Κάθε νεότητα κρύβει αναμφίβολα θησαυρούς που η ωριμότητα, όποια και αν είναι αυτή, δεν μπορεί να εξασφαλίσει γιατί η νεανική ψυχή είναι ανερμάτιστη, ανεξάντλητη και ακατέργαστη.

Στην περίπτωση του Πόε νεότητα και ωριμότητα αντιμάχονται σθεναρά και επί ίσοις όροις με καμία από τις δύο όμως να μην βγαίνει κερδισμένη γιατί ο Πόε ιδιοφυής και πνευματώδης, ξεπέρασε την έννοια του λογοτέχνη και του ποιητή αγγίζοντας την έννοια του στοχαστή, του φιλοσόφου της ζωής, ένας νέος ώριμος και ένας ώριμος νέος, αδιαφιλονίκητα διαχρονικός γητευτής του λόγου. Στα ποιήματα του τα λεγόμενα νεανικά δεν έκανε τίποτα άλλο από το να προετοιμάσει το έδαφος για όλα αυτά για τα οποία έγινε παγκοσμίως γνωστός, αναμετρήθηκε με την ίδια του την έμπνευση και παρέδωσε στον σύντομο χρόνο ζωής του ένα σύνολο μεγαλειώδους σημασίας που ακόμα και σήμερα παραμένει υπό εξέταση.

Ο Γιώργος Βαρθαλίτης, μεταφραστής και επιμελητής της παρούσας έκδοσης, απέδωσε επιτυχημένα παρά τις δυσκολίες τα ποιήματα του Πόε στα ελληνικά με την ευαισθησία και την σοβαρότητα που αρμόζει και για αυτό οι αναγνώστες οφείλουν να του είναι ευγνώμονες για το έργο που επιτέλεσε. Στο προλογικό του σημείωμα αναφέρει: “Είναι στη μοίρα των μεγάλων συγγραφέων να στεκόμαστε όχι μόνο στα έργα της ωριμότητάς τους – εκείνα που θεμελιώνουν τη φήμη τους – , αλλά και στα πρώτα, τα νεανικά τους πονήματα. Βλέπουμε σ’ αυτά τις πρώτες σπίθες εκείνης της ιδιοφυίας που θα εκδηλωθεί πληρέστερα και οριστικότερα στην κατοπινή τους δημιουργία. Ανιχνεύουμε τον δρόμο που οδηγεί ένα ξεχωριστό πνεύμα στην κατάκτηση της προσωπικής τους φωνής”.

