Πρόκειται για ένα έργο τολμηρό, σπαρακτικό και συνάμα στοχαστικό, που επιχειρεί να διαρρήξει το πέπλο της αποσιώπησης που σκεπάζει τη σύγχρονη ελληνική κοινωνία, χωρίς να προσφέρει εύκολες απαντήσεις ή ψευδαισθήσεις και ανέφικτες λύσεις. Εστιάζοντας στην παιδική κακοποίηση και στους τρόπους με τους οποίους αυτή καθορίζει το μέλλον του κακοποιημένου παιδιού.

Και ταυτόχρονα, λειτουργεί ως κάθαρση, καθώς μέσα από τις σελίδες του ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται τους τρόπους με τους οποίους ένα κείμενο είναι γραμμένο. Και το βιβλίο αυτό, περιγράφοντας με όρους αρχαιοελληνικής τραγωδίας τις βιωματικές εμπειρίες του πρωταγωνιστή του, λειτουργεί λυτρωτικά και εν τέλει οδηγεί στην κάθαρση, μετατρέποντας σε συλλογική εμπειρία την ατομική οδύνη. Το προσωπικό τραύμα του ήρωα παίρνει τις διαστάσεις ενός μύθου, όπως συμβαίνει στις αρχαίες τραγωδίες, όπου το πάθος και η πτώση δεν είναι ποτέ αποκλειστικά ιδιωτικές υποθέσεις, αλλά ανεστραμμένοι καθρέφτες της κοινωνίας.

Υπό αυτή την έννοια, ο αναγνώστης δεν παραμένει απλός θεατής, αλλά μετατρέπεται σε συμμέτοχο μιας εσωτερικής διαδρομής. Μια διαδρομής, η οποία, μέσα από τον πόνο και την αναμέτρηση της με αυτόν οδηγεί τελικά σε μια βαθιά, υπαρξιακή εξιλέωση — όχι μόνο για τον ήρωα, αλλά ά και για τον ίδιο.

Η αφήγηση εκκινεί με την επιστροφή ενός άντρα, δέκα χρόνια μετά την ορκισμένη του φυγή. Ο προσωπικός του όρκος παραβιάζεται από την ανάγκη για κάθαρση. Η επιστροφή του όμως δεν είναι απλή αναμέτρηση με το παρελθόν· μετατρέπεται σε μια εφιαλτική επανάληψη που παγιδεύει τον ήρωα σε ένα μοτίβο ιστορικής και ψυχολογικής ανακύκλωσης.  Γιατί το παρελθόν δεν έχει απλώς αποτυπωθεί στον χρόνο· δεν έχει σβήσει αλλά εξακολουθεί να ζει, παρασιτικά έστω αλλά ζει στο παρόν και ετοιμάζεται να κυριαρχήσει στο μέλλον. Η αντίδραση σε όλο αυτό είναι επιτακτική και πρέπει να γίνει άμεσα.

Αυτό που κάνει ακόμα πιο ενδιαφέρουσα την αφήγηση, όμως, είναι ότι ο da Costa στήνει το αφήγημά του στον ιστό της ευρύτερης κοινωνικής σήψης της εποχής. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο πρωταγωνιστής λειτουργεί σαν συλλογικό υποκείμενο. Ενσαρκώνει την Ελλάδα της μεταπολίτευσης, της οικονομικής κρίσης, της ηθικής κόπωσης και της κοινωνικής αποδιάρθρωσης. Ο νόμος παρουσιάζεται ως εύθραυστο προσωπείο, πίσω από το οποίο ελλοχεύει η συνενοχή, η αδιαφορία και, ενίοτε, η κατάχρηση εξουσίας. 

Έτσι λοιπόν, στην πορεία του έργου, ο ήρωας έρχεται αντιμέτωπος όχι μόνο με τους δαίμονες του, τις αναμνήσεις και τους διώκτες του, αλλά και με τις ίδιες του τις ενοχές, τους φόβους και τις μικρές καθημερινές του προδοσίες. Με τις ελπίδες και τα όνειρά του, με την απελπισία αλλά και την οδύνη του. Μόνο μέσα απ’ αυτά, όμως, θα καταφέρει να αντιληφθεί τον ίδιο του τον εαυτό, να του αναγνωρίσει τα ελαφρυντικά που απαιτούνται και να προχωρήσει σε μια οδυνηρή αλλά αναγκαία πορεία ενηλικίωσης.

