Η Ελλάδα κάνει τα πρώτα της βήματα σαν ελεύθερο κράτος και η Αμαλία έρχεται στην Αθήνα στις 2 Φεβρουαρίου του 1837 ως η πρώτη βασίλισσα της χώρας, στο πλευρό του βασιλιά Όθωνα.

«Ερωτεύεται», όπως ομολογεί η ίδια στις επιστολές της προς τον πατέρα της, τη νέα της πατρίδα, εργάζεται με πάθος για να υλοποιήσει όσα οραματίζεται ασκώντας άμεση επίδραση στην κοινωνία, τη μόδα αλλά και την πολιτική της εποχής.

Μέσα από τα μάτια και τα λόγια της, τα ιστορικά στοιχεία φωτίζονται με διαφορετικό τρόπο προσφέροντάς μας ένα νέο σημείο θέασης της ιστορίας της Ελλάδας, έκκεντρο και συνάμα γοητευτικό. Ένα ταξίδι ιδιαίτερα γοητευτικό στους σκονισμένους δρόμους του Ναυπλίου και της Αθήνας του 1830, με τους γενναίους οπλαρχηγούς, τον κουρασμένο από τον πόλεμο μα περήφανο λαό, τους Φαναριώτες, τις Μεγάλες δυνάμεις να πιέζουν για την απόκτηση της εξουσίας, τους Έλληνες που θέλουν ανεξαρτησία και Σύνταγμα, την ελπίδα προσάρτησης των αλύτρωτων περιοχών, ανάμεσα στα αρχαία μάρμαρα, τα χαμηλά φτωχικά σπιτάκια, τα επιβλητικά νεοκλασικά, τους Βαυαρούς με τους παχυλούς μισθούς, τους ήρωες που ζουν ρακένδυτοι κι εξαθλιωμένοι, τα δάνεια, τις δόσεις, τους εκβιασμούς, τα πολιτικά παιχνίδια.

Μια ιστορία που συντίθεται μέσα από τα μάτια ενός κοριτσιού, που γεννήθηκε Δούκισσα στους κήπους του Ράστεντε και η μοίρα την έφερε να γίνει η πρώτη βασίλισσα μιας χώρας ιδανικής ουτοπίας, που γνώρισε μέσα από τους πίνακες του Πουσέν, του Ντελακρουά, του Νταβίντ, τα έργα του Οβίδιου, του Γκαίτε, του Σίλλερ, μα βρέθηκε σε μια πραγματικότητα σκληρή, απόλυτα πολιτική, με δεκάδες αντίρροπες δυνάμεις, κουβαλώντας η ίδια μια σωματική δυσπλασία, την οποία η επιστήμη θα προσδιορίσει τουλάχιστον έναν αιώνα μετά τον θάνατο της.

Η Αμαλία επιμένει στην ουτοπία. Με βαθιά πίστη στον Θεό, φτιάχνει κήπους, περίκλειστους παραδείσους το ιδεώδες του Αρκαδισμού, με σπόρους που μαζεύει από όλον τον πλανήτη, χτίζει τα ανάκτορα, την σημερινή Βουλή των Ελλήνων, δημιουργεί ορφανοτροφείο, το ταμείο των ναυτικών, την στολή των Ελληνίδων, ενθαρρύνει τις αμπελοκαλλιέργειες, δουλεύει ακούραστα γιατί έχει μια μεγάλη φιλοδοξία, που σπάνια ομολογεί. Θέλει το όνομα της να γραφτεί στα βιβλία της ιστορίας των Ελλήνων. Θέλει να την θυμούνται. Γράφει στις επιστολές της πως 300 χρόνια μετά οι Έλληνες θα βρίσκουν σκιά κάτω από τα δέντρα που φύτεψα εγώ, κι αυτή η σκέψη την γοητεύει. Μια γυναίκα του 19ου αιώνα ξένη, στείρα που πήρε στα χέρια της ανάμεσα στους άντρες πέντε φορές το τιμόνι της αντιβασιλείας, σε μια χώρα παράξενη που κυβερνάται δύσκολα, είναι σίγουρα μια προσωπικότητα που κερδίζει και πάντα θα κερδίζει το ενδιαφέρον μας.

Το έργο που στηρίχθηκε σε ιστορικές πηγές, μαρτυρίες και αρχειακό υλικό, κυρίως από τις επιστολές και τα ημερολόγιά της Αμαλίας, αλλά και ιστορικά κείμενα διαφορετικών οπτικών, δραματοποιήθηκε με έναν ιδιότυπο και γλαφυρό τρόπο. Ο θεατής έρχεται αντιμέτωπος όχι με έναν θεατρικό μονόλογο αλλά με ένα κείμενο διαλογικά αναπτυγμένο αφού η βασίλισσα ενσαρκώνεται από δύο ηθοποιούς πάνω στη σκηνή, οι οποίες μοιάζει να συνομιλούν με τον καθρέφτη.

ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ

Τη Βασίλισσα Αμαλία ερμηνεύουν οι ηθοποιοί Καλλιόπη Ευαγγελίδου και Αλεξάνδρα Παλαιολόγου.
Τη σκηνοθεσία και την καλλιτεχνική σύλληψη υπογράφει ο σκηνοθέτης Ένκε Φεζολλάρι.
Ιστορική έρευνα: Δρ Άντα Διάλλα
Κείμενο παράστασης: Μαρία Κυριάκη
Δραματουργική επεξεργασία: Καλλιόπη Ευαγγελίδου, Ένκε Φεζολλάρι, Κωνσταντίνος Μαυρόπουλος
Πρωτότυπη μουσική σύνθεση: Κωνσταντίνος Ευαγγελίδης
Σύμβουλος δραματουργίας: Ναταλί Μηνιώτη
Επιμέλεια σκηνικού χώρου / κοστούμια: Γιώργος Λυντζέρης

Φωτογραφίες -Τρέιλερ: Ξένια Τσιλοχρήστου
Φωτισμοί: Μιχάλης Κουβόπουλος
Βοηθός σκηνοθέτη: Κωνσταντίνος Μαυρόπουλος

Ευχαριστούμε θερμά το Μουσείο της Πόλης των Αθηνών για την ευγενική παραχώρηση άδειας φωτογράφησης στους χώρους του.

Παραγωγή: ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ Σερρών
Η παράσταση τελεί υπό την Αιγίδα της Βουλής των Ελλήνων

Θα τηρηθούν αυστηρά όλα τα υγειονομικά πρωτόκολλα ασφαλούς προσέλευσης και παραμονής στον χώρο για την αποφυγή εξάπλωσης του COVID-19 όπως αυτά ορίζονται με την από 24/5/21 Α.Π εισερχόμενα 235604 οδηγία του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού.