Μια συλλογή τεσσάρων διηγημάτων είναι η νέα δουλειά του Χρήστου Οικονόμου που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πόλις με συνδετικό κρίκο ανάμεσά τους τη φράση που αποτελεί ταυτόχρονα και τον τίτλο της συλλογής: «Το καλό θα ‘ρθει από τη θάλασσα».

Ένας επαναστάτης και ασυμβίβαστος καλλιεργητής βιολογικών προϊόντων στοχοποιείται από τη μαφία του νησιού του, ένας σακάτης. ο οποίος προσπαθεί μάταια  να σώσει μια νέα κοπέλα από τα χέρια ενός σάτυρου, ένας πατέρας, ο οποίος, νυχθημερόν, αναζητά σπαρακτικά τον χαμένο του γιο και δυο καταστηματάρχες, οι οποίοι βλέπουν το κατάστημά τους να χάνεται και, επειδή νιώθουν το μέγεθος αυτής της καταστροφής, αρχίζουν να ζουν με νέες προτεραιότητες, ώσπου χάνονται, είναι οι κυρίαρχοι χαρακτήρες στα ισάριθμα διηγήματα του Χρήστου Οικονόμου, τα οποία μοιάζουν να σκηνοθετούν με αφηγηματική σαφήνεια ένα ιδιότυπο μυθιστόρημα, στο οποίο κοινός παρονομαστής είναι η κρίση, ηθική και οικονομική και ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζεται σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο.

Η απεραντοσύνη του νησιού, το οποίο δεν κατονομάζεται, αφού σημασία δεν έχει ο ορισμός του όσο ο συμβολισμός του,  γίνεται παράλληλα το σύνορο του εγκλεισμού τους. Όλοι οι ήρωες έχουν επιλέξει να φύγουν από την Αθήνα, να μεταναστεύσουν σε κάποιο νησί λόγω της οικονομικής κρίσης. Η επαφή με τους ντόπιους κατοίκους γίνεται εντελώς προβληματική και η εσωτερική μετανάστευση τούς αναγκάζει να δουν πόσο ξένοι πάντοτε μένουν. «Ξενομπάτηδες» σε έναν αφιλόξενο τόπο αναμετρώνται με την απώλεια, την ανεργία, τις τραγικές συγκυρίες, την αναζήτηση της προσωπικής τους ταυτότητας. Καθημερινοί άνθρωποι όπως όλοι μας, οι οποίοι παλινωδούν ανάμεσα στην μετανάστευση και τα όνειρά τους, παρίες μέσα στον τόπο τους, στη γλώσσα που μιλούν, στη συλλογική ιστορική  μνήμη, στο κοινωνικό πλαίσιο της περιοχής και στο πολιτισμικό γίγνεσθαι.

Και στα τέσσερα διηγήματα η κορύφωση της αγωνίας γίνεται με δραματικότητα και ο συγγραφέας περνά από το λυρισμό των περιγραφών στους καταγγελτικούς μονολόγους των ηρώων. Παίζοντας συνειδητά με τη φαντασία του αναγνώστη ο Οικονόμου σκιαγραφεί με θολά περιγράμματα τους ήρωές του, καθώς αυτό που έχει σημασία δεν είναι να τους δούμε μπροστά μας όσο να νιώσουμε την προσωπικότητά τους, να εισβάλλουμε μέσα τους, να μετρήσουμε και να αναμετρηθούμε με τα τραύματά τους, να ανιχνεύσουμε τον ψυχισμό τους και έτσι να δούμε το αληθινό πρόσωπο τους, ολοζώντανο να ξεδιπλώνεται μπροστά μας.

Ο Οικονόμου οικοδομεί με επαναστατικότητα τη βιωματική συμμετοχή του αναγνώστη και ταυτόχρονα τη συναισθηματική του φόρτιση και εμπλοκή στην οποία στοχεύει. Παράλληλα αφήνει ανοιχτά τα ενδεχόμενα του τέλους για να βιώσει ο αναγνώστης την παραδοχή της ελπίδας πως, πράγματι, κάτι καλό θα έρθει και μάλιστα από τη θάλασσα. Αυτή δεν είναι άλλωστε πάντα η οδός πάνω στην οποία ο ελληνικός πολιτισμός μπόρεσε να βαδίσει;

Ο λόγος του Οικονόμου γίνεται οδηγός σε μια κοινωνική ανάταση, σε μια επανάσταση επειδή αυτό είναι τελικά το μόνο ζητούμενο και ο συγγραφέας βρίσκει την ευκαιρία να καλλιεργήσει τη βελτίωση των συνειδήσεων. Οι αντοχές των ηρώων δοκιμάζονται και μαζί τους δονούνται και οι συνειδήσεις των αναγνωστών, όταν η ελπίδα πως, δεν μπορεί, κάτι καλό θα έρθει από τη θάλασσα γίνεται η αφετηρία και ο προορισμός αυτού του βιβλίου.

Το βιβλίο του Χρήστου Οικονόμου, Το καλό θα ‘ρθει από τη θάλασσα, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις.