Δεν είναι σαφές ποιος ακριβώς ήταν ο σκοπός της νουβέλας αυτής που ο Χέμινγουεϊ έγραψε σε μικρή ηλικία, δηλαδή μόλις το 1926 και πριν ακόμα από τα βιβλία που τον καθιέρωσαν και οδήγησαν την σουηδική ακαδημία να τον τιμήσει με το Νόμπελ το 1954.

Υπάρχει η εικασία πως αυτό το βιβλίο, το οποίο γράφτηκε σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, ήταν ένας κεραυνός συνειδητός στο σώμα και την ψυχή της σύγχρονης αμερικανικής λογοτεχνικής πραγματικότητας. Σατίριζε ούτε λίγο ούτε πολύ την πεπατημένη πρόζα της καθωσπρέπει έκφρασης και της καθιερωμένης δομής των μέχρι τότε μυθιστορημάτων συγγραφέων όπως ο Φιτζέραλντ, με τον οποίο ο Χέμινγουεϊ γνωριζόταν, ο Ντος Πάσσος, επίσης επιστήθιος φίλος του. Και όλα αυτά λίγο πριν το κραχ του 1929 και λίγο μετά την λήξη του Α’ Παγκοσμίου πολέμου στον οποίο και ο ίδιος υπηρέτησε.

Αυτό το βιβλίο έχει μία πολύ κρυφή ιδιαιτερότητα που το καθιστά αναγνωρίσιμο και πρωτότυπο. Ο συγγραφέας διακόπτει την αφήγησή του σε διάφορα σημεία για να παρέμβει ίσως προς όφελος του αναγνώστη, ίσως πάλι προς την ενημέρωσή του ή ίσως ακόμα για να τον διασκεδάσει με φράσεις και αναλύσεις χαρακτήρων που είναι κωμικοί και τους οποίους ανοιχτά διακωμωδεί. Ακόμα και σε ένα τέτοιο βιβλίο που κανείς δεν ξέρει αν είχε σκοπό να το εκδώσει ή απλά το έγραψε για να σπάσει το συμβόλαιο με τον εκδοτικό του οίκο και να προκαλέσει ρήξη με τον μέχρι πρότινος μέντορά του, ο Χέμινγουεϊ αποκαλύπτει πως μπορεί να είναι σκωπτικός και δηκτικός, να κάνει την αυτοκριτική του και εφόσον έχει πατήσει αυτόν τον δρόμο να σαρκαστεί και να αστειευτεί και επί των ομοτέχνων του. Η ιστορία δεν έχει τόση σημασία – αν και πολλές αλήθειες λέγονται μέσα από τις λίγες αυτές σελίδες – όσο το γεγονός πως και σε μία τέτοια προσπάθεια συγγραφική ο δημιουργός του έχει την μοναδική ικανότητα να γράφει ένα πολύ ουσιαστικό αφήγημα που το ορίζει, το οργανώνει, το ελέγχει και το παραδίδει στον αναγνώστη με τόση σοβαρή παρωδία όσο λίγοι θα μπορούσαν να το πράξουν. Η πεμπτουσία της ιδιαιτερότητας της νουβέλας αυτής είναι πως έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον, αν δεν σηκώνει ειδική λογοτεχνική ανάλυση και ψυχανάλυση του ίδιου του συγγραφέα, η καυστικότητα και ο σαρκασμός με τον οποίο δημιουργεί διαλόγους, συνομιλεί με τον αναγνώστη και τον θέτει επί των ευθυνών του για την επιλογή του να προβεί σε μία ενδεχόμενη ανάγνωσή του και αν δεν μείνει ικανοποιημένος να τον συναντήσει για να του το διαμηνύσει ή ακόμα και να του προτείνει ο ίδιος ο αναγνώστης αλλαγές.

Ο Χέμινγουεϊ βρίσκεται πραγματικά ελεύθερος να καταρτίσει την ιστορία του αυτή απαλλαγμένος από σοβαροφανείς ρήτρες και πολύπλοκα νοήματα γιατί ο απώτερος στόχος του είναι μία πρώτης τάξης μπουνιά στην ραχοκοκαλιά του σύγχρονου αμερικανικού μυθιστορήματος της εποχής εκείνης, μέρος της οποίας είναι και ο ίδιος. Και διαφαίνεται σε αυτή την ηλικία η διάθεσή του να ορθώσει ένα δικό του προσωπικό ανάστημα, να σπάσει τις αλυσίδες και τα δεσμά του κατεστημένου τρόπου γραφής, να αντιτεθεί άδικα ή δίκαια – αυτό η ιστορία θα το δείξει – με ανθρώπους που τον στήριξαν και να κινηθεί αυτόνομα ξεφεύγοντας από καλούπια που ίσως του κόστιζαν στο μέλλον. Ίσως είναι ακραίο αλλά πέρα από το κωμικό στοιχείο που σίγουρα πρωταγωνιστεί, ο συγγραφέας μοιάζει να επιθυμεί από νωρίς να κυνηγάει την δική του ουρά για να την καθαρίσει πριν αυτή συρθεί σε λάσπες που θα στιγμάτιζαν την προσωπική μελλοντική του πορεία. Έτσι έχοντας πετύχει να διώξει από πάνω του κάθε πιθανό μικρόβιο κονσερβοποίησης, ταμπελοποίησης και συμμετοχής σε μαζικά και συλλογικά ρεύματα όπως ήταν η μόδα τότε που θα του κρεμούσαν την ταμπέλα του τάδε ή του δείνα συγγραφέα, να προχωρήσει απρόσκοπτος στην συλλογή και καταγραφή των σκέψεών του μακριά από πρέπει.

Σε κάθε περίπτωση πάντως “Οι χείμαρροι της άνοιξης” αναδεικνύουν πλείστα θέματα στην Αμερική της δεκαετίας του ’20. Ενώ ο σύγχρονός του Σκοτ Φιτζέραλντ περιγράφει μία ολόκληρη εποχή ανεμελιάς και καλοζωίας και οι χαρακτήρες του ζουν μέσα στο μεθύσι ενός κόσμου παραμυθένιου που ο έρωτας βασιλεύει άλλοτε καταστροφικά και άλλοτε με τάσεις απογείωσης, ο Χέμινγουεϊ από εντελώς διαφορετικό πρίσμα εισβάλει σε μία Αμερική ανθρώπων που παλεύουν για το σήμερα, την εργασία, την τροφή, την σωτηρία της ψυχής και του μυαλού τους. Η Αμερική του Χέμινγουεϊ είναι ένας κόσμος αντιθέσεων βορρά και νότου σαν ο πόλεμος να μην τέλειωσε ποτέ και σαν οι άνθρωποι να ψάχνουν ακόμα για την αρμονική συμβίωση με τους Ινδιάνους τους οποίους κατέκτησαν αφού τους εξαφάνισαν. Η αναφορά του στους Ινδιάνους μοιάζει να μην είναι καθόλου τυχαία, γιατί είναι γνωστή η ενοχή για ένα έγκλημα που διαπράχθηκε εις βάρος μίας φυλής που δεν είχε για Θεό το χρήμα αλλά την ίδια την φύση και την φιλοσοφία της ζωής που ο σύγχρονος αμερικάνικος τρόπος ζωής δεν άντεξε να υποφέρει και προτίμησε να τον αφανίσει.

Τελικά ποιο είναι το πραγματικό πρόσωπο της Αμερικής που βρίσκεται μέσα στα εργοστάσια, όπως αυτό με τις αντλίες που περιγράφεται γλαφυρά εδώ και ποιοι είναι οι εκπρόσωποί της που την κρατάνε όρθια για να απολαμβάνουν οι υπόλοιποι την ευημερία? Αναφέρει ο Χέμινγουεϊ: “Αν και μας στραγγαλίζετε σήμερα, δεν μπορείτε κάτι, τις ψυχές μας”. Να μία αλήθεια διατυπωμένη από έναν ήρωα καθημερινό και έναν εργάτη αφανή της σκληρής βιοπάλης. Τελικά το όνειρο και η άνοιξη που όλοι περιμένουν για συμφιλίωση σε μία χώρα παραδομένη στην έχθρα είναι ένα μονοπάτι δύσβατο και το φως κάπου τρεμοπαίζει.

“Και ας πλανηθώ σε απολαύσεις και παλάτια{…}δεν υπάρχει άλλο μέρος σαν το σπίτι”.

Το βιβλίο του Έρνεστ Χέμινγουεϊ, Οι χείμαρροι της άνοιξης, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη.