Είναι μαρτύριο για τον άνδρα να τού αντιστέκεται μια γυναίκα. Κι ακόμα μεγαλύτερο μαρτύριο για τη γυναίκα να αντιστέκεται. Τα ‘χει πει κι ο Ουγκώ, και κάπως έτσι γράφονται τελικά τα μαρτυρολόγια του έρωτα. Φτάνει να μπει κανείς στο χορό, και ήδη από τα πρώτα βήματα, θα το διαπιστώσει. Είναι γεγονός. Μας θέλγει το απαγορευμένο. Κι όσα δε μπορούμε να οικειοποιηθούμε τις κρίσιμες στιγμές που η σάρκα πανηδονίζεται και κοχλάζει ο πόθος. Και νομοτελειακά να το δεις δηλαδή, ένα νόμιμο φιλί αξίζει πολύ λιγότερο από ένα κλεμμένο. Τάδε έφη Μωπασάν αυτή τη φορά. Και δίκιο έχει. Ειδικά στις περιπτώσεις εκείνες, όπου κανείς υποφέρει περισσότερο από τους νόμους παρά από τις παρανομίες. Η Μάτση και ο Ανδρέας επέλεξαν το δεύτερο. Πέρασαν τα όρια ανεπιστρεπτί, κι απαλλάχθηκαν από κάθε άλλη περιττή ιδιότητά τους. Σα να αφαίρεσαν συγχρονισμένα ο ένας τα ρούχα του άλλου μια ανοιξιάτικη νύχτα. Κράτησαν μονάχα τη φλόγα του έρωτά τους και την ποιητική ταυτότητά τους. Και ίσως, λοιπόν, γι’αυτό και για άλλα πολλά ακόμα, αξίζει να μνημονεύονται κατά την εαρινή ισημερία, ή πιο συγκεκριμένα την Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης στις 21 Μαρτίου.

Όλα ξεκίνησαν γύρω στα 1938. Όταν μόλις στα είκοσι τέσσερά της χρόνια, η προερχόμενη από εύπορη οικογένεια της Θεσσαλονίκης, Μάτση Χατζηλαζάρου, κατέφυγε ως ψυχαναλυόμενη στον τότε πρώτο εν Ελλάδι ψυχαναλυτή, Ανδρέα Εμπειρίκο. Στις πλάτες της έφερε ήδη τις λαβωματιές δύο παταγωδώς αποτυχημένων γάμων κι εντός της χτυπούσε μια καρδιά που αγνοούσε ότι η ζωή είναι νόμισμα. Κι όπως όλα τα νομίσματα, ξοδεύεται μία και μοναδική φορά. Η λατρεμένη βαφτιστήρα του βασιλιά Κωνσταντίνου Α’ της Ελλάδος που κατοίκησε για χρόνια στη Γαλλία, εκτόξευε ρουκέτες απόγνωσης κάθε φορά που βολευόταν στο ντιβάνι του τριανταπεντάχρονου Εμπειρίκου.

Και εκείνος, που έκανε την παρθενική του εμφάνιση στα γράμματα το 1935, και έμελλε να ξεχωρίσει ως ο σπουδαιότερος εκπρόσωπος της Γενιάς του ’30 και του ελληνικού υπερρεαλισμού, σε κάθε συνεδρία την έπειθε ότι συχνά δε μας καταβάλλει το βουνό που έχουμε μπροστά μας, μα το χαλίκι που σφήνωσε στη σόλα μας. Ότι αν δεν είχαμε χειμώνες, η άνοιξη δε θα ήταν ευπρόσδεκτη, ούτε καν ευχάριστη. Και ότι η δύναμή μας, δεν προκύπτει από τις νίκες μας, αλλά από την απόφαση να μη λυγίσουμε. Με άλλα λόγια, απλά κι ανθρώπινα, ο Εμπειρίκος τη βοήθησε να δει ότι οι δυσκολίες στη ζωή είναι μια ευκαιρία να βγει στην επιφάνεια ό,τι καλύτερο από το χαρακτήρα του καθενός από εμάς. Κι ότι συχνά – πυκνά πρέπει να σταματούμε την αναζήτηση της ευτυχίας, και απλώς να είμαστε ευτυχισμένοι.

