Στο φανταστικό σενάριο κατά το οποίο κάποιος ζητούσε από τον Φιτζέραλντ να του δώσει πίσω όσα έζησε και εκείνος να του χαρίσει μία μακρά ζωή μακριά από περιπέτειες και στενοχώριες και απαλλαγμένη από δυσκολίες είναι σχεδόν βέβαιο – και αυτό πηγάζει από τις ιστορίες του – πως ο συγγραφέας του Υπέροχου Γκάτσμπυ θα αρνιόταν πεισματικά και επίμονα να γυρίσει πίσω τον χρόνο και να κάνει τα πράγματα αλλιώς.

Και αυτό γιατί τα βιώματά του, το μεθύσι της ζωής του που κατρακύλησε, οι εκλάμψεις πάθους – σαν ένας άλλος Ρεμπώ – καθώς και οι ψυχικές του επαναστάσεις και ο λήθαργος της καλοζωίας στον οποίο είχε κυλιστεί ήταν τα συστατικά μίας ζωής ακριβώς όπως την επιθυμούσε. Τροφή και υλικό σε όσα κατέγραψε και απομνημόνευσε ήταν η πολυτάραχη ζωή του, ο φλογοβόλος έρωτάς του για την μία και μοναδική Ζέλντα, αυτό το κορίτσι που αγάπησε με πάθος ακριβώς όπως και ο Τζόυς αγάπησε την δική του γυναίκα και την έκανε πρωταγωνίστρια σε όλα του τα βιβλία. Τα νήματα του βίου του θα ήταν τόσο ξεθωριασμένα και ξασπρισμένα αν δεν έπεφτε με τα μούτρα στον βούρκο μίας κολασμένης ζωής που μετετράπη σε παράδεισο και ξανάγινε κόλαση μέσα σε λίγα χρόνια.     

Σε αυτά τα διηγήματα αποκαλύπτεται και αναδύεται η κατάρρευση ενός ονείρου και μίας πολλά υποσχόμενης ευδαιμονίας που εκπροσωπούσε την κοινωνία του μεσοπολέμου και στιγμάτισε μία ολόκληρη εποχή μέχρι το ξέσπασμα του κραχ το 1929 και κατόπιν το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου πολέμου που ο Φιτζέραλντ “κατάφερε” να μην γευτεί. Θυμίζει αυτή η δεκαετία του 1920 και το σκηνικό που είχε με θεατρικότητα στηθεί στις αρχές του 20ου αιώνα τότε που η belle époque είχε κατακλύσει τον κόσμο με χαρά, ξεγνοιασιά και ανεμελιά. Η ιστορία όμως δυστυχώς έμελλε να επαναληφθεί, μιας και αυτή η εποχή τέλειωσε κι’ αυτή πρόωρα με το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου πολέμου και την γνωστή κατάληξη στις ζωές των ανθρώπων και την πίκρα στο στόμα όλων για αυτά που άφησε πίσω ανολοκλήρωτα τόσο σε καλλιτεχνικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο. Εξάλλου, ο Φιτζέραλντ είναι ένας γνήσιος εκπρόσωπος της κοινωνίας και μπορεί και αφουγκράζεται τον παλμό των ανθρώπων, δεν είναι ξένος προς την ατμόσφαιρα καθώς και εκείνος βούτηξε με πάθος το δάχτυλο στο μέλι που έσταζε από το βάζο του παραληρήματος.

Στα διηγήματα αυτά που είναι ίσης αξίας με τα μυθιστορήματά του, προβάλλει όλη την ατμόσφαιρα χαράς, αυτόν τον ιδανικά πλασμένο και πλασματικό κόσμο που πλημμυρίζει από ανεξέλεγκτες διαστάσεις έκστασης σαν ναρκωτικό. Αυτός ο κόσμος κυβερνάται από μία μυθική πραγματικότητα, πετάει στα σύννεφα αρνούμενος να προσγειωθεί και δεν λογαριάζει επ’ ουδενί τα πρέπει και τα μη, τα όχι και τα δεν. Οι ήρωές του συγγραφέα κολυμπούν σε μία θάλασσα ζωής χωρίς αναστολές, πρωταγωνιστές σε έναν ξέφρενο χορό υπερβολών και ασυδοσίας. Ατελείωτα πάρτυ, άπλετο χρήμα που ρέει και ξοδεύεται ασύστολα και προς κάθε κατεύθυνση σαν αυτό να μην τελείωνε ποτέ. Το ποτό της αμαρτίας να ρέει άφθονο έτσι όπως έρρεε άφθονο το πάθος του Φιτζέραλντ για την Ζέλντα.

