Το Θέατρο Τέχνης Κάρολος Κουν παρουσιάζει το βραβευμένο έργο του Μάικ Μπάρτλετ με τίτλο «Love, love, love»…

Ο εκ των πρωταγωνιστών του έργου Διαμαντής Καραναστάσης, μίλησε στο www.culturenow.gr με αφορμή την συγκεκριμένη παράσταση, με τη συνέντευξή του πάντως να ξεφεύγει από τα όριά της και να αγγίζει περαιτέρω, ορισμένα ζητήματα που θίγονται μέσω αυτής. Όταν μάλιστα αυτή η συνέντευξη-συζήτηση εξελίσσεται με «πρωταγωνιστή» ένα νεαρό και αξιόλογο καλλιτέχνη, τότε αποκτά ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον, όπως ελπίζουμε πως θα διαπιστώσετε και εσείς.

Συνέντευξη: Νώντας Δουζίνας

Culturenow.gr: Αφορμή της συνέντευξης είναι η παράσταση «Love, love, love» στο Θέατρο Τέχνης. Θα μας δώσετε μια δική σας οπτική του έργου, αλλά και του ρόλου τον οποίο ερμηνεύετε;
Διαμαντής Καραναστάσης: Πρόκειται για ένα εξαιρετικό έργο, τόσο στη δομή αλλά και στο περιεχόμενο από έναν σπουδαίο συγγραφέα, ο οποίος καταφέρνει να θέσει αιχμηρά και καίρια ερωτήματα για την κατάσταση που επικρατεί σήμερα στον κόσμο μέσα από τη ζωή ενός ζευγαριού και στη συνέχεια της οικογένειας που δημιουργούν. Και όλο αυτό σε τρεις πράξεις-τρεις μέρες της ζωής τους. Τη μέρα που γνωρίζονται, τη μέρα που χωρίζουν και τη μέρα που, συνταξιούχοι πια, συναντιούνται με την κόρη τους η οποία έχει να τους ανακοινώσει κάτι…
Ο ρόλος μου, ο Κένεθ, είναι ένας αρκετά πολύπλοκος ρόλος, όπως πολύπλοκη και «δυσανάγνωστη» είναι όλη σχεδόν η γενιά του ’68. Είναι ο χίπις του ’68, ο γιάπης του ’91, ο συνταξιούχος εισοδηματίας του 2011. Είναι ένας ρόλος δύσκολος, που αγαπώ πολύ.

Cul.N.: Ο συγγραφέας Μάικ Μπάρτλετ μιλάει για τη γενιά του ’68, που θα μπορούσε και να χαρακτηριστεί ως «η δική μας γενιά του Πολυτεχνείου». Συμφωνείτε με αυτό και γιατί;
Δ.Κ.:
Αν λάβουμε υπ’ όψιν μας την χρονική καθυστέρηση με την οποία περνάνε τα ρεύματα από τη χώρα μας, αλλά και την πολιτική συγκυρία της εποχής, σίγουρα υπάρχει σαφής αντιστοιχία. Και μην ξεχνάμε πως η γενιά του πολυτεχνείου, που είναι αυτή που διοίκησε από διάφορα πόστα εξουσίας τη χώρα όλα αυτά τα χρόνια, μας έφτασε εδώ που είμαστε τώρα.

Cul.N.: Πόσο σημαντικό ρόλο έχουν παίξει αυτές οι γενιές, στη μετέπειτα διαμόρφωση της κοινωνίας;
Δ.Κ.:
Ο ρόλος αυτής της γενιάς, της γενιάς του Μάη -που είναι και πολύ συγκεκριμένη ηλικιακά- ήταν κομβικός στη διαμόρφωση της κοινωνίας σήμερα. Έφερε τεράστιες αλλαγές στη δομή της κοινωνίας σε κομμάτια και κανόνες της που ήταν παγιωμένοι ίσως για αιώνες. Η λέξη «αμφισβήτηση» απέναντι στους θεσμούς (οικογενειακούς, πολιτικούς, κοινωνικούς, θεσμούς εξουσίας) αποτελεί από μόνη της μια επανάσταση. Αλλάξανε τον κόσμο σίγουρα. Το ερώτημα είναι που τον πήγανε…

Cul.N.: Η παράσταση τοποθετείται στο πλαίσιο ενός πάρτι που ξεκινά στα τέλη της δεκαετίας του ’60 και ολοκληρώνεται το 2011, όταν και γράφτηκε το έργο. Τι θέλει να δείξει με αυτό ο συγγραφέας;
Δ.Κ.:
Το πάρτυ δεν είναι συγγραφική αλλά η σκηνοθετική προσέγγιση της Μαριάννας Κάλμπαρη. Σηματοδοτεί την ευκολία με την οποία ανδρώθηκε και ενηλικιώθηκε αυτή η γενιά. Τα μέσα και τις ευκαιρίες που βρήκαν μπροστά τους. Τα χρήματα που πέρασαν απ’ τα χέρια τους. Σηματοδοτεί την ευεξία, το φαγοπότι. Αν το τέλος του πάρτυ ήρθε για εμάς (και μάλλον ήρθε) έχουμε πολύ συμμάζεμα!

Cul.N.: Ποια στοιχεία έχει προσθέσει η σκηνοθέτις Μαριάννα Κάλμπαρη, σε σχέση με το αρχικό κείμενο;
Δ.Κ.:
Πέραν της βασικής ιδέας του πάρτυ, που ανέφερα πριν, υπάρχει ο εμβόλιμος ρόλος του dj-αφηγητή-performer του πάρτυ που εκπληρώνει -μοναδικά για μένα- ο Νέστωρ Κοψιδάς. Ακόμη έχουν προστεθεί αρκετά κείμενα που αφορούν στην αγάπη γραμμένα από τη Μαριάννα Κάλμπαρη, καθώς και μια σύντομη τέταρτη πράξη-έκπληξη!

Cul.N.: Ποιες ήταν οι αρχές με βάση τις οποίες σκιαγραφήσατε τον χαρακτήρα που υποδύεστε στο έργο;
Δ.Κ.:
Έψαξα να βρω το δίκιο του. Βρήκα τα λάθη του, αν και νομίζω ότι ο ίδιος δε θα τα παραδεχτεί ποτέ… Διάβασα και ασχολήθηκα πολύ με την εποχή . Μια εποχή λίγο πολύ γνωστή σε όλους, αλλά όταν έχεις να ερμηνεύσεις έναν άνθρωπο που ήταν στο επίκεντρο, οι πληροφορίες αυτές αποκτούν μιαν άλλη δυναμική. Η βασική αρχή πάντως είναι η αγάπη. Βέβαια το ερώτημα είναι απέναντι σε ποιόν και με ποιον τρόπο. Δύσκολη απάντηση.

Cul.N.: Θεωρείτε πως αυτό που αναφέρει ο τίτλος του έργου (η αγάπη) είναι αυτό που λείπει κυρίως από την κοινωνία μας σήμερα, ή κάτι άλλο;
Δ.Κ.:
Η αγάπη είναι πολύ μεγάλη λέξη. Από μόνη της μπορεί να σημαίνει πολλά.
Μας είχε αναφέρει η σκηνοθέτις της παράστασης ένα υπέροχο κομμάτι από την «τέχνη της αγάπης» του Έριχ Φρομ: «Η αγάπη είναι απόφαση, είναι κρίση, είναι υπόσχεση. Αν ήταν μόνο συναίσθημα δε θα ήταν δυνατό να υποσχόμαστε ότι η αγάπη μας θα κρατήσει για πάντα. Τα συναισθήματα έρχονται και φεύγουν…»

Cul.N.: Πώς προέκυψε η ενασχόλησή σας με την υποκριτική;
Δ.Κ.:
Είναι η ανάγκη μου, η επιλογή μου. Έχω επενδύσει πολλά σ’ αυτήν. Την αγαπώ και μ’ αγαπάει. Είμαι τυχερός, που ζω από αυτό που αγαπώ.

Cul.N.: Εκτός από την υποκριτική, έχετε σπουδάσει και στο Πολυτεχνείο. Γιατί σας κέρδισε τελικά η τέχνη;
Δ.Κ.:
Ασχολούμαι με διάφορα-διαφορετικά πράγματα. Είναι η αποφόρτιση, η αποσυμπίεση μου. Απ’ την άλλη το ότι πραγματοποίησα μόνος σχεδόν όλο το post production της μεγάλου μήκους ταινίας μου «ΑΙΜΑ» ,το χρωστώ σ΄ αυτό το κομμάτι του μυαλού μου.

Cul.N.: Γιατί να έρθει κάποιος θεατής να παρακολουθήσει το «Love, love, love»;
Δ.Κ.:
Γιατί θα δει ένα σπουδαίο έργο, που κέρδισε το «Βραβείο Καλύτερου Βρετανικού Έργου 2011». Ένα πολύ μεγάλο βραβείο. Άλλωστε ο συγγραφέας είχε δώσει σοβαρά διαπιστευτήρια και με το -πρόσφατα ανεβασμένο στην Ελλάδα- «Cock».
Το «Love, Love, Love» είναι ένα έργο, που με κάποιο τρόπο, καταφέρνει να βρει σημεία τομής με τα προσωπικά βιώματα κάθε θεατή. Η σκηνοθέτις το έκανε απολύτως «δικό της» και οι ηθοποιοί βάλαμε τα δυνατά μας. Ελπίζω να τα καταφέραμε.

Cul.N.: Αν μπορούσατε να εντοπίσετε ποιο είναι το κύριο συστατικό που απουσιάζει από την κοινωνία μας εν έτει 2013, ποιο θα ήταν αυτό;
Δ.Κ.:
Η ευγένεια.