Μερικά πράγματα  προτιμούν να μένουν διακριτικά «τοποθετημένα» στο δρόμο σου και  να περιμένουν τη στιγμή που έτσι ξαφνικά θα αποφασίσεις να σηκώσεις λίγο πιο ψηλά το βλέμμα σου για να δεις ότι είναι εκεί, σιωπηλά, γενναία, ταπεινά, απλά γιατί ξέρουν τη δύναμη τους, την ιστορία τους και τη σοφία που αποκόμισαν σε όλα αυτά τα χρόνια της ύπαρξης τους.

Και κάτι τέτοιο ένιωσα να ισχύει και με την περίπτωση των εκδόσεων Γκοβόστη, που από το 2006 στεγάζονται στον καινούριο, πολύ  όμορφο χώρο τους στην οδό Ζωοδόχου Πηγής 73 στα Εξάρχεια, ένα χώρο που πραγματικά με χαλαρώνει  κοιτώντας τον και μόνο έξω από την  μεγάλη τζαμαρία του δρόμου.

Ευτυχώς, αυτήν τη φορά, όχι μόνο μπήκα μέσα αλλά είχα και την ευκαιρία να περάσω και πολύ χρόνο εκεί, συνομιλώντας τόσο με τον εκδότη κύριο Γκοβόστη όσο και με τον φιλοξενούμενο συγγραφέα στη συνέχεια…

Και πραγματικά, έχοντας επισκεφτεί αρκετά βιβλιοπωλεία στη ζωή μου, λίγα είναι εκείνα που τελικά μπορούν να με χαλαρώσουν τόσο εύκολα με τον εσωτερικό τους διάκοσμο. Το συγκεκριμένο βιβλιοπωλείο, για κάποιον λόγο που ακόμα δεν έχω καταλάβει, έχει αυτήν τη δύναμη, και ομολογώ ότι πολλές φορές που περνάω από έξω και είναι κλειστό, πάντα κρυφοκοιτάζω το μεγάλο κεντρικό ράφι που υψώνεται μέχρι το ταβάνι και μοιάζει τόσο γοητευτικά επιβλητικό και φιλόξενο.

«Οι εκδόσεις μας θα κλείσουν τα 90 χρόνια ζωής του χρόνου. Ο παππούς μου, Κώστας Γκοβόστης ήταν ο δημιουργός τους, στη συνέχεια ανέλαβε ο πατέρας μου και τώρα ήρθε η σειρά μου. Ο παππούς ήταν πρωτοποριακός, αγαπούσε πολύ την κλασσική λογοτεχνία, ήταν από τους πρώτους που έβγαλε θεατρικούς συγγραφείς  και έφερε τη ρωσική λογοτεχνία στην Ελλάδα. Οι μεταφράσεις των έργων τότε ήταν από σπουδαίους ανθρώπους που εκ των υστέρων έγινα και μεγάλα ονόματα, όπως ο Ρίτσος και ο Λαμπίρης».

Ο κύριος Γκοβόστης με μεγάλη σεμνότητα και σεβασμό στην ιστορία του Οίκου, μας μιλάει με πολύ ήρεμο τόνο για όλα όσα ο ίδιος έζησε και θυμάται όντας από μικρό παιδί μέσα στις εκδόσεις, και πραγματικά, όλα όσα ακούω με μαγεύουν και με κάνουν να ονειρεύομαι, ακριβώς  όπως και κάθε όμορφη ιστορία με σημαντικούς πρωταγωνιστές και όμορφο τέλος.

«Στο παρόν, έχει δοθεί ιδιαίτερη σημασία σε τίτλους της ψυχολογίας, της φιλοσοφίας, της λογοτεχνίας, της ιστορίας, μα  και της ποίησης  τα νεότερα χρόνια. Έχει δοθεί μάλιστα ιδιαίτερη σημασία στα βιβλία παγκόσμιας  ιστορίας, ξένων κυρίως συγγραφέων, με άρτιες μεταφράσεις που να είναι κατανοητές στο κοινό. Εμείς εδώ πιστεύουμε πολύ στα κλασσικά έργα, στην αξία τους, και προσπαθούμε να μην επιτρέψουμε να βρεθούν σε δεύτερη μοίρα…»

 

Εδώ, στον υπέροχο χώρο των εκδόσεων Γκοβόστη, μπορεί κανείς να βρει όχι μόνο βιβλία του Οίκου, αλλά ως ένα γενικό βιβλιοπωλείο, μπορεί κανείς να διαλέξει ανάμεσα σε πολλά άλλα βιβλία διαφορετικών εκδοτικών οίκων, καθώς και πολλά επιλεγμένα κλασσικά  αναγνώσματα που ταιριάζουν με το ύφος του χώρου και των εκδόσεων.

Μεταξύ άλλων σημαντικών δραστηριοτήτων του Οίκου όμως, είναι η έκδοση του περιοδικού «Ποιητικά» και οι «Ποιητικοί Διάλογοι» που κάθε πρώτη  Δευτέρα του μήνα  οργανώνονται στο χώρο, με προσκεκλημένους ποιητές διαφορετικών «σχολών» και εκδόσεων.

Προστατευμένος στην ηρεμία και την απόλυτα χαλαρή αίσθηση του χώρου, ο φιλοξενούμενος συγγραφέας Θανάσης Αγάθος έρχεται να μπει στη συζήτηση και για λίγο να με επαναφέρει ξανά στην αρχική «ανακριτική» διάθεση της επίσκεψης.

Η αρχική μου απορία είναι πάντα μια ικανοποίηση προσωπικής περιέργειας. «Γράφατε πάντα, ήταν αυτό που ονειρευόσασταν στην ζωή σας, πως πραγματικά ξεκίνησαν όλα…»

«Το πρώτο μου διήγημα θυμάμαι το έγραψα σε ηλικία οκτώ ετών. Τριάντα περίπου σελίδες. Η ιστορία δύο οικογενειών που περνούσαν μια Κυριακή σε μία Αθηναϊκή πολυκατοικία… Στα δέκα μου ξεκίνησα να διαβάζω κλασσική ελληνική λογοτεχνία. «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» ήταν το πρώτο που προσπάθησα και κατάφερα να φτάσω ως τη μέση. Ταυτόχρονα παιζόταν και ως σήριαλ. Στα έντεκα μου,  έγραψα ένα θεατρικό έργο. Με γοήτευε το θέατρο πολύ και οι γονείς μου ήταν θεατρόφιλοι. Οι συμμαθητές μου, θυμάμαι, ήθελαν να τους γράψω ένα ρόλο, έτσι, έγραφα και εγώ για να τους ικανοποιήσω μεγαλώνοντας συνεχώς το έργο το οποίο και παίχτηκε τελικά στη Χριστουγεννιάτικη γιορτή του σχολείου. Μέχρι τότε ήθελα να γίνω ηθοποιός, συγγραφέας ή σκηνοθέτης. Στο γυμνάσιο ήθελα να γίνω δημοσιογράφος ενώ στο λύκειο, γνωρίζοντας ότι η βαθμολογία του λυκείου μετρούσε τότε στις πανελλήνιες, αφοσιώθηκα στα μαθήματα του σχολείου, δεν έγραφα λογοτεχνία αλλά έγραφα κριτικές».

Για κάποιο λόγο, έχει πάντα ενδιαφέρον να ακούς ένα συγγραφέα να αφηγείται τη ζωή του και να βλέπεις μέσα από αυτό τις επιρροές, την έμπνευση και τις αρχές που τον χαρακτηρίζουν  στη σημερινή ζωή και το γράψιμό του.

Στο παρόν όμως; Τι τον χαλαρώνει, τι τον αγχώνει, του αρέσει η Αθήνα, τι μπορεί να τον φοβίζει;

«Έχω μια κόρη οκτώ ετών, επομένως ως γονιός αντιμετωπίζεις τα πράγματα με αυξημένη ευθύνη. Με αγχώνει το θέμα της ανεργίας, τα οικονομικά προβλήματα, οι άνθρωποι και το πώς θα είναι ο κόσμος στο μέλλον.  Υπάρχει μια υπέρμετρη αγάπη προς το χρήμα, και από την άλλη, λόγω δυσκολιών, υπάρχει δυσκολία πρόσβασης προς το χρήμα και οι άνθρωποι λειτουργούν περίεργα σε σχέση με αυτό… Με φοβίζει ο θάνατος, η απώλεια γενικότερα και η αρρώστια ανθρώπων που αγαπώ… Μου αρέσει η Αθήνα. Όταν ακούω ανθρώπους να την κατηγορούν, τσιτώνω. Δύσκολα μπορώ να φανταστώ να ζω μακριά από την Αθήνα. Είναι μια πόλη που αισθάνεσαι ότι κάτι συμβαίνει… Με χαλαρώνει το θέατρο, το σινεμά, ένα βιβλίο, το να βγω έξω με φίλους…»

Η εποχή του μυθιστορήματος, του Θανάση Αγάθου που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Γκοβόστη, ασχολείται με θέματα που έχουν να κάνουν με τα μυθιστορήματα της γενιάς του ’30.

Αναρωτιέμαι γιατί αυτό το θέμα και γιατί αυτή η εποχή…

«Έγραψα αυτό το βιβλίο γιατί η πεζογραφία της γενιάς του 30 έχει αδικηθεί πολύ σε σχέση με την ποίηση. Το έγραψα γιατί ήθελα να εστιάσω σε πτυχές που ήταν ανεξιχνίαστες, όπως τις σχέσεις του κινηματογράφου με την πεζογραφία εκείνης της εποχής ή το πώς δύο διαφορετικοί συγγραφείς της ίδιας περιόδου πλάθουν δύο ήρωες με κοινά στοιχεία… Το βιβλίο αυτό επιχειρεί να καταθέσει έναν προβληματισμό πάνω σε ευρύτερα και ειδικότερα θέματα που σχετίζονται με την πρόσληψη των μυθιστορημάτων της γενιάς του ’30, της γενιάς που επαινέθηκε και επικρίθηκε όσο καμία άλλη λογοτεχνική γενιά στην Ελλάδα και αποτέλεσε συλλογικό φαινόμενο με πολύ μεγάλη διάρκεια».

