Θέλει πίστη και αφοσίωση, θέλει πραγματικά έρευνα στα άδυτα της ανθρώπινης ψυχής αλλά συνάμα και ασίγαστο πάθος, φλόγα για την αλήθεια που κρύβουμε μέσα μας για να εξιχνιάσεις τι σκέφτεται ο άνθρωπος, τι επιθυμεί, πως το εκφράζει, πως το διεκδικεί και πως το εγκαταλείπει.

Ο Αριστηνός έχει έναν λόγο σαρωτικό, πολυεπίπεδο, πολυγνωσιακό, κυκλωτικό σαν προσπαθεί να λύσει τον γόρδιο δεσμό, σαν σκάβει βαθιά για να εξηγήσει το εφήμερο της φύσης μας, της ματαιότητάς μας, της ανάγκης μας για επαφή, για επικοινωνία. Και πάλι είναι και αυτός ο ερωτικός κεραυνός που δεν τιθασεύεται αλλά καλπάζει σαν άλογο κούρσας για να φτάσει στο τέρμα του νικητής και τροπαιούχος. Ο αφηγητής δεν βρίσκεται σε παραλήρημα, αυτό θα ήταν μια εύκολη διέξοδος για να χαρακτηρίσει κανείς τον ανήσυχο άνθρωπο, να του φορέσει την ταμπέλα και να ξεμπερδεύει με την περίπτωσή του. Εδώ έχουμε μια αφήγηση που αναδύεται σαν πίδακας, έναν κανόνα και όχι μια εξαίρεση, ο άνθρωπος βγάζει τα εσώψυχά του, πνίγεται στα λάθη του, ξεχωρίζει τον πόνο του, πέφτει και σηκώνεται, είναι χείμαρρος, είναι ασταμάτητος ο γλωσσικός καταπέλτης γιατί η ζωή κυλάει τόσο γρήγορα που κανείς δεν έχει χρόνο να φιμώσει το χθες όταν επακολουθεί το αύριο και έτσι τίποτα δεν μπορεί να περιμένει.

Μπορεί το βιβλίο να είναι χωρισμένο σε κεφάλαια αλλά αυτά δεν διακόπτουν τον ειρμό. Ο αφηγητής, ο παραδομένος στις μύχιες σκέψεις του και στην δική του αντίληψη για τον κόσμο θυμάται και αναπολεί παλιούς φίλους, αυτούς που χάθηκαν για πάντα αλλά που η μνήμη τους πάντα θα τον συντροφεύει. Δεν αναζητά ήρωες, ήρωες είναι οι άνθρωποι που πάλεψαν με τον καρκίνο, άλλοι τον νίκησαν και άλλοι νικήθηκαν με ψηλά το κεφάλι. Πόσο λίγος είναι ο χρόνος τελικά, πόσο εύθραυστοι είμαστε, πόσο έχουν σημασία οι στιγμές των φίλων που δεν τις απολαμβάνουμε και μετά χάνονται στο άπειρο μαζί τους όταν δυστυχώς φύγουν. Τα πρόσωπα που περιγράφονται είναι καθημερινές οντότητες που ζουν ανάμεσά μας, είναι οι δικοί μας ανώνυμοι σύντροφοι, εκείνοι οι φίλοι που δείχνουν γενναίοι ακόμα και στα δύσκολα και δεν το βάζουν κάτω.

“Φλας στη νύχτα” και κλείσιμο ματιού στα σκοτεινά σε αυτούς τους ανθρώπους που οι ιστορίες τους έχουν λόγο να ειπωθούν και να γραφτούν σε σελίδες χαρτί. Κάπου οι ιστορίες ποτίζουν το μυαλό του αφηγητή, κάπου φοβάται ενώ εξιστορεί και αναρωτιέται τι δουλειά έχει και επαναφέρει στην μνήμη του, στο σήμερα και στο τώρα νεκρούς και φαντάσματα του παρελθόντος κατά μια έννοια. Είναι μήπως ερινύες που τον κυνηγάνε, είναι μικρές πινελιές στον ουρανό της συνείδησής του που τώρα αλλάζουν χρώμα; “Γιατί να ανασταίνω νεκρούς; Πόσο θα πρόσθεταν σε αυτό το χρονικό της νύχτας που σερνόταν πάνω στα νύχια της Νικόλ τα λιμαρισμένα από τις πιο βίαιες αρπαγές;”.

