Το έργο

Εκκινώντας από το μύθο της αρπαγής της Ευρώπης από τον πατέρα των θεών, Δία, ο Λιβανοκαναδός σκηνοθέτης έπλεξε μια σύγχρονη αλληγορία. Στόχος του, μεταξύ άλλων, ήταν να αναδείξει το ζήτημα της βίας, υπογραμμίζοντας την κτηνώδη φύση των ανθρώπων, που τους οδηγεί στον αλληλοσπαραγμό. Η αρπαγή της νεαρής Ευρώπης σηματοδοτεί, σύμφωνα με τον σκηνοθέτη, την έναρξη των φρικαλεοτήτων ανάμεσα στους ανθρώπους, εκκινώντας από το αρχετυπικό μοτίβο της γυναικείας αντικειμενοποίησης υπό το βάρος της πατριαρχικής εξουσίας. Ενδεικτική ήταν στην παράσταση η παρουσία της Άσσια, η οποία απεκδυόμενη της ξανθής της περούκας, αποποιείται το ρόλο του αντικειμένου του ανδρικού πόθου. Έτσι, ο σκηνοθέτης φώτισε την διαχρονική αναπαραγωγή της έμφυλης βίας, η οποία, κατ’ επέκταση, αντικατοπτρίζει τη βία που εκφράζεται μέσω πάσης φύσεως εχθροπραξιών.

Ο Wajdi Mouawad, με αφορμή την Ευρώπη, μίλησε παράλληλα, σε ατομικό επίπεδο, για μια γυναικοκτονία που διέπραξε ένας νέος άνδρας της σημερινής εποχής, ο Ζάκαρι, ενώ σε συλλογικό επίπεδο, για μια σφαγή η οποία συντελέστηκε στις αρχές του 1950. Την ίδια στιγμή, η Ευρώπη, ως αρχετυπική μορφή της μάνας, ανακοινώνει στις τρεις γυναίκες τις οποίες προσκάλεσε η ίδια, ότι είναι η αληθινή τους μητέρα. Επιδίωξη του σκηνοθέτη-συγγραφέα ήταν να αναδείξει πόσο σφιχτά πλεγμένες είναι οι δυο ιστορίες, καθώς η μητέρα-Ευρώπη επηρέασε με τις πράξεις της τόσο σε ατομικό επίπεδο, όσο και σε ευρύτερο κοινωνικό επίπεδο. Ο σκηνοθέτης προχώρησε περαιτέρω δείχνοντας ότι η όποια, ακόμα και η ελάχιστη, ανοχή απέναντι στη βία οδηγεί σε ολοένα κλιμακούμενη μορφή της, οδηγώντας αναπόφευκτα σε γενικευμένες και αιματηρές πολεμικές συγκρούσεις, όμοιες με αυτές που αντιμετωπίζει η ανθρωπότητα εδώ και αιώνες.

Η παράσταση

Η ενδιαφέρουσα σε σύλληψη ιδέα του σκηνοθέτη-συγγραφέα έπασχε δραματουργικά (Δραματουργία: Charlotte Farcet), καθώς το θέμα το οποίο πραγματεύτηκε ήταν υπέρ του δέοντος φιλόδοξο και εκτεινόμενο σε πολλαπλά σημεία. Εν προκειμένω, ο συγγραφέας θέλησε να γεφυρώσει την αρχαιοελληνική μυθολογία με τη σύγχρονη εποχή, το ατομικό με το συλλογικό, το ‘τότε’ με το ‘τώρα’. Οι παράλληλες ιστορίες και οι συνεκδοχές τους όμως μολονότι οδήγησαν σε ενδιαφέροντα νοήματα, χάθηκαν στο σύνολο, καθώς δημιουργήθηκαν πολλαπλά δραματουργικά σημεία εστίασης. Ως αποτέλεσμα, υπήρξαν επαναλήψεις και ασάφειες οι οποίες εκτροχίασαν το ρυθμό της παράστασης, ενώ περιόρισαν σημαντικά το ενδιαφέρον του κοινού.

Ταυτόχρονα, η παράσταση στήθηκε σκηνοθετικά για κλειστού τύπου θέατρο, παραβλέποντας το κοίλον του Ασκληπιείου. Το πατάρι το οποίο τοποθετήθηκε στην ορχήστρα του αρχαίου θεάτρου και το οποίο δεν χρησίμευε σκηνοθετικά ή δραματουργικά, κράτησε σε απόσταση τους ηθοποιούς και τη συνολική δράση από την αργολική γη της Επιδαύρου και, κατά συνέπεια, από τη διονυσιακή μέθεξη. Ως συνέπεια, ο διάλογος τον οποίο επεδίωξε ο σκηνοθέτης με τις αρχετυπικές τραγικές μορφές της αρχαιοελληνικής γραμματείας, περιορίστηκε σε σχηματικές κειμενικές αναφορές, απέχοντας από την παραστασιολογική του υπόσταση.

Οι Ηθοποιοί

Η Leora Rivlin ξεχώρισε ως Ευρώπη, συμβολίζοντας τη μήτρα από την οποία γεννήθηκε ο σύγχρονος κόσμος. Η βία όμως η οποία είχε εγγραφεί στην ύπαρξη της οκτάχρονης Ευρώπης κληροδοτήθηκε στο DNA ενός ολόκληρου λαού. Η Ευρώπη της L. Rivlin διέθετε ψυχραιμία, η οποία απέρρεε από το σωματικό και συναισθηματικό βιασμό που υπέστη˙ αποστασιοποιημένη συναισθηματικά θα μπορούσε να βοηθήσει πλέον τους απογόνους της λειτουργώντας η ίδια ως παράδειγμα αλλά και ως αφετηρία των δεινών της ανθρωπότητας. Η Ουεντίχα της Juliette Binoche κλήθηκε να αποδώσει το διττό ρόλο της μάνας και της γυναίκας. Συνειδητοποιώντας τη σημασία του ρόλου της στην ανατροφή ενός άνδρα, η ζωώδης φύση του οποίου τον οδηγεί στο φόνο, θυσιάζει το «εγώ» της για το «εμείς», ενώ συνεχίζει να διατηρεί τη ρομαντική της οπτική, μέσω της οποίας αντικρύζει τη μάνα που την λυπήθηκε και την άφησε να ζήσει. Μολονότι υπερβολική σε κάποια σημεία, η Binoche ισορρόπησε, ως επί το πλείστον, το δυσιπόστατο του ρόλου της. Καλή ήταν η Ζοβέτ της Violette Chauveau, ενώ πολύ καλή ήταν η Μεγάρα της Δανάης Επιθυμιάδη, ακόμα και κατά την ώρα των υπερβολικών της εκρήξεων. Τέλος, η Άσσια της Daria Pisareva λειτούργησε καταλυτικά, τόσο σκηνοθετικά, όσο και δραματουργικά, αποτελώντας το τρίτο μάτι στη δράση, αλλά και στην ίδια την παράσταση: δρώντας άλλοτε ως ηθοποιός και άλλοτε ως κινηματογραφίστρια, άλλοτε ως ξανθή εκπρόσωπος του φλογερού ερωτισμού και άλλοτε ως μια καθημερινή γυναίκα, άλλοτε σαν διαμεσολαβητής και άλλοτε σαν μια ακόμα απόγονος της κακοποιημένης μάνας-Ευρώπης. Τέλος, ο Ζάκαρι του Emmanuel Schwartz κλήθηκε να αποδώσει το δύσκολο ρόλο του άνδρα-κακοποιητή. Κατά την απολογία του, η οποία μετωνυμικά λειτούργησε ως απολογία μιας ολόκληρης Ηπείρου, αλλά και άπασας της ανθρωπότητας, ο Schwartz υπήρξε υπέρ του δέοντος διδακτικός, δείχνοντας περισσότερο διδασκαλική διάθεση, παρά μεταμέλεια.

Εν κατακλείδι

Η παράσταση ξεκίνησε με την Ευρώπη να αφαιρεί το μουσαμά, ο οποίος σκέπαζε το σκηνικό, κάνοντας εξ αρχής ξεκάθαρη την πρόθεση του σκηνοθέτη να αποκαλύψει όσα, επί αιώνες, κρατά κρυμμένα η ήπειρός μας. Κατέδειξε την Ευρώπη-γυναίκα ως τη μήτρα, μεταφορικά και κυριολεκτικά, η οποία γέννησε τον αλληλοσπαραγμό, μεταμορφώνοντας τους ανθρώπους σε λυσσώδη σκυλιά τα οποία δε διστάζουν να κατασπαράξουν ακόμα και αθώα παιδιά. Ο σκηνοθέτης-συγγραφέας μίλησε για τη βία σε ατομικό και σε συλλογικό επίπεδο, σε συνειδητό και ασυνείδητο, φανερώνοντας τις πληγές οι οποίες έχουν εγγραφεί στο DNA των Ευρωπαίων και μέσω αυτών έχουν «ταξιδέψει» στον υπόλοιπο κόσμο. Άλλωστε η αποικιοκρατική πολιτική της Ευρώπης, από την αρχαία Ελλάδα έως και τον 20ό αιώνα, ήταν αυτή που διαμόρφωσε το κοινωνικο-πολιτικο-ιστορικό πλαίσιο της ανθρώπινης ιστορίας.

Παρόλο που η σκηνοθεσία και δραματουργία του Wajdi Mouawad εμφανώς κατέδειξε τις ευθύνες της Ευρώπης για τη συνολική δυστυχία της ανθρωπότητας, ωστόσο ο σκηνοθέτης στο τέλος έδειξε ότι απέφυγε να αντιμετωπίσει κατάματα τις κατηγορίες αυτές. Το έργο, σαν ανολοκλήρωτο, κινήθηκε στο τέλος με πιο μετριοπαθή διάθεση. Εν γένει, η προβληματική και συχνά φλύαρη δραματουργία, με πολλαπλή εστίαση, εξέτρεψε τόσο το ρυθμό, όσο και τα νοήματα της παράστασης, αποδεικνύοντας τις καλές προθέσεις του Λιβανοκαναδού καλλιτέχνη, οι οποίες όμως δεν αποτυπώθηκαν παραστασιακά.

Διαβάστε επίσης:

Ο Όρκος της Ευρώπης: Ουαζντί Μουαουάντ και Ζιλιέτ Μπινός μιλούν για την παράσταση στην Επίδαυρο
Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου 2025: «Ο Όρκος της Ευρώπης» του Ουαζντί Μουαουάντ στο Αργολικό Θέατρο