Όπως σε όλους τους δημιουργούς έτσι και στον νεαρό Πόε τα ερεθίσματα ήταν πολλά και οι επιρροές αρκετές. Παρ’ όλα αυτά, εκείνος με το λίκνο του καταραμένου ποιητή να είναι από νωρίς αναμμένο και με ένα πολύ ιδιαίτερο ύφος άφησε το στίγμα του. Με μία προσωπική γραφή που σφράγισε το έργο του, καλλιέργησε το περιβόλι της ψυχής του με ζέση, ζήλο και επιμονή μακριά από την δημοσιότητα και τα φώτα που έτσι και αλλιώς εκείνη την εποχή ήταν περιορισμένα και αναδύθηκε όλο το φάσμα του αστείρευτου ταλέντου του. Ο Πόε θα βρεθεί ανάμεσα σε κινήματα της εποχής και προσωπικότητες όπως ο Λόρδος Βύρων για να αντλήσει τα θέματά του, όμως σύντομα θα δρομολογήσει την δική του συγγραφική πορεία και θα γράψει για όλα αυτά που τον έκαιγαν βαθιά μέσα του, τον έρωτα από την μία και το σκοτάδι της κατάθλιψης και στην συνέχεια του θανάτου από την άλλη, έχοντας πάντα στο πίσω μέρος του μυαλού τα πρώιμα διδάγματα που εισέπραξε γιατί κανείς δεν πρέπει να ξεχνά την ρήση του Μεγάλου Αλεξάνδρου πως “στους γονείς μας οφείλουμε το ζην και στους δασκάλους μας το ευ ζην”. Στα νεανικά του ποιήματα διακρίνουμε έναν ρομαντισμό και μία λυρικότητα, μία μουσικότητα στους στίχους που εμφανίζουν όμως έντονα σημάδια έμμεσα και άμεσα μίας πρώιμης απογοήτευσης από τη ζωή. Αυτή ερμηνεύεται με διάφορους τρόπους πολλές φορές μεταφυσικής και φανταστικής φύσεως γιατί όπως αναφέρει και ο μεταφραστής ο Πόε “εντυπωσιάζει με την ικανότητά του να κατασκευάζει φανταστικούς “μετακόσμους””. Τόσο στο “Αλ’ Ααραάφ” όσο και στον “Ταμερλάνο”, ο Πόε άγγιξε την τελειότητα της αφήγησης με μία διάθεση να προβάλει δύο όψεις της ζωής μέσα από την ιστορία φανταστικών προσώπων όπως κάνει και ο φλύαρος Μπαλζάκ περίπου την ίδια εποχή με την Σεραφίτα. Από την μία, θα αναδείξει το ερωτικό στοιχείο και τα παραλειπόμενά του, τις εντάσεις του, την δύναμη με την οποία εκτινάσσει στα ουράνια κάθε ανθρώπινο ον ή το καταβαραθρώνει σε μέρη ανήλιαγα γιατί ο έρωτας είναι απρόβλεπτος και παγιδεύει στα δίχτυα του χωρίς τίποτα να υπολογίζει. Από την άλλη, θα δώσει έμφαση σε συνδυασμό με το προηγούμενο με ένα ιδιάζον πάντρεμα, στο παραμυθένιο και το φαντασιακό, το εξωπραγματικό και το μακάριο και έτσι θα εξυφάνει όλη την διεργασία που επιτελείται στον ψυχισμό του και το μυαλό του.

Ο Πόε, στα χρόνια 1821-1829, χρόνια κατά τα οποία γράφει όλα αυτά τα νεανικά ποιήματα και δοκιμάζει το ύφος του, παίζει σιγά σιγά με την τρέλα του, την απώλεια της λογικής του, την μετάβαση από την ομαλότητα στην απόγνωση ήδη από αυτά εδώ τα ποιήματα. Παράλληλα όμως παραμένει δέσμιος αυτής της ποιητικής ακολουθίας που συνομιλεί με το υπερφυσικό, το αόρατο, το νεφελώδες, το μελωδικό, το άπιαστο και το θείο κάτι το οποίο συνάντησε στον Μίλτον και στον “Απολεσθέντα παράδεισο”, αυτόν τον κόσμο τον απόκοσμο, τον ανεξερεύνητο που το πνεύμα του, το τόσο προχωρημένο θέλησε να προσεγγίσει. Ο Πόε όπως και οι ποιητές που μελετούσε εκείνη την εποχή αναζητούσαν το μυστήριο της ζωής και του θανάτου και εξέφραζαν τις ανησυχίες τους μέσα από ιστορίες που διαδραματίζονταν σε φανταστικές χώρες και πεδία δράσης με ήρωες πλασμένους από άλλο χώμα. Για παράδειγμα, γράφει με υπόγειο τρόπο για αυτήν την έννοια της μεταφυσικής διάστασης που δείχνει να τον κυνηγά και να τον διακατέχει από τόσο μικρό στο ποίημα Αλ’ Ααραάφ: “Τι κι αν στους κόσμους μ’ έναν ήλιο μόνο/ θολώνει ολοένα, σαν κυλά, του Χρόνου η άμμος,/όταν εσύ είσαι τ’ αντιφέγγισμά μου: φέρνεις από τον έβδομο ουρανό τα μυστικά μου”. Εδώ δεν είναι τόσο εμφανές το αίσθημα της παράνοιας που θα γίνει λίγο αργότερα απόλυτα κυρίαρχο στο έργο του αλλά είναι σε άλλο ποίημά του “Τα πνεύματα των πεθαμένων”, 1827 όπου γράφει: “Σώπασε μες στην ερημιά/που όμως δεν είναι μοναξιά:/τα πνεύματα των πεθαμένων που γνώρισες μες στη ζωή/ γύρω σου στέκουν και σε σκιάζουν/ με τη δική τους προσταγή”. Εδώ ίσως είναι λίγο πιο ξεκάθαρο, ο Πόε σε αυτά τα ποιήματα ακροβατεί ανάμεσα στο εδώ και το εκεί, την Γη και τον Παράδεισο, το γνωστό και το άγνωστο, πλέει με το καράβι του σε θάλασσες δικές του μακρινές και αγνοεί τις γύρω του, σαν να βρίσκεται σε άλλη στρατόσφαιρα και να ατενίζει τα άστρα της ψυχής του. Στο ποίημα “Όνειρα” θα γράψει “ΑΣ ΗΤΑΝΕ όνειρο διαρκές η νεότητά του!/ το πνεύμα μου να μην ξυπνούσε πριν η αχτίδα μιας αιωνιότητας να μου ‘φερνε τον όρθρο!”. Παλεύει χωρίς αμφισβήτηση με τον ίδιο το νου του που συνθλίβεται γιατί δεν βρίσκει διαφυγή και μοιάζει αυτή η νεότητά του να έληξε πολύ σύντομα και άδοξα πριν καν προλάβει να την απολαύσει αφού η ωριμότητα και όλες μαζί οι επώδυνες για τον ίδιο εκδηλώσεις ήρθαν πρόωρα σαν ένα καλοκαίρι που τελείωσε πριν σημάνει η ώρα του.