Αυτούς θυμάται ενώ οι ερωτικές του περιπτύξεις είναι ένα βουνό που κάθε φορά έχει άλλο σχήμα, άλλη μορφολογία και άλλους κινδύνους να κρύβονται στις παρυφές του, και όμως το απολαμβάνει αυτόν τον έρωτα τον εξόχως σαρκικό και δίχως αναστολές. Και όμως στον έρωτα βρίσκει καταφύγιο, στον έρωτα και στις τρελές του ορέξεις θα συναντήσει τους πόθους του, τις μουσικές του αναμνήσεις, τις εσωτερικές του κολασμένες και ηφαιστειογενείς λαχτάρες και θα βρει στην γυναίκα, την Νικόλ, την Σοφία – τι σημασία έχει το όνομα – τον παράδεισο ή την κόλαση που πάντοτε ήθελε να γευτεί. Εκείνος Αδάμ, εκείνη Εύα σέρνονται σε ερωτικά ατελείωτα πάθη χωρίς όρια και χωρίς ενοχές γιατί ο άνθρωπος δεν γεννήθηκε για να φοβάται αλλά για να τολμά.

“Χέσε με Νικόλ, ό,τι σου διηγούμαι είναι στο πλαίσιο μιας βραδινής κουβέντας, με τους συνειρμούς να διαξιφίζονται σε ένταση και αυτοσχεδιασμό, τη φαντασία να τρυπώνει σαν σπιούνος μέσα στην εμπειρία (ματάκιας και ωτακουστής μαζί). Μη νομίσεις πως σου λέω ψέματα, ψέματα είναι ό,τι βλέπεις και ακούς, ό,τι σου υπαγορεύουν το δέρμα και η αφή σου. Εγώ βγήκα από τις σελίδες αυτές, στο ξέφωτο, ωστόσο κάτι με παρασύρει στην τρύπα, όλο και γυρίζω στην αφετηρία”.

Ο Αριστηνός με γλώσσα καθαρή, ατόφια και χωρίς ωραιοποιήσεις, ξετυλίγει έναν ολόκληρο κόσμο που είναι σκληρός, είναι όμως και αυθεντικός. Έτσι λίγο να ησυχάσει το ψέμα που κυκλοφορεί, να καθαρίσει λίγο η περιρρέουσα ατμόσφαιρα χαιρεκακίας και μνησικακίας που έχει θολώσει των ανθρώπων τις εσωτερικές στοές και έχει αραχνιάσει το άγγιγμα, την επαφή, την συνομιλία. Αυτός ο κόσμος που έχει κρυφτεί πίσω από οθόνες κινητών και άλλων μέσων διαβολικών εδώ ξεγυμνώνεται χάρη σε κάτι πολύ απλό, τις εικόνες ενός κόσμου που ζει με άλλες δονήσεις και σε άλλες συχνότητες, κάτω από της νύχτας τα άστρα, σαν πίνακας του Βαν Γκογκ.

“{…} δε μας έχει εξορίσει μια μοίρα που ρίζωνε στο χρέος, το δίλημμα, την απογοήτευση, τη διάψευση, αλλά μια απουσία που έμοιαζε με άξενο μεταλλικό φως, ό,τι είχε απομείνει από μια καθολική επιδημία πανούκλας στα άδεια μεσαιωνικά κάστρα, και αυτό που άκουγες ήταν ένας μακρινός ήχος σάλπιγγας ή ένα γάβγισμα μονότονο, ανατριχιαστικό, ενός ξεκοιλιασμένου από αρκεβούζιο σκύλου”.

“{…} αυτός είναι ο μοχλός, και το αίτημα μαζί, κάθε νουνεχή ανθρώπου, να ρουφήξει τους χυμούς από το καζάνι, ή από το μίξερ, με την γλυκιά γεύση από κεράσι, ανανά, βανίλια και καραμέλα, να στύψει και να γλείψει τον ιδρώτα από το δέρμα της Νικόλ”.

Το βιβλίο του Γιώργου Αριστηνού, Φλας στη νύχτα, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Εστία.