Διηγήματα βαμμένα με το χρώμα της ιστορίας ενός λαού, αυτό είναι το μεγάλο επίτευγμα του Ατζακά. Διατρέχει τον ρου της ιστορίας και μέσα από αυτήν την διαδρομή ακτινογραφεί γεγονότα που άφησαν ανεξίτηλα το σημάδι στις ζωές που εξιστορούνται. Ξεγυμνώνει με τον λόγο του κάθε πτυχή των ανθρώπων της υπαίθρου, της πόλης, των νησιών και τους παρουσιάζει ατόφιους, απείραχτους και ακατέργαστους.

Μέσα από αυτήν την προσφορά λογοτεχνικών περσόνων καταφέρνει να ξεδιπλώσει έναν πίνακα συναισθημάτων, παραδόσεων, γεγονότων διατρέχοντας ούτε λίγο ούτε πολύ σχεδόν όλο τον εικοστό αιώνα, τις σπαρακτικές και οδυνηρές απώλειες, την θλίψη για αυτούς που έφυγαν, την ανάμνηση για αυτούς που έμειναν. Με μία γραφή που παραπέμπει στους δασκάλους του παρελθόντος και με συχνές αναφορές σε αυτούς, όπως για παράδειγμα τον Παπαδιαμάντη στον οποίο είναι αφιερωμένο ένα από τα διηγήματα, ο συγγραφέας εισχωρεί σε τοπικές διαλέκτους, ξετρυπώνει εκφράσεις από τις λαϊκές ρήσεις και επιδίδεται χωρίς κόπο αλλά αυθεντικότητα και αρμονία σε όμορφα λεκτικά παιχνίδια χαρίζοντάς μας μία ποιητική διάθεση που χαϊδεύει την ανάγνωση αλλά εγείρει ερωτήματα για το παρελθόν. Παρόλο την σκληρότητα, την τραχύτητα και πολλές φορές την πικρία των στιγμών και των συμβάντων, μέσα από την αφήγησή του ξεπηδά μία γλυκιά νοσταλγία για τα αγνά χρόνια, τα χρόνια αυτά τα τρυφερά που πέρασαν ανεπιστρεπτί. Και παρά την δυσκολία που οι άνθρωποι του τότε συνάντησαν, αν αναλογιστεί κανείς τις συγκυρίες και τις απαγορεύσεις, τους περιορισμούς και τα πενιχρά μέσα διαβίωσης, υπάρχει έντονο το άρωμα της νοσταλγίας για το αίσθημα αλληλεγγύης, αλληλοκατανόησης και αλληλοβοήθειας που διαλύθηκε σαν σύννεφο στα χρόνια που ακολούθησαν.

Ο Ατζακάς μοιάζει να νιώθει ένα δέος μπροστά στους ήρωές του, έναν  σεβασμό ίσως και αυτοί, απαλλαγμένοι από πρέπει, ξεπηδούν από μέσα του ανώδυνα με αυτόν τον μοναδικό τρόπο με τον οποίο «εκμεταλλεύεται» την ζήση τους. Οι χαρακτήρες του, είτε πρόκειται για νεότερους είτε για πρεσβύτερους είναι πρόσωπα που αγωνίστηκαν για την ίδια τους την ζωή, για την ζωή των παιδιών τους και μόχθησαν για να αποκτήσουν αγαθά. Με ροζιασμένα χέρια από την εργασία, με ιδρωμένα μέτωπα, με ταλαιπωρημένες όψεις, οι άνδρες και οι γυναίκες είναι φιγούρες που μοιάζουν να ξεπρόβαλαν από ασπρόμαυρη ταινία του Αγγελόπουλου. Εικόνες ολόκληρων γενιών ξυπνάνε μέσα από τις περιγραφές μίας Ελλάδας που πόνεσε, μάτωσε, αναστήθηκε, έζησε και πάλεψε να βγει ζωντανή. Νέοι που έδωσαν μάχη για ένα κομμάτι ψωμί, για λίγα ψίχουλα ελευθερίας μέσα από τιμωρίες και εξορίες που δεν τους λύγισαν αλλά τους πείσμωσαν να συνεχίσουν να υπερασπίζονται τα πιστεύω τους. Αναφέρει κάπου χαρακτηριστικά: «Ξέρω πως οι άνθρωποι στα χέρια της Ιστορίας είναι ένα φτηνό παιχνιδάκι». Και πράγματι οι άνθρωποι των διηγημάτων του Ατζακά παραδίδονται άοπλοι στο μεγαλείο της Ιστορίας και βιώνουν στενάχωρες καταστάσεις όπως θανάτους, απώλειες περιουσιών, εσωτερικές αδυναμίες ύπαρξης. Ο κοινός παρονομαστής σε όλα τα διηγήματα είναι η δυστυχία και ο σπαραγμός, η αδικία και η κατάρρευση για αυτούς που περίμεναν από την ζωή τους ένα καλύτερο αύριο. Καμία όμως έκλαμψη, κανένα φως και καμία ελπίδα δεν επιφύλαξε για τον Νικήτα στο διήγημα «Λίγη φλόγα πολλή στάχτη» όπου ο ήρωας κατεδαφίζεται σε έναν έρωτα χωρίς αντάλλαγμα και βιώνει ολοκληρωτικά την απόρριψη σαν το σώμα του να ήταν ξένο μέσα στο ίδιο του το κορμί. «Μόνος εκείνος γνώριζε πως, αν ήρθε εδώ, δεν ήταν για να κρυφτεί από κάποιους διώκτες του, αλλά από τον ίδιο του τον εαυτό. Ο πληγωμένος εγωισμός του όμως τον είχε ακολουθήσει όπως ο ίσκιος του, σαν δαρμένο σκυλί». Και λίγο παρακάτω: «Ο πόνος του δεν ήταν παρά ένα εξαγνιστικό μαρτύριο, που για κατακάθι του άφηνε μία γεύση στυφής ηδονής».