Η γλωσσική αισθητική που επιλέγει ο συγγραφέας είναι βαθιά ρεαλιστική και σύγχρονη, είναι αιχμηρή, με ποιητικές εκλάμψεις που διακόπτουν σκόπιμα τον ρεαλισμό για να οδηγήσουν τον λόγο στα μονοπάτια μιας αποκαλυπτικής αφήγησης. Οι περιγραφές δεν αποσκοπούν στη φωτογραφική αναπαράσταση, δεν έχει νόημα, άλλωστε να αναπαράγει εικόνες μόνο για να καταγραφούν φωτογραφικά, γι’ αυτό και λειτουργούν σαν άρρητα αλλά ηχηρά ψυχογραφήματα. Οι χώροι – το πατρικό σπίτι, οι εγκαταλελειμμένοι δρόμοι – φέρουν τη μνήμη σαν βάρος. Γίνονται οι ίδιοι χαρακτήρες με δική τους φωνή, παγιδεύοντας τον αναγνώστη σ’ έναν τόπο εσωτερικά γνώριμο και εξωτερικά ανοίκειο. Φαίνεται ότι ο Da Costa χρησιμοποιεί το γράψιμο αυτής της ιστορίας ιαματικά και το κείμενό του λειτουργεί ως υπέρβαση της σιωπής και ταυτόχρονα ως πρακτική λύτρωσης για τον ήρωά του.

Η γραφή του είναι ανθρώπινη και ειλικρινής. Ο συγγραφέας αποκαλύπτει μικρές κι ενίοτε μεγάλες ρωγμές στον κοινωνικό ιστό και το κάνει συνειδητά, για να επιτρέψει στο φως να βρει μια δίοδο για να διαχυθεί. Και να διαλύσει έκτοτε και για πάντα φόβους και σκοτάδια. Κάθε σελίδα φέρει την ένταση της εξομολόγησης, χωρίς μελοδραματισμούς αλλά με τη βαθιά επίγνωση πως η αφήγηση μπορεί ν’ ανασυνθέσει και να αναδιαμορφώσει τον κόσμο.

Προσωπικό Ημοιρολόγιο

Είναι συγκλονιστική η επιστροφή των αναμνήσεων και οι αντιδράσεις που πυροδοτούνται από τον ήρωα του βιβλίου όταν επιστρέφει στον τόπο όπου όλα είχαν διαδραματιστεί, όταν βρίσκει το αποτύπωμα του παιδικού του χεριού στον τοίχο της απελπισίας του. Η αφήγηση γίνεται σπαρακτική και η αναμέτρηση με όλα όσα παρέμεναν στην ψυχή του και την κατέτρωγαν όλα αυτά τα χρόνια είναι μια αφήγηση που κυριολεκτικά κόβει την ανάσα. Οι αναμνήσεις, στιγμών, συναισθημάτων, ήχων, εικόνων επιστρέφουν σταδιακά για να δηλώσουν ότι βρίσκονταν πάντα εκεί όσο και αν ο ίδιος προσπάθησε να πείσει, όλα αυτά τα χρόνια, τον εαυτό του για το αντίθετο. Και το ξέσπασμα σε κλάμα του κεντρικού ήρωα καθηλώνει.

Τώρα γνωρίζει ο ίδιος καλύτερα από ποτέ ότι η επιστροφή του είναι ένα βαθύ, σχεδόν μεταφυσικό βήμα προς την καρδιά του τραύματος. Δεν είναι μια απλή γεωγραφική μετατόπιση. Πρόκειται για μια εσωτερική κίνηση που φέρει τα χαρακτηριστικά του ψυχικού ρίσκου, καθώς έρχεται να αναμετρηθεί όχι μόνο με το παρελθόν, αλλά και με την ίδια την ταυτότητα που αυτό το παρελθόν συνέβαλε να διαμορφωθεί με βίαιο, εκμηδενιστικό τρόπο.