Οι έρωτες σε αυτά τα διηγήματα πορεύονται μέχρι τελικής πτώσης και όμως δεν καταλήγουν πουθενά γιατί οι συνδετικοί κρίκοι λόγω των ακραίων συμπεριφορών και των έκλυτων εξάρσεων πάνε να σπάσουν. Όλα είναι στον βωμό της ύλης και του εφήμερου σαν το αύριο να μην υπάρχει, καμία πρόβλεψη για το αύριο που έχει μπει στον πάγο στον βωμό του τώρα. Πρόκειται για μία κοινωνία σε μέθη σαν ένα εκτροχιασμένο τρένο, άνθρωποι που θεωρούν πως έχουν πιει το νερό της αιώνιας καλοπέρασης και αυτό μοιάζει για αυτούς ανεξάντλητο. Όλο αυτό το οικοδόμημα – σε αυτό βασίστηκε και η ίδια η ζωή του συγγραφέα – το οποίο βρίσκουμε και στο “Πλουσιόπαιδο” και στην “Επιστροφή στη Βαβυλώνα” αλλά και στην “Χειμωνιάτικη Νύχτα” γκρεμίζεται εν μία νυκτί όταν τα πρόσωπα των πρωταγωνιστών σκοτεινιάζουν υπό το βάρος των εξελίξεων και την τροπή των πραγμάτων. Όλα έμοιαζαν σταθερά και ακλόνητα, όλα τώρα είναι γυάλινα και εύθραυστα, από που άραγε θα κρατηθούν για να μην χάσουν την γη κάτω από τα πόδια τους; Μήπως αυτό μας θυμίζει κάτι από την σημερινή μας κατάσταση;

Η προσέγγιση στην νέα πραγματικότητα είναι ζοφερή, επώδυνη και σκληρή, τα χαλαρά ήθη και οι εξασφαλισμένες ανέσεις δίνουν την θέση τους σε ένα μέλλον ακαθόριστο και ασαφές. Τα διηγήματα του Φιτζέραλντ βρίθουν αυτοαναφορικών σημείων και αυτό είναι πασιφανές σε κάθε στάση, σε κάθε επεισόδιο που περιγράφει. Στο διήγημα “Κατάρρευση” όμως ο ίδιος καταπιάνεται με την ψυχανάλυση των δικών του παθών, των αυστηρά προσωπικών του δεινών που απλά ντύνει με άλλα ονόματα. Εκεί θα καταγράψει τα δικά του παραστρατήματα, τις ατελείωτες παλινωδίες και τον έκλυτο βίο που διάγει χωρίς να σκέφτεται τις συνέπειες των πράξεών του. Η καταστροφή του ήταν η πηγή χαράς του; Γιατί έζησε στα άκρα, αρνήθηκε το μέτρο και δεν χαλιναγώγησε ποτέ ούτε και συγκράτησε την λαχτάρα για γιορτή παρασυρμένος από την γυναίκα του που η απίστευτη ζήλια και η αγάπη του για αυτήν τον οδήγησαν προ τετελεσμένων γεγονότων θέτοντας σε κίνδυνο τις αντιστάσεις και τις αντοχές του. Μιλάει με πραγματικούς όρους δυστυχίας και απότομης λοξοδρόμησης γιατί εκείνος πρώτα από τους ήρωές του δοκίμασε τα χαλινάρια του σε έναν αγώνα που ίσως και να γνώριζε πως δεν θα έβγαινε νικητής. Να ταξίδεψε για την χαρά του ταξιδιού; Όπως και να έχει το άστρο του όμορφου και καταραμένου δεν έπαψε ποτέ να λάμπει.

“Ο κόσμος υπάρχει μόνο μέσα από το πως τον συλλαμβάνεις”

Το βιβλίο του F. Scott Fitzgerald, Επιστροφή στη Βαβυλώνα, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Άγρα. Διαβάστε πληρωφορίες, εδώ.