Δικτατορία, εμφύλιος, αντιπαλότητες κοινωνικές, πολιτικά αδιέξοδα, ανεκπλήρωτοι έρωτες και οικογενειακές απογοητεύσεις, αντίσταση στο καθεστώς και εξοστρακισμός για λόγους συνείδησης όλα βρίσκονται εντός. Οι άνθρωποι του Ατζακά έρχονται αντιμέτωποι με την ίδια τους την εποχή και στήνονται σε κάθε περίσταση στον τοίχο χωρίς να γνωρίζουν το γιατί, ποιες αμαρτίες πληρώνουν, ποιο κόστος ζωής ξεπληρώνουν. Ο Στράτος για παράδειγμα, στον «Αλιβάνιστο», παπαδιαμαντικού ύφους διήγημα εμπνευσμένο από τον «Άγιο των ελληνικών γραμμάτων», βασανίζεται από τον πόλεμο που του έχει ανοίξει η ίδια του η κόρη που απαρνείται να τον δει, τον έχει ξεχάσει μέσα της και τον εκδικείται εκούσια για όλα αυτά που η ίδια ισχυρίζεται πως της προξένησε. Είναι μία ιστορία οικογενειακή που έχει την αλήθεια ριζωμένη και για αυτό αγγίζει με την ωμότητα και την καθαρότητα του λόγου που μεταχειρίζεται ο συγγραφέας. Το ίδιο συμβαίνει και στο διήγημα «Ο Οδυσσέας στη Μαύρη Θάλασσα» όπου η συνάντηση γιου και πατέρα μετά από χρόνια θυμίζει τον Τηλέμαχο και τον Οδυσσέα, μία συνάντηση σπαρακτική, ανατριχιαστική και πολύ βαθιά συναισθηματική. Μετά από χρόνια αποξένωσης λόγω διαφόρων συγκυριών ξαναβρίσκονται να ανταμώνουν και να ξανανιώνουν την αγάπη που έχει ο ένας για τον άλλο έχοντας στο νου πως μπορεί και να μην ξανασμίξουν. Βυθίζονται και οι δύο στην χαρά της προσμονής που έγινε πραγματικότητα και αγκαλιάζονται εδώ και τώρα για να προλάβουν να ζήσουν αναδρομικά όλα αυτά που χρόνια στερήθηκαν. Και σε μία αποστροφή του λόγου του ο πατέρας συμβουλεύει τον γιο του: «Εσύ παιδί μου, να κοιτάς πρώτα τη δουλειά σου. Ας τρέξουν και οι άλλοι γι’αυτό το έρμο το ρωμαίικο. Εμείς ρημάξαμε τη ζωή μας, όλα για μία ιδέα»… «Δεν πρόκειται ποτέ να σιάξει αυτός ο κόσμος, ο άνθρωπος βλέπει πρώτα το τομάρι του και μετά σκέφτεται την κοινωνία». Ατέλειωτα χιλιόμετρα ψυχικής κατάπτωσης, αλησμόνητες σκέψεις στον διάβα του χρόνου που ρήμαξαν, ακούραστοι ιππείς γεμάτοι βάσανα να συνεχίζουν την ανηφόρα τους, αγέλαστες φιγούρες να παλεύουν με τις σκιές τους. Και όμως η ζωή συνεχίζεται…

«Πρέπει όμως να έχεις πονέσει ο ίδιος πρώτα, για να μπορέσεις να μιλήσεις για τον ξένο πόνο» – Από το διήγημα Λίγη φλόγα πολλή στάχτη

«Δεν ήταν μόνο ο σεβντάς που τον έκαιγε, το μεγάλο μαρτύριο ήταν τα αναπάντητα ερωτήματα που σφυροκοπούσαν ανελέητα τη σκέψη του» – Από το διήγημα Η Λίμνη

«Η γυναίκα για να τη φέρεις στα νερά σου θέλει καλό ψάρι και κρασί μαζί» – Από το διήγημα Η συμφωνία

Το βιβλίο του Γιάννη Ατζακά, με τίτλο Λίγη φλόγα πολλή στάχτη, κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Άγρα.