Το βιβλίο του Τανιζάκι, Το κλειδί,  κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Άγρα σε μετάφραση του Παναγιώτη Ευαγγελίδη.

[…] Ήθελα κρυφά να διαβάζει το ημερολόγιο μου. Ήταν αλήθεια πως “ένας άνθρωπος σαν και μένα, που δεν ανοίγει την καρδιά του στους άλλους, χρειάζεται τουλάχιστον να μιλάει και ν’ ακούει ο ίδιος τον εαυτό του”, ένας όμως απ’ τους λόγους που έγραφα ήταν να τα διαβάζει κι ο άντρας μου. […] Ως προς αυτήν τη μυστικοπάθεια, για την οποία ο σύζυγός μου με περιγελούσε, κι αυτός δεν ήταν καλύτερος. Και αυτός και εγώ, ξέροντας ότι διαβάζουμε αντίστοιχα στα κρυφά ο ένας το ημερολόγιο του άλλου, σηκώσαμε φράγματα, στήσαμε εμπόδια στους δρόμους μας, πήραμε όσο πιο πλάγιους δρόμους μπορούσαμε και, όπως ήταν αναμενόμενο, η επίτευξη των σκοπών μας παρέμεινε μέχρι τέλους αβέβαιη· τέτοιοι ήταν οι όροι του παιχνιδιού μας. […]

“Το κλειδί”, γραμμένο το 1956, είναι το προτελευταίο μυθιστόρημα του Τζουνιτσίρο Τανιζάκι. Πραγματεύεται ένα από τα αγαπημένα θέματα της ιαπωνικής λογοτεχνίας, αυτό του ηλικιωμένου άνδρα που έχει ακόμα μέσα του τη φλόγα του έρωτα και που το όψιμο πάθος του τον οδηγεί στην καταρράκωση.

“Το κλειδί” είναι ένα μυθιστόρημα που αναπτύσσεται με τη μορφή δύο ημερολογίων που κρατούν αντιστοίχως ο άντρας και η γυναίκα, παντρεμένοι χρόνια και κουρασμένοι. Από ένα σημείο και μετά, ο καθένας προορίζει το ημερολόγιο για την κρυφή ανάγνωση από τον άλλο, με σκοπό να τον ερεθίσει αλλά και για να τον πληγώσει. Η διαφορά που δημιουργείται ανάμεσα στα δύο ημερολόγια δημιουργεί μια συνεχή ένταση και μας κάνει να γινόμαστε συνένοχοι του ενός ή του άλλου από τους συζύγους -αυτό εναπόκειται στον αναγνώστη.

Ο Τζουνιτσίρο Τανιζάκι (1886-1965) ήταν ένας γνήσιος “γιος του Έντο”, έχοντας γεννηθεί στο Νιχόνμπασι, τη λαϊκή εμπορική περιοχή κοντά στο λιμάνι του Τόκυο, που θεωρείται το λίκνο των πραγματικών συνεχιστών της φεουδαρχικής πρωτεύουσας. Παρ’ όλα αυτά, στα μισά περίπου της ζωής του μετακινήθηκε και πήγε να ζήσει στο Κάνσαϊ, την περιοχή της Οσάκα και του Κυότο, το κέντρο της παραδοσιακής ιαπωνικής αυτοκρατορικής κουλτούρας. Το 1907 δημοσιεύει την “Κηδεία ενός σπάνιελ” και το “Αβέβαιες αναμνήσεις”. Τον Σεπτέμβριο της επόμενης χρονιάς μπαίνει στο Αυτοκρατορικό Πανεπιστήμιο του Τόκιο, στο Τμήμα Ιαπωνικής Λογοτεχνίας. Το 1911 δημοσιεύει την πρώτη του συλλογή διηγημάτων με τον τίτλο “Τατουάζ” και ένα χρόνο αργότερα το πρώτο του μυθιστόρημα “Ζεστή σούπα”. Ακολουθούν πολλά έργα για το θέατρο, διηγήματα και μυθιστορήματα τα οποία συχνά έχουν προβλήματα με τη λογοκρισία. Ένα πάθος για τη Δύση ήταν εφήμερο όσον αφορά τον κινηματογράφο, την τροφή και τη μόδα, παρέμεινε όμως μέχρι το τέλος της ζωής του για ό,τι είχε σχέση με τη δυτική λογοτεχνία, την οποία μελέτησε ευρέως και κατά εποχές μετέφρασε στη μητρική του γλώσσα. Ταυτόχρονα απορροφήθηκε σχεδόν ολοκληρωτικά καθώς περνούσαν τα χρόνια από τις παραδόσεις και την κουλτούρα του Κάνσαϊ. Θεωρείται απ’ τις σημαντικότερες μορφές της ιαπωνικής λογοτεχνίας του 20ου αιώνα, καθώς τα έργα του καλύπτουν τεράστια θεματική και στυλιστική γκάμα, συνιστώντας το καθένα μια αναφορά σε κάποιο διαφορετικό λογοτεχνικό είδος. Το 1964 εκλέχτηκε επίτιμο μέλος της Αμερικανικής Ακαδημίας Γραμμάτων και Τεχνών. Πέθανε στις 30 Ιουλίου 1965 από νεφρική και καρδιακή ανεπάρκεια στο σπίτι του στη Γιουγκαουάρα.

Ο Γιάννης Αντωνιάδης γράφει κριτική για το βιβλίο