Καθώς ο χρόνος της συνάντησης μας φτάνει στο τέλος της, λίγο πριν έναν ακόμα αποχαιρετισμό, ζητώ από συγγραφέα και οικοδεσπότη να διαλέξουν το δικό τους βιβλίο μέσα στο χώρο.

Ο κύριος Γκοβόστης διάλεξε το «Mare Nostrum: Μια ιστορία της Μεσογείου»  του John Julius Norwich, σε μετάφραση της Κατερίνας Χαλμούκου,  ένα συγκλονιστικό βιβλίο για τη Μεσόγειο, τη θάλασσα που συνδέει τρεις από τις έξι ηπείρους του κόσμου. Μια ιστορία που ξεκινάει με τους Φοίνικες και τους Φαραώ και μας μεταφέρει, μεταξύ άλλων, στις αραβικές κατακτήσεις της Συρίας, στην Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και τις σταυροφορίες, στον Φερδινάνδο, την Ισαβέλλα και την ιερά εξέταση, στις μεγάλες πολιορκίες της Ρόδου και της Μάλτας από τον Σουλτάνο Σουλεϊμάν το Μεγαλοπρεπή, στους Πειρατές της Ακτής της Βαρβαρίας, έως και τον Ελληνικό Πόλεμο της Ανεξαρτησίας και τη Συνθήκη των Βερσαλλιών. Ένα πραγματικά μοναδικό βιβλίο που πρέπει να είναι σε κάθε βιβλιοθήκη.

Ο φιλοξενούμενος συγγραφέας επέλεξε με τη σειρά του «Το σιδερένιο τακούνι» του Τζακ Λόντον, ενός συγγραφέα που στα σαράντα μόλις χρόνια ζωής του πρόλαβε να γράψει πενήντα βιβλία και να θεωρηθεί ο πιο διαβασμένος και διάσημος συγγραφέας της εποχής του. «Το Σιδερένιο Τακούνι» που κυκλοφόρησε το 1907,  μοιάζει στις μέρες μας πιο επίκαιρο από ποτέ, καθώς περιγράφει τον πόλεμο που θα ξεσπάσει μια μέρα ανάμεσα στην Πλουτοκρατία και το Λαό.

Με τη σειρά μου διάλεξα έναν αγαπημένο των εκδόσεων Γκοβόστη και δικό μου, τον Φιοντόρ Ντοστογιέβσκη και το βιβλίο  του «Αναμνήσεις από το σπίτι των πεθαμένων», ένα βιβλίο για όσα απάνθρωπα συνέβαιναν στα τσαρικά κάτεργα, ένα ασύγκριτο βιβλίο που πολλές από τις περιγραφές του είναι προσωπικά βιώματα και αποτελεί το κατηγορώ του συγγραφέα ενώ παράλληλα φανερώνει την αγάπη του για την λαϊκή Ρωσία και τον απλό λαό.

Καθώς η ώρα της συνάντησης έχει φτάσει στο τέλος της, ανανεώνω το ραντεβού μου με το βιβλιοπωλείο των εκδόσεων Γκοβόστη για μια επόμενη Δευτέρα και τους Ποιητικούς της διαλόγους και βγαίνω ξανά στην φιλότεχνη οδό της Ζωοδόχου Πηγής…

Το να ζεις στο κέντρο και να χάνεσαι στα υπέροχα μικρά δρομάκια των Εξαρχείων, έχω γράψει ξανά ότι είναι από μόνο του μια υπέροχη εμπειρία. Το να ξέρεις ότι σε αυτές τις όμορφες γωνιές συμβαίνουν πράγματα που σέβονται και διδάσκουν πολιτισμό, είναι μια ακόμα ένδειξη ότι αυτή η πόλη δεν είναι τελικά τόσο άσχημη όσο ακούγεται, ούτε τόσο βαθιά βυθισμένη στο γκρι σύννεφο της εποχής μας. Όσο υπάρχουν τολμηροί άνθρωποι με όραμα, όσο υπάρχουν βιβλία και ζεστοί χώροι να τα φιλοξενούν, αυτή η πόλη μπορεί να είναι πιο ζωντανή, μπορεί να είναι πιο ανθρώπινη, μπορεί να είναι συναρπαστική,  και ευτυχώς, ακόμα πολλά υποσχόμενη.

Ραντεβού σε κάποια από τις συναντήσεις της Δευτέρας…

Ευχαριστώ τον κύριο Κώστα Γκοβόστη για τη συνομιλία και την τόσο ζεστή και φιλική φιλοξενία, τον συγγραφέα Θανάση Αγάθο για τη γνωριμία και το τόσο ενδιαφέρον βιβλίο του και τέλος το προσωπικό του γενικού βιβλιοπωλείου Γκοβόστη (Ζωοδόχου Πηγής 73, τηλ, 210 3822251- 210 3815433) για την άψογη συνεργασία και τη βοήθεια τους.