Η Παλαιστίνη είναι ένα αναγκαίο μυθιστόρημα, είναι σαν τα μυθιστορήματα που γράφτηκαν εν μέσω Τρίτου Ράιχ, για όλα αυτά τα εγκλήματα εκτελεσμένα από ανθρώπους ενάντια σε ανθρώπους λόγω φυλετικών διακρίσεων. Το πλαίσιο είναι ακριβώς το ίδιο, γιατί και στην Μέση Ανατολή άνθρωποι με διαφορετικές καταγωγές κατορθώνουν να έχουν μετατρέψει την περιοχή σε πυριτιδαποθήκη που θρέφεται συνέχεια από το μίσος, ένα μίσος φλογερό και ασίγαστο όσα χρόνια και αν πέρασαν. Και η αλήθεια είναι πως έχουν περάσει κοντά 70 χρόνια και το δράμα συνεχίζεται και δυστυχώς θα συνεχίζεται για πολύ, γιατί το χώμα είναι ποτισμένο με το αίμα αθώων, λουλούδια αγάπης μοιάζει να μην φυτρώνουν πια και η εκδίκηση είναι ένα τραγούδι πικρό, ένα όπλο συναισθηματικό που μπορεί και εξολοθρεύει, δεν σκοτώνει απλώς.

Ο συγγραφέας με ευρηματικό τρόπο θέτει τις δύο πλευρές ενώπιος ενωπίω και αντιπαραθέτει τις τύχες των Παλαιστινίων και των Ισραηλινών μέσα από τις φορτισμένες συναισθηματικά μορφές των Νεσίμ/Τσαμ και Φαλαστίν. Πόσα χρόνια ακόμα τα τείχη και η αντιδικία χρόνων θα καθορίζει τις μοίρες ανθρώπων που ζουν με τον φόβο μιας ακόμα επίθεσης, μιας ακόμα απόπειρας αυτοκτονίας, ενός μακελειού στον βωμό της ιστορικής έχθρας που τους διακρίνει; Γιατί η ιστορία του Ισραηλινού στρατιώτη Τσαμ που αν και βρέθηκε αιχμάλωτος σε εδάφη εποίκων χάρη στην Παλαιστίνια Φαλαστίν βγήκε αλώβητος να μην αποτελέσει εφαλτήριο για κατάπαυση πυρός και κατανόηση πως ο χώρος είναι κοινός και η συμβίωση, η ειρηνική συμβίωση είναι η μόνη σωτήρια και δίκαιη λύση; Είναι αμέτρητα τα ερωτήματα που πλανώνται πάνω από την ευαίσθητη και πολύπαθη περιοχή και ιστορίες σαν και αυτή έρχονται ως ήμερα διαλείμματα σε έναν κόσμο που ζει μέσα στην αβεβαιότητα όχι για το αύριο αλλά για το τώρα. Και είναι αλήθεια, πόσες ακόμα πληγές και τραύματα θα ανοίγονται δίχως λόγο, μοιάζει το παρελθόν να τιμωρεί το παρόν και να το καταδικάζει σε αποτυχία, δυστυχώς μόνιμη. “Η τρομοκρατία είναι υπεύθυνη για όλες σχεδόν τις δυστυχίες μας. Για το τείχος, για τον κατακερματισμό της γης μας, για την ασφυξία της οικονομίας μας, ιδού το αποτέλεσμα. Οφείλουμε να μαχόμαστε για την ανεξαρτησία μας δίχως μίσος”.

