Ο παίκτης, ένα από τα σημαντικότερα έργα του Ντοστογέφσκι και ένα από τα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, κυκλοφορεί σε μετάφραση της Κίρα Σίνου, από τα ρωσικά στην πολύ επιτυχημένη σειρά Κλασική Ξένη Λογοτεχνία των εκδόσεων Μίνωας.

Η δράση του μυθιστορήματος εκτυλίσσεται στο Ρουλέτενμπουργκ, μια φανταστική πόλη στη Γερμανία. Ένας απόστρατος Ρώσος στρατηγός επισκέπτεται την πόλη με τα παιδιά και τη φιλενάδα του, μια κατά πολύ νεότερή του γυναίκα, με την οποία ετοιμάζεται να παντρευτεί. Μαζί τους είναι και ο νεαρός δάσκαλος Αλεξέι Ιβάνοβιτς, ο οποίος είναι ερωτευμένος με την Πολίνα, τη μεγαλύτερη κόρη του στρατηγού.

Βρισκόμενος στα πρόθυρα χρεοκοπίας, ο στρατηγός περιμένει να κληρονομήσει τη θεία του. Παράλληλα ο Αλεξέι, παρασυρμένος από τον τυραννικό και ανεκπλήρωτο έρωτα προς την Πολίνα, ξεκινά να παίζει στο καζίνο της πόλης προσφέροντας όλα τα κέρδη στην αγαπημένη του. Αυτό όμως δεν θα αποτελέσει παρά μονάχα την αρχή της σταδιακής του πτώσης.

Στον Παίκτη ο Ντοστογέφσκι με απαράμιλλο τρόπο σκιαγραφεί την κατάρρευση ενός ήρωα ο οποίος καταστρέφεται από δύο μεγάλα πάθη: τον έρωτα και τον τζόγο.

Ο Φιόντορ Ντοστογέφσκι γεννήθηκε το 1821 στη Μόσχα. Ο πατέρας του ήταν συνταξιούχος στρατιωτικός γιατρός. Ήταν αλκοολικός με βίαια ξεσπάσματα, ενώ η μητέρα του το άκρως αντίθετο, μια τρυφερή γυναίκα με την οποία ο νεαρός Φιόντορ είχε μια βαθιά σχέση αγάπης.

Ο πατέρας του βρέθηκε δολοφονημένος από τους δουλοπαροίκους του, αφήνοντας ελάχιστα χρήματα στην οικογένειά του. Ήδη πριν από τον θάνατό του, ο Ντοστογέφσκι είχε ξεκινήσει τις σπουδές του στη Στρατιωτική Ακαδημία Μηχανικών, στην Αγία Πετρούπολη. 

Ζούσε σε πολύ άσχημες συνθήκες, αφού ξόδευε τα λίγα που λάμβανε, ενώ είχε ήδη εκδηλώσει το πάθος του για τον τζόγο, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα να βρίσκεται χρεωμένος σε όλη του σχεδόν τη ζωή.

Σύμφωνα με μελετητές, βρέθηκε άθελά του μπλεγμένος σε μια συνωμοσία για την ανατροπή του τσάρου Νικολάου Α΄ και στις 22 Απριλίου 1849 φυλακίστηκε. Ο Ντοστογέφσκι δήλωσε αθώος, οι δικαστές ωστόσο καταδίκασαν όλους τους κατηγορουμένους σε θάνατο. Στις 22 Δεκεμβρίου 1849, ο εικοσιοχτάχρονος Φιόντορ οδηγήθηκε ενώπιον του αποσπάσματος. Την τελευταία στιγμή ωστόσο η εκτέλεση ματαιώθηκε, αφού ανακοινώθηκε η απόφαση του τσάρου να μετατρέψει τη θανατική καταδίκη σε καταναγκαστικά έργα στο Ομσκ της Σιβηρίας. Το 1854 κλήθηκε να εκτίσει το δεύτερο μέρος της ποινής του, τη στρατιωτική του θητεία στην κωμόπολη Σεμιπαλατίνσκ της Σιβηρίας. Από τις εμπειρίες του στην εξορία προέκυψε το μυθιστόρημα Αναμνήσεις από το σπίτι των πεθαμένων (1861-62).

Το 1864 έχασε την πρώτη του σύζυγο και τον αδελφό του. Ενώ ήταν ήδη χρεωμένος, ανέλαβε και τις οικονομικές υποχρεώσεις του αδελφού του. Απειλούμενος με φυλάκιση για χρέη, ο Ντοστογέφσκι κατέφυγε στο εξωτερικό και στήριξε όλες τις ελπίδες του στη χαρτοπαιξία. Μάλιστα, ξεκίνησε να γράφει το διασημότερο έργο του, Έγκλημα και τιμωρία (1866), ζητώντας από τον εκδότη του μια προκαταβολή που είχε μεγάλη ανάγκη.

Την ίδια εποχή ερωτεύτηκε την εικοσάχρονη στενογράφο Άννα Σνίτκινα, στην οποία υπαγόρευσε τον Παίκτη (1866), και το 1867 παντρεύτηκαν. Για να αποφύγει τους δανειστές, το ζευγάρι αναχώρησε στο εξωτερικό, όπου παρέμεινε για τέσσερα χρόνια. Ζούσαν σε έσχατη φτώχεια περιφερόμενοι από χώρα σε χώρα. Η νεαρή Άννα υπέμενε τις επιληπτικές κρίσεις και τη χαρτοπαιξία του, ακόμα και τον τραγικό χαμό του πρώτου τους παιδιού, χωρίς ποτέ να κλονιστεί η αφοσίωσή της. Από τις σκληρές αυτές συνθήκες ζωής γεννήθηκε το δεύτερο αριστούργημα του συγγραφέα, Ο ηλίθιος (1868-69), ενώ μεγάλη επιτυχία σημείωσαν οι Δαιμονισμένοι – έργο που άρχισε να γράφει το 1869 και ολοκλήρωσε το 1872.

Πέθανε στην Αγία Πετρούπολη το 1881, λίγους μήνες μετά την ολοκλήρωση του τελευταίου του μυθιστορήματος, Αδελφοί Καραμάζοφ.