Ψυχολογικά, η επιστροφή αυτή λειτουργεί σαν ενεργοποίηση μιας βασανιστικής και καταπιεσμένης μνήμης. Ό,τι επί χρόνια θάφτηκε κάτω από μηχανισμούς άμυνας — άρνηση, απώθηση, αποκοπή — αναδύεται στην επιφάνεια με μεγάλη ένταση, καθώς τα σύνορα ανάμεσα σε παρελθόν και παρόν συγχέονται. Ο τόπος λειτουργεί σαν ερέθισμα αφύπνισης· μια οικειότητα γεμάτη εχθρότητα και η παιδική ηλικία δεν μοιάζει πια μακρινή και τετελεσμένη. Είναι εδώ, παρούσα, εκκρεμής, ανεξιλέωτη και του ζητά να βρει τους μηχανισμούς εκείνους που θα οδηγήσουν στην εξιλέωση, τώρα, περισσότερο από ποτέ.

Σε υπαρξιακό επίπεδο, ο άνθρωπος αυτός βρίσκεται μπροστά σε ένα θεμελιώδες και θηριώδες ερώτημα: ποιος είναι στ’ αλήθεια, όταν αφαιρέσει τα ψέματα της επιβίωσης; Αν ο εαυτός του δομήθηκε πάνω σε μια κατασκευή αποσιώπησης τότε η επιστροφή στο τραύμα δεν είναι μόνο επώδυνη· είναι και απειλητική. Γιατί αποκαλύπτει την ίδια του την ευθραυστότητα και η συνειδητοποίση αυτή μπορεί να είναι τραγική πρωτίστως για τον ίδιο.

Ωστόσο, μέσα από αυτή την οδυνηρή επανασύνδεση, γεννιέται και η δυνατότητα για μεταστροφή. Η επίγνωση του πόνου, η συνειδητή του αναγνώριση, είναι το πρώτο βήμα προς την ενσωμάτωσή του. Ο άντρας αυτός επιστρέφει για να καταλάβει τι συνέβη, ποιος μπορεί ακόμη να γίνει πέρα από το τραύμα και κυρίως ποιος είναι στην πραγματικότητα. Η ψυχή του κινείται ανάμεσα στην ενοχή, στον θυμό, αλλά και στη σιγανή ελπίδα πως, όσο ανεξίτηλο κι αν είναι το παρελθόν, δεν είναι και απόλυτα καθοριστικό για το μέλλον του.

Έτσι, η επιστροφή γίνεται ένα αβέβαιο, εύθραυστο άνοιγμα προς μια νέα δυνατότητα ύπαρξης — εκεί όπου η μνήμη δεν θάβεται, αλλά γίνεται δύναμη δημιουργίας και υπαρκτικής αναδιαμόρφωσης.

Όλοι οι ήρωες αυτού του βιβλίου συνεπικουρούν στην υπαρκτική εξέλιξη του κεντρικού ήρωα και η πλοκή της αφήγησης είναι άκρως ενδιαφέρουσα και κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη από την πρώτη σελίδα έως το κλείσιμό του, χωρίς να εστιάζει σε μελό εντυπωσιασμούς κλειδαρότρυπας. Γι΄ αυτό και προσωπικά, βρήκα αυτό το βιβλίο ένα βαθιά τολμηρό και ειλικρινές ανάγνωσμα, ένα ανάγνωσμα που όχι μόνο θα συγκινήσει και θα αφυπνίσει τον αναγνώστη του. Μπορεί ακόμα και να τον αλλάξει. Αυτή δεν είναι, άλλωστε, και η μαγική δύναμη της λογοτεχνίας;

Διαβάστε επίσης:

Mark Christopher da Costa – Προσωπικό Ημοιρολόγιο: Ένα βιβλίο με ερωτήματα για την απόδοση δικαιοσύνης