Η ποιητική συλλογή «Μάνα λησμονιά» του Βαγγέλη Ασημένιου αποτελεί παράδειγμα μιας ενδιαφέρουσας και διαφορετικής ποίησης, μιας ποίησης, συγκεκριμένα, που αντλεί τον ρυθμό από την επιλογή της λέξης, χωρίς να κοπιάζει με πολλά ηχητικά μέσα και τεχνάσματα.

Είναι φανερό ότι ο Ασημένιος έχει δουλέψει πολύ το λεξιλόγιό του σε επίπεδο μεμονωμένων λέξεων, αλλά και στο πώς αυτές μπορούν να πλέκονται ασυνήθιστα στοχεύοντας στην εξωτερική περιγραφή στιγμιοτύπων με αρκετές αποκαλύψεις βάθους ( α. Μου ζήτησε μια πρέζα ταμπάκο/Κι έστριβε άφιλτρα παράθυρα φωτός, β. κι η ελπίδα του σε απεργία πείνας,/στο άδειο της ψυγείο χάσκει ένα σημείωμα μεσοπολέμου/ «Να θυμηθώ να κλείσω τον θερμοσίφωνα».) Ο ποιητής ακόμη, με ενδιαφέροντα τρόπο ξεδιπλώνει τη λέξη/παρομοίωση ενός στίχου στον επόμενο, με αποτέλεσμα μα καλά υφασμένη πολυσημία: «Αυτός πιστός σαν απαρέμφατο/ Χτενίζει τις υποτακτικές στα κάστρα».

Είναι αλήθεια ότι το λεξιλόγιο του ποιητή θα μπορούσε να χαρακτηριστεί επιτηδευμένο από αυτούς που δεν προσέχουν πόσο καλά ενσωματώνει ο ποιητής τις μη οικείες λέξεις που χρησιμοποιεί στο κείμενο. Εκεί έγκειται σε μεγάλο βαθμό η επιτυχία του ρυθμικού αποτελέσματος της ποίησής του. Είναι οι λέξεις που κινούν τον ήχο μέσα σε ελεύθερο και μη εξεζητημένο στίχο. Σε αυτή τη διαπίστωση οδηγούν και τα ελάχιστα παραδείγματα ποιημάτων, στα οποία ο ποιητής χρησιμοποιεί ομοιοκαταληξία. Στις περιπτώσεις αυτές, η προαναφερθείσα ρυθμικότητα κάπως χωλαίνει, καθώς το λεξιλόγιο του ποιητή σε ρυθμικά καθορισμένο περικείμενο καταντά επεξεργασμένο, ίσως λόγω της «παραδοσιακότητας» που φέρει η ομοιοκαταληξία από μόνη της («Προφητικά που αντίκεινται/Της βίας και της έχθρας/Οικονομούν κισμετικά/Το γδικιωμό της πέτρας.» και ποίημα Έρμαια πτερόεντα). Με άλλα λόγια, ο ποιητής δίνει αρκετά στοιχεία παράδοσης και μόνο μέσω του αρχαιοπρεπούς λεξιλογίου του (με διαλεκτικά στοιχεία), ενώ περαιτέρω στοιχεία παράδοσης (όπως η ομοιοκαταληξία) υπερφορτώνουν τον στίχο. Είναι αξιοσημείωτο να ειπωθεί στο σημείο αυτό πως πολλοί ποιητές της γενιάς του Ασημένιου επιχειρούν το αντίθετο, δηλαδή να ενσωματώσουν το δημοτικό λεξιλόγιο σε δοκιμασμένα παραδοσιακά μέτρα.

Πέρα από όσα ειπώθηκαν περί στροφής στη ‘λέξη’, ο Ασημένιος καταφεύγει και σε μέσα που τα βλέπουμε και σε άλλους ποιητές, με σκοπό να καταστήσει τον ρυθμό ρέοντα από στίχο σε στίχο. Λέξεις που δίδουν μια συνέχεια νοηματική χρησιμοποιούνται κυρίως στο μέσο του στίχου και όχι στα άκρα, όπως συνηθίζεται (χαρακτηριστικά, η χρήση του «πια»). Ο Ασημένιος δίνει επίσης και ωραίες μεταβάσεις με κάποια παύση, που απηχεί το επιδιωκόμενο νοηματικό αποτέλεσμα («επαγγελία ασύμμετρη/ που τήρησες μα πλέον,//δεν είναι αυτά που ήξερες,/δεν είναι αυτά που βρήκες»).

Ρομαντικές χροιές καθιστούν τη συλλογή πιο πνέουσα και πιο προσιτή σημασιολογικά: «Μα είναι η φωτογραφία μια ειρκτή/ της άσωτης μνημοσύνης/που η ματαιότητα έχει τα μάτια σου∙», ή όταν μιλάει για τη Σελήνη, «ολόγιομη μοιράζεσαι, φέτα σπαθί που κόβει∙ στη θέα σου, στη γύρα σου κορώνει ολ’ η πλάση/και κολατσίζει ουρανούς και κοινωνάει στίλβη».

Επίσης σε επίπεδο σημασίας, κάποιες φορές δίνεται η αίσθηση ότι ο ποιητής περιγράφει μεν επιτυχώς, αλλά δεν κοινωνεί μια ξεκάθαρη δική του άποψη, δεν τολμά να μην αρέσει σε επίπεδο πεποιθήσεων. Ορισμένες στιγμές-απόψεις είναι δηλωτικές, όμως, πως ο ποιητής θα μπορούσε σε μελλοντικά κείμενα να φανερώνεται με επιτυχία χωρίς περιστροφές («Ο δάσκαλος μου έδειχνε μια ζωγραφιά αισχρή,/π.χ. το άπειρο σε σχήμα.» και «Η βρύση όμως δεν γίνηκε να ρέει μόνο για έναν/Κι ό,τι από στάσιμο νερό/Μνήμη έχει χειμάρρου»). Άλλες φορές, όταν εκφράζεται μια προσωπική θέση, ο τόνος υποσκάπτει τον ρυθμό -ελάχιστα παραδείγματα-που διαβάζεται σαν απότομος («Αν πια δεν καίνε τα βιβλία/Είναι γιατί δεν μείναν άνθρωποι να τα διαβάσουν»). Εν γένει όταν ο ποιητής ξεφεύγει από την «απόμακρη παρατηρητική» του θέση και μιλάει εκ των έσω (π.χ. ποίημα Αριθμητική), η ρυθμική πλεύση χάνει αρκετά από τα λειτουργικά της στοιχεία.

Εν ολίγοις, πρόκειται για μια ποίηση που αξίζει να διαβαστεί, για μια πένα διαβασμένη χωρίς να επιδιώκει να επιδείξει τις πηγές της, αλλά που μπολιάζει στον στίχο λέξεις σπάνιες και ανοίκειες, καθιστώντας τες ποιητικές. Το νόημα δεν φαίνεται να αποτελεί το μέγα ζητούμενο και, δυστυχώς, δεν μένει κάποιο συγκεκριμένο μήνυμα μετά το τέλος της ανάγνωσης. Όμως η μουσική ροή είναι ξεκάθαρη και η διαφορετική προσέγγιση του ρυθμού ιδιαίτερα επιτυχής. Ίσως κάποιος φραστικός μετριασμός μπορεί να καταστήσει πιο προσιτά τα νοηματικά στοχευόμενα του ποιητικού υποκειμένου.

Η ποιητική συλλογή του Βαγγέλη Ασημένιου, Μάνα λησμονιά, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Περισπωμένη.