Όλα αυτά βέβαια προτού να την ερωτευτεί τρελά κι αμετάκλητα. Ο «οραματιστής ποιητής» που έτυχε σοβαρής αμφιβολίας στα πρώτα του λογοτεχνικά βήματα αλλά κέρδισε περίοπτη θέση στο αντίστοιχο πάνθεον με έργα του όπως «Υψικάμινος» (1935), «Ενδοχώρα» (1934 – 1937), «Οκτάνα» (1958 – 1965) και «Μέγας Ανατολικός» (1945 μέχρι και το τέλος της ζωής του), δεν άργησε να τής εκφράσει την αγάπη του. Κι αυτή φυσικά να ενδώσει και όχι μόνο να αποτινάξουν από πάνω τους την τυπική κι αποστειρωμένη σχέση θεραπευτή και θεραπευόμενου, αλλά να καταλήξουν και σε έναν γάμο που διήρκεσε από το 1940 εώς το 1944. Πέρασαν μαζί την Κατοχή κι όλα της τα δεινά, είχαν στον κύκλο τους προσωπικότητες όπως ο Νίκος Γκάτσος, ο Νίκος Εγγονόπουλος κι ο Νάνος Βαλαωρίτης, και είχαν και το πάθος τους ο ένας για τον άλλον. Η Μάτση που τον αγάπησε περισσότερο κι από τη ζωή της τελικά, άρχισε να γράφει και η ίδια ποιήματα. Κι υιοθέτησε το ψευδώνυμο Μάτση Ανδρέου πιθανώς για ευνόητους λόγους.

Εξάλλου, ήταν η Μάτση του Ανδρέα. Αυτό μπορούσε καθένας να το αντιληφθεί σαν γινόταν για λίγο μάρτυρας της διάχυτης τρυφερότητας ανάμεσά τους. Ήταν δυο άνθρωποι ταγμένοι στην αγάπη τους. Ήξεραν καλά πως όλοι είμαστε πιο ζωντανοί όταν είμαστε ερωτευμένοι, πως η αγάπη δεν είναι ο αποχωρισμός της ελευθερίας, μα η ξεκάθαρη νοηματοδότησή της, και πως ευτυχία είναι να εξακολουθείς να ποθείς αυτό που έχεις. Σε μια εποχή όπου ο πόλεμος έμοιαζε λίγο – πολύ με τον τύφο κι ήταν ο πολλαπλασιασμός του πιο τέλεια οργανωμένου εγκλήματος οι δυο τους αφιερώθηκαν στην ποίηση.

Κι ίσως στο φινάλε αυτή να έγινε το τρίτο πρόσωπο στη σχέση τους. Τής αφιερώθηκαν ολοκληρωτικά. Ή για να είμαστε πιο ακριβείς, δεν την κατέκτησαν, αλλά υπέκυψαν αμαχητί σε ΄κείνη. Ο Ανδρέας που γνώριζε πως ο άνθρωπος είναι οι σχέσεις κι οι επιλογές του. Πως έρωτας είναι ό,τι αγαπούμε χωρίς βάσιμο λόγο. Κι η Μάτση από την άλλη, που ήταν πεπεισμένη πως τα λάθη μας είναι η ζωή μας. Και πως στην καρδιά μιας ερωτευμένης γυναίκας, υπάρχει πάντα μια ανεξήγητη και βαθιά ριζωμένη ανάγκη να υποφέρει.

Τελικά αυτοί οι δύο τράβηξαν χωριστούς δρόμους, αλλά για πάντα θα είχαν κοινή αναφορά την Ποίηση. Την Ποίηση που είναι για όλους μας μια ξένη χώρα. Μα και μια ιδιαίτερη γλώσσα. Ή πιο σωστά, μια γλώσσα μέσα στη γλώσσα. Την Ποίηση που είναι για τον πεζό λόγο ό,τι ο χορός για το περπάτημα. Η Ποίηση έχει την τιμητική της λοιπόν στις 21/3 κι αν ήταν γυναίκα, θα ήταν από αυτές που όταν μιλούν πρέπει να ακούς όσα θα πουν με τα μάτια. Η Ποίηση που ενώνει και χωρίζει τους ανθρώπους, τη ζωή και το θάνατο, τη θλίψη, τη χαρά, την αγάπη και το μίσος. Η Ποίηση, αυτή η θρησκεία δίχως πίστη.