Το βιβλίο απέσπασε δίκαια δύο διεθνή βραβεία, το βραβείο Prix Renaudot Poche 2009 και το βραβείο Prix des cinq continents de la Francophonie το 2008. Οι περιγραφές αληθινές και σκληρές μας εντάσσουν δίχως άλλο στην καρδιά του προβλήματος και μας καθιστούν μέτοχους και συνυπεύθυνους γιατί το πρόβλημα είναι πολύπλευρο και πολύπλοκο καθώς και με πολλούς εμπλεκόμενους. Ο συγγραφέας στο πρόσωπο του στρατιώτη Τσαμ βρίσκει εκείνο το εξιλαστήριο θύμα που μοιάζει να σηκώνει στους ώμους του όλη εκείνη την ενέργεια και επιθυμία για ταυτόχρονη δράση και απόδραση, από την μία μεριά ο φόβος να δράσει τον κυριεύει γιατί η μνήμη τον οδηγεί να πάρει εκδίκηση από την άλλη μεριά όμως διακατέχεται και από έναν πυρετό δισταγμού μπροστά στα γέλια, τα τραγούδια των παιδιών και τις όμορφες εικόνες που συναντά στο λεωφορείο που δεν ανατίναξε. Είναι ο ίδιος ένα θύμα του εαυτού του και έχοντας χάσει κάθε επαφή με το παρελθόν του άγεται και φέρεται μέσα από εντολές, τυφλωμένος από την λογική και την ίδια συνείδηση, ζωσμένος με εκρηκτικά που η ψυχή του δεν αντέχει να την βαραίνουν και θέλει να απαλλαγεί από αυτά. Δεν είναι ο Νεσίμ, γιατί αυτός έφυγε χρόνια πριν, αλλά είναι όντως ο Τσαμ ή μήπως ένα φάντασμα που ποτέ δεν θα ξαναβρεί την αληθινή του ταυτότητα και συνεχώς κρύβεται στις κατακόμβες της ανυπαρξίας; Θλιβερή πραγματικότητα, δραματικές στιγμές, κορυφαία αγωνία που ο συγγραφέας καταφέρνει και αποτυπώνει δίχως εκπτώσεις και ωραιοποιήσεις, πως θα μπορούσε άλλωστε με ένα τέτοιο φλέγον θέμα στα χέρια ωσάν καυτή πατάτα;

“Είμαστε εξόριστοι από τον τόπο μας, ξεσπιτωμένοι, χωρίς τα υπάρχοντά μας, όλοι μας αιχμάλωτοι. Παντού γύρω μας ορθώνονται τείχη, οδοφράγματα, παρακαμπτήριοι. Πως μπορεί να ζει κανείς έτσι, παρκαρισμένος σε περιφραγμένους χώρους και σε κλουβιά; Τι θέλουν, να μας ωθήσουν στην αυτοκτονία, στον αφανισμό; Μισώ τη μοίρα μας, τους σιχαίνομαι όλους…”. Αυτή είναι η φωνή απόγνωσης του Νεσίμ/Τσαμ που εκφράζει τόσους και τόσους ανθρώπους, αιχμάλωτους στην ίδια τους την πατρίδα ή τελοσπάντων στο κοινό σπίτι που όμως όλους τους χωράει. Και αν κανείς δεν έχει διάθεση να λύσει τον γρίφο που τόσα χρόνια μένει άλυτος η ομόνοια ποτέ δεν είναι αργά για να έρθει, το σύνθημα για τόπο στην οργή και αγάπη μπορεί να ξαναβρεί φωνή. “Μια μέρα, η ειρήνη θα έρθει και θα μπορούμε όλοι μας να αγαπιόμαστε”. Και αυτή η επαναφορά θα σημαίνει πολλά. Γιατί όπως έλεγε και ο στοχαστής Μαχάτμα Γκάντι: “Ένας δειλός είναι ανίκανος να δείξει αγάπη. Αυτό είναι προνόμιο των γενναίων”.


Αποσπάσματα:

“Η μοιραία στιγμή εξαφανίζει τις αποστάσεις και κάθε φόβο. Τα πρόσωπα ξεφτίζουν σαν αραιά σύννεφα”.

“Όταν θα συμβεί το αναπόφευκτο, κανείς δεν θα μπορεί να το ξεγελάσει ούτε να αμφισβητήσει την έλευσή του, κανείς δεν θα τολμήσει να το θεωρήσει απατηλό”.

“Και η αναμονή του ύπνου έμοιαζε με ανήσυχο χορό πάνω σε μια καταπακτή που μετά βίας τον χώριζε από το πορώδες και γεμάτο ρωγμές μυστικό των ονείρων”.