Τρεις κόσμοι άγριοι, αδυσώπητοι και ανεξερεύνητοι. Των φυτών, των ζώων και των ανθρώπων. Οι σπαραγμοί είναι δραματικοί, καθοριστικοί, υπάκουοι στους προαιώνιους νόμους της φύσης. Κι ένας ποιητής που ψάχνει τον Θεό, θα τον βρει μέσα στην νομοτέλεια του βίαιου πολέμου για την επιβίωση.

Ανάμεσα στα πιο δραματικά έργα του διεθνούς ρεπερτορίου, το «Ξαφνικά πέρσι το καλοκαίρι», είναι δείγμα της ωριμότερης γραφής του Ουίλιαμς και αποκύημα μιας πολύ δύσκολης περιόδου για τον ίδιο. Θίγει ζητήματα οικεία από το περιβάλλον του, μιας και η λοβοτομή που υπέστη εν απουσία του η αδερφή του, Ρόζα, αποτελούσε πάντοτε μία ανοιχτή πληγή. Επιπλέον, οι επίπονες προσπάθειες να κόψει τον ομφάλιο λώρο με την μητέρα του, αποτυπώνονται συχνά στα έργα του, όμως στο συγκεκριμένο καθίστανται παραπάνω από προφανείς.

Η αριστοκράτισσα Βάιολετ Βενάμπλ, θρηνώντας για τον πρόωρο χαμό του μοναχογιού της και ομοφυλόφιλου ποιητή Σεμπάστιαν, προσπαθεί με οργισμένη μανία να πείσει τον ψυχίατρο Κούκροβιτς, που ερευνά την υπόθεση, για την ασθένεια της ανιψιάς της Κάθρην Χόλυ, ώστε να υποστεί λοβοτομή και να πάψει να υποστηρίζει μια σπαρακτική εκδοχή για το θάνατο του ξαδέρφου της. Ο γιατρός δείχνοντας ψυχραιμία, σύνεση και ανωτερότητα, χωρίς να επηρεάζεται από το χρηματικό δέλεαρ και τους εκβιασμούς της Βάιολετ, προσπαθεί να κατανοήσει τη θέση της Κάθρην. Η κοπέλα θα ακουμπήσει πάνω του και θα τον εμπιστευτεί, ενώ εκείνος θα βυθιστεί αργά μέσα στον σκιερό και μυστηριώδη κόσμο που περιβάλλει την οικογένεια Βενάμπλ, καθώς και στην ιστορία του πρόωρα δολοφονημένου Σεμπάστιαν. 

Ο εκκεντρικός τύπος, κάθε χρόνο έγραφε ένα ποίημα, αφιερωμένο στα ταξίδια του καλοκαιριού που πραγματοποιούσε με τη μητέρα του, πρόσωπο απόλυτης εμπιστοσύνης του. Για εννέα μήνες το προετοιμάζει μέσα του σαν έμβρυο και το θέρος ξεδιπλώνει τις σκέψεις του στο χαρτί, «γεννώντας» ουσιαστικά τις ιδέες. Ο κόσμος μιλάει για αυτούς όχι σαν μητέρα με παιδί, αλλά σαν ζευγάρι, κάτι που γιγαντώνει τον περίσσιο ναρκισσισμό της άλλοτε καλλονής Βάιολετ.

Ο νεαρός στις περιπλανήσεις ανά τον κόσμο αναζήτησε το Θεό, μα αντίκρισε την παντοκρατορία της φύσης. Στα Γκαλαπάγκος ήρθε αντιμέτωπος με τον σπαραγμό στον κόσμο των ζώων, ενώ στον ιδιόκτητο κήπο με την άγρια βλάστηση, διαπίστωσε τον σπαραγμό των τροπικών φυτών, με τον οποίο ξεκινά και το έργο, σαν φόρο τιμής στη σειρά δημιουργίας της ζωής πάνω στον πλανήτη.

Το τελευταίο καλοκαίρι θα είναι αυτό που θα ταράξει τις όποιες ισορροπίες, αφού καλείται η Κάθρην να αναλάβει το ρόλο της συνοδού σε κάποιο ταξίδι στο Μεξικό. Εκείνη δεν είναι ούτε αθώα, ούτε άμοιρη ευθυνών. Επιδιώκει τόσο την ανάμειξη με την ελίτ και τον ξάδερφο που είναι κρυφά ερωτευμένη, όσο και τη φυγή μακριά από την ανυπόφορη οικογένειά της, που μέχρι την στερνή στιγμή προσπαθεί να την εκμεταλλευτεί. Ο Σεμπάστιαν, έχοντας ήδη χαράξει το δρόμο προς την καταστροφή, ντυμένος με τα λευκά ρούχα της θυσίας, θα αφανιστεί από ένα πλήθος πεινασμένων παιδιών σε μια ανελέητη ανθρώπινη μάχη και μια αιματηρή εξιλέωση.

