ταξίδι σε εξωτικά μέρη. Η ενηλικίωση και η πορεία των χρόνων έφερε το σκληρό πρόσωπο της ζωής μπροστά τους.  Ο θάνατος της αγαπημένης μάνας είναι η αφορμή να ξανασυναντηθούν δυο αποξενωμένοι –μεταξύ τους-άνθρωποι ,να αναμετρήσουν τις δυνάμεις τους και να ξεκαθαρίσουν τους λογαριασμούς τους. Στο πιο κρίσιμο σταυροδρόμι της ζωής τους ,με όπλο την αδελφική αγάπη, επανενώνονται σε μια κοινή πορεία, ένα ταξίδι – μάθημα ζωής προς τη δική τους «ΤΖΑΜΑΙΚΑ».

– Τ ι σας άγγιξε περισσότερο στο έργο και πώς θελήσατε να το αναδείξετε σκηνοθετικά;

Η αγάπη , η τρυφερότητα, και η αισιόδοξη ,τελικά, κατεύθυνση του σεναρίου του Γιώργου Φειδά σε μια «δύσκολη» ιστορία .Η ίδια η ιστορία, εμπνευσμένη και από αληθινά γεγονότα, εμπεριέχει το τραγικό με το κωμικό σε συνεχή εναλλαγή. Αυτό ,θέλει ιδιαίτερη μαεστρία . Σκηνοθετικά και ερμηνευτικά, για να αποδοθεί στο σινεμά και να θυμίσει… ζωή. Πόσο μεγαλύτερη πρόκληση για ένα σκηνοθέτη;

– Τι συμβολίζει ο τίτλος της ταινίας, έτσι όπως το αντιλαμβάνεστε εσείς;

Το «μεγάλο φωτεινό καλοκαίρι» που θα έπρεπε να ήταν η ζωή μας. Μια ζωή γεμάτη  φως, ανθρωπιά και θετικά συναισθήματα. Μια ζωή κρυστάλλινη σαν την θάλασσα στα νερά της οποίας βουτούν οι δυο ήρωες της ταινίας. Η Τζαμάικα είναι τα όνειρα που αφήσαμε στην άκρη από φόβο, το θάρρος που μας έλειψε , οι  ευτυχισμένες στιγμές που αφήνουμε να χάνονται περνώντας δίπλα μας χωρίς να καταλαβαίνουμε την αξία τους. Μέχρι τη στιγμή που θα αποφασίσουμε… να κάνουμε το ταξίδι.

– Μιλήστε μας για τη συνεργασία με τους υπόλοιπους συντελεστές, μπροστά και πίσω από την κάμερα.

Από τις πιο ωραίες συνεργασίες που είχα ποτέ. Με φίλους –συνεργάτες από τα παλιά (Φάνης, Άννα – Μαρία), με ηθοποιούς εξαιρετικούς σε όλο το καστ και έναν Σπύρο Παπαδόπουλο συγκλονιστικό σε ερμηνεία, αλλά και απόλυτα ακούραστο και πιστό συνεργάτη και συνοδοιπόρο. Επίσης με υπέροχους συνεργάτες – καλλιτεχνικούς συντελεστές. Δρακουλαράκος στη φωτογραφία, Καραμουρατίδης στη μουσική, Χαραλαμπίδης στο μοντάζ. Το απόλυτο τιμ.

– Έχοντας μεγάλη εμπειρία από την θητεία σας στην ελληνική τηλεόραση, πώς πήρατε την απόφαση να ασχοληθείτε με μια κινηματογραφική ταινία;

Αν ρωτήσετε οποιονδήποτε σκηνοθέτη όταν τέλειωνε την σχολή με τι ήθελε να ξεκινήσει την καριέρα του και σας  πει «με τηλεόραση» ,σας λέει ψέματα. Άρα ,λοιπόν ,η απόφαση είχε παρθεί χρόνια πριν. Η τηλεόραση είναι το μέσον που υπηρέτησα και συνεχίζω βέβαια, δυόμισι δεκαετίες. Την αγαπώ ,θα συνεχίσω να είμαι εκεί, αλλά ο κινηματογράφος είναι κάτι που ήθελα καιρό να κάνω ,τα κατάφερα και σκοπεύω να συνεχίσω.

– Κατά τη γνώμη σας, υπάρχουν «παγίδες» και ρίσκα για έναν δημιουργό, όταν σκηνοθετεί μεταξύ της  μικρής και της μεγάλης οθόνης;

Υπάρχει η παγίδα, όταν πηγαινοέρχεται από το ένα στο άλλο, να μπερδευτεί λίγο και να κάνει τηλεόραση στη μεγάλη οθόνη, να χρησιμοποιήσει ευκολίες και αυτοματισμούς που έχει κατακτήσει δουλεύοντας στην μικρή οθόνη, κυρίως στον τρόπο αφήγησης. Αυτό δεν είναι και πολύ ενδιαφέρον σαν αποτέλεσμα, ενώ το αντίθετο –να κάνει τηλεόραση σαν σινεμά- μάλλον είναι.

– Πώς σκέφτεστε να προχωρήσετε επαγγελματικά μετά την κυκλοφορία της «Τζαμάικα» στους κινηματογράφους;

Στόχος μου είναι η επόμενη τηλεοπτική δουλειά μου να έχει την ποιότητα της ΤΖΑΜΑΙΚΑ και η επόμενη ταινία μου να την ξεπεράσει.


Διαβάστε επίσης:

Τζαμάικα, του Ανδρέα Μορφονιού