Στα ελληνοαλβανικά σύνορα εκεί που η ζωή μετρά πληγές και μαρτυρά την διαφορετικότητα, εκεί που οι άνθρωποι υπολογίζουν τις μεταξύ τους σχέσεις και φτιάχνουν μέτωπα κακίας ή καλοσύνης, εκεί στο μεταίχμιο των διακρίσεων και των εθνικών διαφοροποιήσεων εκτυλίσσεται μία ιστορία βγαλμένη από την κοινωνία του σήμερα με βλέμμα στο αύριο.

Μια ιστορία που θέμα της είναι οι αλήθειες και τα ψέματα που καθημερινά μοιραζόμαστε, οι αιχμηρές ή συμπονετικές ματιές που ρίχνουμε ο ένας στον άλλον και τα λόγια που κρύβουμε μήπως και χαλάσουμε το οικοδόμημα των επαφών μας λόγω αποκαλύψεων ή τα λόγια που ξεστομίζουμε για να σημάνουμε την επιθετική μας διάθεση. Ο Μιχάλης Μακρόπουλος, επηρεασμένος από την προηγούμενη γενιά Ελλήνων λογοτεχνών και με το κεντρί βαθιά στην ανθρώπινη ψυχή δεν φοβάται να αγγίξει αγκάθια που μπορεί και να ματώσουν το χέρι, τα λόγια του χτυπάνε σαν κεραυνός κατακερματίζοντας την σιωπή που πολύ κράτησε.

Ο ήρωάς του είναι ο διπλανός μας γείτονας, ο άνθρωπος που συναντούμε στο βαγόνι και δεν ξέρουμε τι βρίσκεται πίσω από τις σκέψεις του. Είναι σημερινός, ζωντανός, σπαρταριστός, είναι μπροστά μας και είναι ευάλωτος. Είναι η προσωποποίηση μίας κοινωνίας που βασανίζεται από την ανασφάλεια, την αγωνία, τον φόβο για αυτό που ξημερώνει αύριο, μιας κοινωνίας που παρακολουθεί τις εξελίξεις χωρίς να ελέγχει την κατάσταση και που γνωρίζει πως φταίει και η ίδια. Είναι και αυτός ο πρωταγωνιστής, ο Ηλίας στην συγκεκριμένη περίπτωση που προδόθηκε από την γυναίκα του και αυτός που πασχίζει να προσφέρει στις κόρες του, την Αγγελική και την Μαρία ό,τι γίνεται περισσότερο. Η επικοινωνία μαζί τους είναι ό,τι του έχει απομείνει από έναν ήδη διαλυμένο γάμο και μία ζωή βαμμένη στα χρώματα της ανεργίας. Στην μητέρα του βλέπει τον άνθρωπο που μπορεί να βρει ένα πιάτο φαί, εκεί στο χωριό όπου επιστρέφει για να κατευνάσει τα οξυμένα πνεύματα που του τρώνε σαν σαράκι τον νου και τον αφήνουν ξάγρυπνο να παλεύει με τα φαντάσματα του ίδιου του εαυτού. Σκληρός και περήφανος όμως δεν θέλει να γίνει η λύπηση κανενός για αυτό και στον αστυνόμο φίλο του Κώστα θα προσπαθήσει να σταθεί όρθιος και ισχυρός πριν λυγίσει καταλαβαίνοντας πως η βοήθειά του είναι πολύτιμη και όσο ποτέ άλλοτε αναγκαία. Ένα πληγωμένο ζώο στην άκρη του δρόμου δεν θα εκλιπαρούσε να το συνδράμουν και να του επουλώσουν τις πληγές; Έτσι και εκείνος, θα καταφύγει στην πολυπόθητη αυτή συνεισφορά του που μοιάζει με όαση στην μέση της πυρωμένης ερήμου.

Στις μικρές κοινωνίες όλα μαθαίνονται για αυτό και ο Ηλίας, προσεκτικά κινούμενος και φειδωλός στα λόγια, θα θελήσει να κρατήσει μακριά τις έγνοιες του από τις συναθροίσεις των συγχωριανών του όταν εκείνοι σαν αρπακτικά θα αναζητούσαν εύκολη λεία στις ανησυχίες που βλέπουν πως τον έχουν περικυκλώσει. Μόνο ο Κώστας, ο πιστός του φίλος και η μητέρα του η κυρία Γκέλω θα είναι οι αποδέκτες του πόνου του και τα καταφύγια του σε αυτές τις δύσκολες μέρες που περνάει. Χωρίς που την κεφαλή κλίναι θα συνεχίσει να ζει, να αναπνέει, να αφιερώνει χρόνο για να λησμονήσει, να ξαναχτίσει αυτά που μέσα του γκρεμίστηκαν γιατί τίποτα δεν έχει τελειώσει. Και αν και με μία οικογένεια διαλυμένη – διαλυμένος είναι ο ίδιος μακριά από τις δύο του αγάπες γιατί η τρίτη που σκότωσε τα συναισθήματα του έχει πάψει να υφίσταται – αναζητά την δραστηριότητα και την κινητικότητα για να μην λασπώσει περαιτέρω μέσα του η οδύνη και οδηγηθεί στην πλήρη κατάθλιψη. Μέσα σε όλο αυτό τον πυρετό που ταλανίζει το είναι του, έρχεται η μοίρα να τον μπλέξει, σαν να μην έφταναν οι δικές του έγνοιες. Ποιο είναι αυτό το άγριο έγκλημα του οποίου θα γίνει άθελά του μάρτυρας και τι κρύβεται πίσω από την δολοφονία της κοπέλας που βρέθηκε κομματιασμένη στη μέση του πουθενά;

Η ζωή σε εκείνο το σημείο της χώρας είναι σκληρή και οι άνθρωποι ακόμα πιο αδυσώπητοι, τα κυκλώματα και οι βρωμοδουλειές δίνουν και παίρνουν, τα όπλα έχουν την δική τους κυβέρνηση και πολλές φορές είναι ο νόμος πάνω από τον νόμο. Πως μπορεί ο ίδιος να τα βάλει με ένα ολόκληρο σύστημα που ζέχνει από την μυρωδιά της μολυσμένης ψυχής? Και όμως θα διψάσει για αλήθεια, έτσι καθαρός και διαφανής χαρακτήρας που είναι. Θα γίνει στόχος και δάκτυλος ανθρώπων που θέλουν να κουκουλώσουν το φονικό για να μην αποκαλυφτούν τα ίχνη του αίσχους και της απανθρωπιάς που τους ντύνει. Άγρια ένστικτα επιβίωσης θα μπορούσαμε να πούμε πως καλύπτουν σαν ομίχλη τις μέρες και τις νύχτες σε εκείνη την απομακρυσμένη γωνιά, εκεί όπου οι κανόνες δεν βρίσκουν εφαρμογή και οι άνθρωποι είναι θύματα της απομόνωσής τους. Ο Ηλίας, υπέρμαχος των δικών του αρχών και φτωχός πλην τίμιος θα φροντίσει να ξεσκεπάσει όλη αυτή την στρώση διαφθοράς και σήψης με όποιο τίμημα. Ποιο είναι το μυστικό αυτό που θα κρατήσει μέσα του και θα τον καταδικάσει μία ζωή στην φυλακή από την οποία ίσως και να μην βγει ποτέ;

“Το δέντρο του Ιούδα” είναι το δέντρο που συγκεντρώνονται οι καρποί της φιλίας και της προδοσίας μαζί, σε έναν κόσμο που μένει αιχμάλωτος των αδυναμιών του και των ενοχών του. Όπως αναφέρει και ο ίδιος χαρακτηριστικά: “Κάτω από το λουλουδιασμένο δέντρο, μία δημοκρατία του θανάτου έχει εγκαθιδρυθεί. Νεκροί και ζωντανοί, σκιές και ύλη, συνυπήρχαν ισότιμα”. Τελικά ποιο είναι το μαγικό φίλτρο της συνύπαρξης και κάτω από ποιους όρους θα μπορέσει ποτέ να γίνει το δέντρο αυτό από τόπος σύγκρουσης, αλληλοσπαραγμού και μίσους, το δέντρο που θέλει να ανθίζει στα φύλλα του η αγάπη, η κατανόηση και το μόνοιασμα? Ίσως ένα όνειρο απατηλό και απόμακρο που ελπίζει κάποια στιγμή να αντικαταστήσει τον υπάρχοντα εφιάλτη.

“Οι αληθινές λέξεις ζούσαν άηχες στις σιωπηρές παύσεις”

Το βιβλίο του Μιχάλη Μακρόπουλου, Το δέντρο του Ιούδα, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κίχλη.