Μέσα σε αυτό το ίδιο ποίημα τελειώνει με την ακόλουθη στροφή: “Ήμουν ευτυχισμένος, αν και στ’ ονειρό μου/ Ήμουν ευτυχισμένος, και το λέω πάλι:/Όνειρα! το έντονο έχουν χρώμα της ζωής μας/κι όπως παλεύουνε να μοιάσουν, μ’ ένα τρόπο/σκιώδη, φευγαλέο, σαν την ομίχλη, με την πραγματικότητα, χαρίζουν/στο εκστατικό μας βλέμμα εικόνες παραδείσου/κι αγάπης – και στις δικές μας!’- τέτοιες που η ελπίδα/και στις πιο φωτεινές της ώρες δεν γνωρίζει”. Ο Πόε μπορεί να μην είδε την ελπίδα να λάμπει στον χρόνο που αφιέρωσε στο γήινο πέρασμά του, είδε όμως κάτι από την λάμψη ενός παραδείσου που στα όνειρά του είχε φως και αυτό το φως το έβλεπε μόνο εκείνος. Δεν είναι τυχαίο πως στο ποίημα Μονάχος, το 1829 γράφει: “Εγώ δεν ήμουν παιδί/σαν τους πολλούς – δεν είχα δει/ ό,τι άλλοι βλέπαν -, μήτε αντλούσα/τα πάθη από κοινή πηγή./Η θλίψη μου άλλην είχεν αιτία/κι άλλη η χαρά μου μελωδία./Μόνος μου ό,τι ήταν αγαπούσα”. Αυτή η μοναχικότητα ήταν το επιστέγασμα και το καταφύγιο της ιδιοφυΐας του.

“Οι μετριότητες δεν κάνουν λάθη, επειδή δεν ριψοκινδυνεύουν και δεν επιδιώκουν τις κορυφές, ενώ τα μεγάλα κινδυνεύουν ακριβώς εξαιτίας του μεγέθους τους”

“Όσον αφορά στις μεγαλύτερες αλήθειες, οι άνθρωποι σφάλλουν όταν τις αναζητούν στο βάθος παρά στην επιφάνεια, στα βάθη των πηγών αντί για τις κορυφές – τα βάθη βρίσκονται στις τεράστιες αβύσσους όπου ψάχνουμε την αλήθεια, όχι στα απτά παλάτια όπου όντως την ανακαλύπτουμε”

“Η μόνη απόδειξη της ιδιοφυίας είναι το να κάνεις καλά αυτό που αξίζει να γίνει και που δεν είχε γίνει ποτέ πριν”

Το βιβλίο του Έντγκαρ Άλαν Πόε, Ποιήματα Τα νεανικά, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Gutenberg.