Αναμονή έξω από το θέατρο Άνεσις, Παρασκευή βράδυ. Ένας νεαρός σαξοφωνίστας στην είσοδο. «Έξυπνη ιδέα να παίζεις έξω από το θέατρο», σκέφτηκα. Όλο και κάποιος θεατής θα σου ρίξει κανένα κέρμα και επιπλέον οι τζαζ μελωδίες του παραπέμπουν σε αμερικάνικες γειτονιές. Και τελικά ο σαξοφωνίστας είναι κομμάτι της παράστασης, μέρος της αμερικάνικης ατμόσφαιρας, που κυρίως μέσα από τη μουσική προσπαθεί να μας περάσει η παράσταση «Κάθε Πέμπτη κύριε Γκρην».

Ο Γιώργος Μιχαλακόπουλος, μετά από 13 χρόνια, ξανανεβάζει το έργο του Τζεφ Μπάρον, σε σκηνοθεσία του ιδίου, κρατώντας τον έναν εκ των δύο πρωταγωνιστικών ρόλων, ενώ τον δεύτερο τον αποδίδει ο νεαρότερος Τάσος Ιορδανίδης.

Η απρόσμενη επίσκεψη του νεαρού Ρος ταράζει την καθημερινότητα του κου Γκρην. Ο νέος είχε χτυπήσει τον υπερήλικα Γκρην με τ’ αμάξι του και ο δικαστής του επιδίκασε, ως κοινωνική προσφορά, να τον επισκέπτεται κάθε Πέμπτη, επί έξι μήνες και να τον βοηθά σε ό,τι χρειάζεται. Από την αρχή η σχέση τους είναι γεμάτη εμπόδια επικοινωνίας. Μέσα όμως από τις διαδοχικές επισκέψεις του νεαρού σιγά σιγά τα εμπόδια αυτά καταλύονται. Δύσκολος και γκρινιάρης ο κύριος Γκρην, αλλά πεισματάρης και επίμονος ο Ρος. Και οι δύο έχουν πράγματα να πουν, αλλά δυσκολεύονται να ξεστομίσουν, και οι δύο μοναχικοί, και οι δύο περιθωριοποιημένοι στη σιωπή των μυστικών τους.

Το πολυβραβευμένο και πολυμεταφρασμένο έργο του Τζεφ Μπάρον «Κάθε Πέμπτη κύριε Γκρην» γράφτηκε το 1996. Θεματικοί του άξονες η μοναξιά της 3ης ηλικίας, η μοναξιά εν γένει στην οποία καταλήγει κάποιος έπειτα από την απόλυτη αντιμετώπιση των διαπροσωπικών του σχέσεων, ο ρατσισμός για τις επιλογές του άλλου ή απλά για την φύση του. Απ’ ότι καταλαβαίνουμε, από  το 1996 μέχρι το 2013 δεν υπάρχει καμία μετατόπιση προβληματισμών…

Μέσα σ’ ένα ρεαλιστικό σκηνικό (Απόστολος Βέττας), στις αποχρώσεις του γκρι-μπλε, που θα μπορούσε ν’ ανήκει και σε κάποιο έργο του Τέννεσση Ουίλλιαμς, το σπίτι του κου Γκρην μοιάζει σα να έχει βυθιστεί στην ερημιά του από τότε που πέθανε η κυρία Γκρην. Τα φώτα (Νίκος Καβουκίδης), σηματοδοτούν την συναισθηματική εξέλιξη της σχέσης μεταξύ των δύο ανδρών. Όσο έρχονται πιο κοντά, το φως αρχίζει να γίνεται και πιο ζεστό. Αυτή ακριβώς η πιο θερμή σχέση υπογραμμίζεται, στο δεύτερο μέρος του έργου, μέσα από την φωτισμένη πλέον μεγαλοπρεπή μπορντώ κουρτίνα, η οποία πριν περνούσε απαρατήρητη.

Το έργο δεν είναι δράμα. Δεν είναι όμως και κωμωδία. Γράφεται απλά όπως γίνεται στη ζωή. Εκεί που βιώνεις κάτι «τραγικό», συμβαίνει κάτι γελοίο, κι έτσι διατηρείται η ισορροπία. Το κείμενο βρίθει από καυστικές και αστείες ατάκες που είναι εκεί για ν’ αποφορτίσουν το όποιο βάρος της κατάστασης. Αν έλειπαν, θα είχαμε απλά ένα μελόδραμα. Ο κύριος Μιχαλακόπουλος, με το χαρακτηριστικό στομφώδες, αλλά συνάμα γνήσιο και απλό ξεστόμισμα των λέξεών του, δίνει ρυθμό και κρατά στην επιφάνεια την κωμικότητα των χαρακτήρων και της κατάστασης στην οποία έχουν περιέλθει οι ήρωες. Ο κος Ιορδανίδης, πάντα σε ετοιμότητα, αποδίδει συγκρατημένα και χωρίς υπερβολές τον νεαρό, που η ομοφυλοφιλία του τον έχει κάνει μεν κλειστό με τους ανθρώπους, αλλά η νεότητά του θέλει να επαναστατήσει απέναντι σε όλα αυτά και αυτούς που τον περιορίζουν.

Σεμνή παράσταση, κυλάει σα νεράκι. Εύκολα τα μηνύματα, αλλά χρειάζεται που και που να ξαναλέμε και να ξαναβλέπουμε τα αυτονόητα. Το θέατρο δεν είναι ούτε μόνο για βαρύ προβληματισμό ούτε για να περάσει απλά κανείς την ώρα του ευχάριστα. Αυτή η παράσταση και το έργο βρίσκεται κάπου στο ενδιάμεσο. Καλοστημένη, ευχάριστη, συναισθηματικά φορτισμένη όσο και όπου πρέπει και με μια, αναμενόμενη μεν, αλλά όντως κάθαρση στο τέλος.

Η παράσταση παρουσιάζεται από Τετάρτη έως Κυριακή, στο Θέατρο Άνεσις ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