Το έργο είναι μία σύγχρονη τραγωδία στη δομή της κλασικής, με τον κεντρικό ήρωα απών και την κλιμακωτή δράση μέχρι τη δραματική κορύφωση της αποκάλυψης. Χτίζοντας μία ιστορία με ανθρώπινα συντρίμμια, ο συγγραφέας καταφέρνει να σπάσει κάθε συγγενικό δεσμό και να επαληθεύσει για ακόμα μία φορά την περιβόητη «καλοσύνη των ξένων», μιας και ο μοναδικός που στέκεται με αξιοπρέπεια και συμπόνια απέναντι στις φρικαλεότητες που διαπράττονται, είναι ο γιατρός που ερευνά την υπόθεση και καλείται να πάρει την τελική απόφαση για την υγεία της Κάθρην. Ένας γιατρός που διεκδικούν ενδόμυχα με ερωτικό τρόπο και οι δύο γυναίκες, η Βάιολετ που ποτέ δεν ξεχνά πόσο μοιραία και θελκτική υπήρξε, όσο και η Κάθρην που τον βλέπει ως σανίδα σωτηρίας και κατανόησης στη μοναχική της φυλακή.

Ο Δημήτρης Μαυρίκιος είναι ένας σκηνοθέτης με περγαμηνές, που κατέχει άξια το σεβασμό κοινού και συναδέλφων. Η σύλληψή του για το «Ξαφνικά πέρσι το καλοκαίρι» στο Κεφαλληνίας, δικαιώνει για ακόμα μία φορά τις προσδοκίες που έχει δημιουργήσει η ενδιαφέρουσα πορεία του. Κατανόησε ουσιαστικά το μέγεθος της τραγικότητας των χαρακτήρων και αφουγκράστηκε την ανάγκη του έργου να αποκτήσει μια πιο σύγχρονη ματιά. Χρησιμοποιεί με τρόπο ουσιαστικό και εύστοχο κινηματογραφικά και άλλα τεχνικά μέσα ως παράλληλη δράση και επιλέγει να ξετυλίξει το κουβάρι της υπόθεσης από την οπτική του ψυχιάτρου – ερευνητή, που εισέρχεται για να ανακαλύψει τι πραγματικά συνέβη. Η αρχιτεκτονική του, αποκαλύπτει λιτά και στέρεα όλες τις εκφάνσεις του δράματος, ενώ με τη συνεισφορά του Χρήστου Δήμα στο κινηματογραφικό μέρος, δημιουργείται ένα δεμένο σύνολο που εξυπηρέτησε πλήρως τη σκηνοθετική έμπνευση. Η μετάφραση του ιδίου, είναι σχεδόν ποιητική μέσα σε ό,τι ζοφερό περιγράφεται, κάτι που αρμόζει στον Τενεσί Ουίλιαμς. Το σκηνικό του Δημήτρη Πολυχρονιάδη, είναι αφαιρετικό και συγχρόνως λειτουργικό, όπως και οι έξοχοι ατμοσφαιρικοί φωτισμοί του Λευτέρη Παυλόπουλου. Τα εντυπωσιακά κομψότατα κοστούμια εποχής, ανήκουν στην Ελένη Μανωλοπούλου, που μας έχει συνηθίσει σε εκλεκτές δημιουργίες. Η όμορφη μουσική του Στάθη Σκουρόπουλου κούμπωσε απόλυτα με την ατμόσφαιρα του έργου.

Από ερμηνευτικής πλευράς, οι ηθοποιοί ενίσχυσαν με το κύρος τους ακόμη περισσότερο την παράσταση. Η Μπέττυ Αρβανίτη σε ένα πλήρη έλεγχο του ρόλου, έπλασε μία Βάιολετ αδίστακτη, μοιραία, ματαιόδοξη και ταυτόχρονα ψυχικά διαλυμένη, έτοιμη να κατασπαράξει την αντίπαλο και να αγκαλιάσει με στοργή καθετί που της θυμίζει τον Σεμπάστιαν. Η Λουκία Μιχαλοπούλου, μας προσφέρει μια αξιομνημόνευτη ερμηνεία. Η Κάθρην της είχε παλμό, νεύρο και εσωτερικότητα. Κάθε κίνησή της, φανέρωνε μία συγκινησιακή μάχη. Συγκλονιστική στην απογύμνωση της αλήθειας και την κορύφωση του τέλους. Ο Αλέξανδρος Βάρθης έχτισε με πραότητα και ακρίβεια τον Κούκροβιτς, διεισδυτικό και επαγγελματικά απόμακρο απέναντι στους υπολοίπους. Η Βαγγελιώ Ανδρεαδάκη ήταν εύστοχη, δίνοντας χρώμα στον διφορούμενο ρόλο της μητέρας, ενώ ο Γιάννης Φλουράκης ήταν καλός και επιτηδευμένα επιφανειακός στον απωθητικό ρόλο του καιροσκόπου αδερφού. Μικρό αλλά συμπαθητικό το πέρασμα της Άννας Πατητή, ενώ ουσιαστική ήταν η συνεισφορά του Νίκου Κουρή μέσω του βίντεο, στο οποίο εντυπωσιάζει με την εκφραστικότητά του.

Βία και σπαραγμός, σε έναν περίπλοκο και αντιθετικό κόσμο αλλοφροσύνης και ωμότητας. Όμως στο τέλος, η πιο αθώα μονάδα είναι αυτή που προσφέρει μία σταγόνα δικαίωσης και καλοσύνης

*Το Θέατρο Οδού Κεφαλληνίας παρουσιάζει το αριστούργημα του Τενεσί Ουίλιαμς, Ξαφνικά πέρσι το καλοκαίρι, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Μαυρίκιου, με τη Μπέττυ Αρβανίτη στον κεντρικό ρόλο. ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