Στα σκοτεινά και άγρια μονοπάτια της Άγριας Δύσης, την επαύριον του αμερικανικού εμφυλίου, τα σώματα είναι κενά από μνήμη και γεμάτα από βαναυσότητα και μίσος για τον διπλανό τους, χαμένα σε έναν κόσμο σύγκρουσης και αντιπαλότητας που αγγίζει τα όρια της παράνοιας.

Ένα μείγμα παραισθήσεων και παράξενων ενστίκτων κατακλύζει τους αποσβολωμένους ανθρώπους που πολέμησαν τον εχθρό τους, τον συμπατριώτη τους σε τελική ανάλυση, πεπεισμένοι πως αγωνίζονται για την ανεξαρτησία τους με λάβαρο την ιδέα για ένα καλύτερο αύριο που ποτέ δεν έρχεται. Τελικά, το αποτέλεσμα ήταν ένα δοχείο ματαιότητας γεμάτο από κάτω μέχρι πάνω και την υπονόμευση της ζωής που δεν τελειώνει όταν τα τύμπανα του πολέμου παύουν να ηχούν. Σε αυτή την πραγματικότητα, η Melanie Wallace τοποθετεί την αφήγησή της για να αποκαλύψει ή να προσδώσει στην ιστορία της πως κανένας πόλεμος και καμία βαρβαρότητα δεν αφήνει ανέπαφες τις ψυχές των ανθρώπων που βιώνουν συνθήκες ανελευθερίας.

Στο οχυρό 2881 που όλα έχουν την ανάσα του θανάτου να εγκυμονεί και την αβεβαιότητα να ίπταται πάνω από τα κεφάλια των κατοίκων του, οι μυρωδιές μπαρουτιού και οι ιαχές επίθεσης δεν έχουν πάψει να καλύπτουν τον ουρανό της ειρήνης που παραμένει νεφελώδης. Ο στρατιωτικός ηγέτης του οχυρού ταγματάρχης Κάτερ βρίσκεται στο έλεος του φόβου του, αδυνατεί να κυβερνήσει και να εξουσιάσει τους ανθρώπους που περιμένουν για την λύτρωση ενώ οι στρατιώτες βρίσκονται σε αναρχία και έλλειψη οργάνωσης. Τα ανεξίτηλα σημάδια που έχουν χαραχτεί πάνω του είναι έκδηλα, ο ίδιος ο Κάτερ κυκλοφορεί σαν φάντασμα που ψάχνει το εγώ του μέσα στην ομίχλη, αλληλογραφεί στην γυναίκα του που δεν υπάρχει πια προσπαθώντας να αγκιστρωθεί από κάποια δύναμη που θα τον παρηγορήσει και θα του δώσει μία λύση ώστε να αποφύγει τον χαμό του. Σαν τσεχοφικός ήρωας ή σαν Ματωμένος μεσημβρινός για να θυμηθούμε το βιβλίο του Κόρμακ Μακ Κάρθυ, ο Κάτερ είναι ο κύριος ήρωας και πρωταγωνιστής, δέσμιος των συνεχόμενων προσβολών προς το πρόσωπό του και δέκτης των αμφιβολιών των ανθρώπων που βρίσκονται υπό την εποπτεία του.

Παράλληλα με την συνθήκη αυτή, η Άμπιγκέιλ Μπιούελ, αυτό το αμίλητο αγρίμι που κατά την διάρκεια του πολέμου αιχμαλωτίστηκε και φυλακίστηκε από τις ορδές των αδίστακτων Ινδιάνων που διψούσαν για εκδίκηση και για χρόνια ζούσε μαζί τους, θα παραδοθεί προς τον “πολιτισμό” που τόσα χρόνια στερήθηκε. Αλλά σε ποιον πολιτισμό πραγματικά γυρνάει όταν όλα γύρω της έχουν καταρρακωθεί και καταρρεύσει; Για ποια επιστροφή μιλάμε όταν η ίδια αποφασίζει να εμπιστευτεί μόνο το άλογό της και όταν σιωπηλή θα δείξει την άρνησή της να συμπλεύσει με ο,τιδήποτε πολιτισμένο την ένωνε με το χθες; Μόνη της και κύρια του εαυτού θα παραμείνει έγκλειστη στις σκέψεις της, απόμακρη και ξένη, διαγράφοντας από την μνήμη της το παρελθόν της σαν η αιχμαλωσία της να ήταν η λύτρωσή της. Η Μπιούελ είναι πλέον μία σκιά που περιφέρεται, αποδέχεται την επικοινωνία μόνο με τον Κάτερ, η συνομιλία τους όμως αυτή δεν οδηγεί πουθενά καθώς και οι δύο είναι χαμένοι στην απώλεια της συνείδησής του και κινούν τα νήματά τους σε μία σφαίρα έξω από την επίγεια πραγματικότητα, ο καθένας για τον πόνο της ψυχής του. Εκείνη στο μόνο που αποθέτει τις ελπίδες της είναι το άλογό της, η ασπίδα προστασίας της που της αφήνει περιθώρια ελπίδας πως το μωρό που φέρνει στα σπλάχνα της θα ζήσει ένα μέλλον δίχως μελανιές και μαύρες κηλίδες αναξιοπρέπειας φοβούμενη πάντα όπως αναφέρει και η συγγραφέας πως “ό,τι έθρεψε κάποτε αυτός ο πλακούντας, ο έξω κόσμος δεν θα το συντηρήσει για πολύ”.

Η Wallace είναι πολύ περιγραφική όταν ξεσκεπάζει την σκληρότητα μίας φυλής που κατά την συγγραφέα δεν παρουσιάζει καμία ένδειξη συναίνεσης ή κατανόησης προς τον διαφορετικό άνθρωπο, δεν έχει ευαισθησίες και λειτουργεί σαν μηχανή που θέλει να καταστρέφει. Ποια όμως είναι τα όρια του πολιτισμού και ποια της άγριας ζωής; Σε τι διαφέρει η ισοπέδωση και η συντριβή ενός ολόκληρου έθνους στο όνομα μίας δήθεν πολιτικής διαφοροποίησης και σε τι η άνευ προηγουμένου επίδειξη ισχύος από μία φυλή που έμαθε να επικοινωνεί με δικούς της κανόνες και γλώσσα; Τα ερωτήματα που εγείρονται είναι κρίσιμα και ίσως να μην βρουν ποτέ απάντηση, η ιστορία όμως θα δείξει αν ο αφανισμός των Ινδιάνων έφερε τον κόσμο σε ευτυχέστερη μοίρα και αν η δική τους δίψα για αίμα δεν ήταν αποτέλεσμα των δεινών που υπέφεραν από έναν δυτικό άνθρωπο “πολιτισμένο”.

“Κανείς δεν ξέρει πια τι είναι αληθινό, ή μάλλον τι δεν είναι, και μες στον λήθαργο και στη μέθη τους παύουν να θυμούνται πια ποιοι ήταν ή να φαντάζονται ποιοι μπορούν να ξαναγίνουν”

Το βιβλίο της Melanie Wallace, με τίτλο Το γαλάζιο άλογο ονειρεύεται κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις.