Ο δάσκαλος Τολστόι έχει πει: “Όλες οι ευτυχισμένες οικογένειες μοιάζουν μεταξύ τους. Κάθε δυστυχισμένη οικογένεια όμως, είναι δυστυχισμένη με τον δικό της τρόπο”.

Η Ντόρις Λέσινγκ σε αυτό το αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα παραθέτει την ζωή της δικής της οικογένειας σε δύο εκδοχές, την πραγματική που δεν είναι και τόσο ευχάριστη και μία φανταστική που η ίδια συνέλαβε για να προσδώσει στις ζωές των γονιών της αυτά που οι ίδιοι δεν κατόρθωσαν να πραγματοποιήσουν.

Επιθυμία της να μεταδώσει στον αναγνώστη την εμπειρία ζωής που η ίδια βίωσε μέσα από τα μάτια των γονιών της σε τόπους διαφορετικούς και μακριά από τον τόπο γέννησής της. Παιδί μεταναστών έζησε σε όλο το φάσμα αυτήν την μετατόπιση, την νομαδική πτυχή μίας ζωής που θα μπορούσε να είχε κυλήσει πιο αρμονικά, πιο στέρεα και λιγότερο αυταρχικά για την ίδια. Είναι ένα υποδόριο παράπονο που πλανάται σαν αεροπλάνο πάνω από τους τόπους που μεγάλωσε και δίνει την εικόνα πως από μικρή έπιασε τον ταύρο από τα κέρατα πηγαίνοντας ενάντια στο ρεύμα της εποχής.

Ο πατέρας της Άλφρεντ, ένας άνθρωπος δύσκολος και ιδιότροπος από την στιγμή που τραυματίστηκε στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο καθώς με το πόδι του σακατεμένο αναγκάστηκε να είναι εξαρτημένος από την φροντίδα και την συνεχή παρακολούθηση της μητέρας της. Τον αναφέρει σαν κάτι απόμακρο και ξένο, δεν διαφαίνεται η παραδοσιακή σχέση του πατέρα με την κόρη, αλλά και η σχέση του πατέρα με την μητέρα της μετά τον τραυματισμό θα συμπέρανε κανείς πως περνούσε κρίση σε ένα ζευγάρι που η μητέρα έπαιρνε πλέον τα γκέμια του αλόγου που λεγόταν ζωή. Εκείνος ανήμπορος να προσφέρει, νιώθει να λυγίζει μπροστά στην κρισιμότητα της κατάστασής του μιας και ενός κακού μύρια έπονται, οι επιπλοκές της υγείας του πολλές και δύσκολα διαχειρίσιμες.

Για αυτό και η συγγραφέας στην φανταστική εκδοχή τρέχει να σβήσει τα κακώς κείμενα μετατρέποντάς τα σε όνειρα που δεν έγιναν ποτέ αληθινά, αν όλη η δυστυχία του πατέρα της ήταν ένα κακό όνειρο τον κάνει να ξυπνήσει για να του φορέσει το ρούχο της ευδαιμονίας που είχε προ πολλού ξεχάσει στην ντουλάπα του. Ο πατέρας της λοιπόν εμφανίζεται αγρότης στην ιστορία που πλάθει σε ύφος Χένρυ Τζαίημς και Τζέιν Όστεν μαζί. Είναι ένας άντρας που απολαμβάνει τους καρπούς μίας φιλήσυχης ζωής στα κτήματα και την ύπαιθρο και συνδράμει την Έμιλυ που ως νοσηλεύτρια αποφασίζει να δημιουργήσει μία αλυσίδα ιδρυμάτων για παιδιά έχοντας στην άκρη τα χρήματα του εκλιπόντος συζύγου της για να εκπληρώσει αυτή την επιθυμία της.

Στην πραγματικότητα η μητέρα της, αυστηρή και απόμακρη, με τα πολλά βάσανα που την απασχολούσαν, βρισκόταν συχνά σε ρήξη με την επαναστατική και ανεξάρτητη κόρη της που ασφυκτιούσε στο οικογενειακό περιβάλλον, σαν να ήταν έτοιμη να πετάξει σε άλλους ουρανούς. Παρακαταθήκη της όμως είναι οι διδαχές των γονιών της που της έμαθαν να διαβάζει κλασική λογοτεχνία, της εμφύσησαν αρχές και αξίες, της μετέδωσαν τον σεβασμό για τον άνθρωπο και τα ζώα. Η μητέρα της νοσηλεύτρια πήρε επ’ώμου όλο το βάρος της ανατροφής των παιδιών, ήταν αυτή που αν και γυναίκα λειτουργούσε ως αρσενικό που σπεύδει να “κυνηγήσει” για να επιβιώσει το οικοδόμημα που λέγεται οικογένεια. Μέσα από την αφήγηση φαντασίας του πρώτου μέρους, η μητέρα της, η Έμιλυ ξαναγεννιέται μακριά από τις έννοιες και έτσι, κατά την συγγραφέα, το όνειρο της παίρνει σάρκα και οστά. Ενώ στην πεζή πραγματικότητα που έζησε “κλειδώθηκε” από “πρέπει” μπροστά σε μία σκληρή πραγματικότητα που είχε να αντιμετωπίσει και τα κατάφερε, η Λέσινγκ σε ένα άλλο επίπεδο την θέλει να θέτει στόχους και να τους πετυχαίνει, νιώθοντας ισχυρή, ανίκητη και δημιουργική.

Ο μεγάλος πόλεμος εν τω μεταξύ είχε ξεσπάσει, η ζωή αλλάζει, ο πατέρας της καλείται να υπηρετήσει, όλα τα μέχρι τότε δεδομένα μεταβάλλονται και η οικογένεια βρίσκεται σε πανικό, η Ντόρις και ο αδερφός της αγωνιούν και βρίσκονται σε σύγχυση, μία παιδική ηλικία αναίμακτη κλονίζεται. Οι αναμνήσεις της κυλάνε σαν ποτάμι που έχει παρασύρει το παρόν, η επιστροφή της συγγραφέως μετά από χρόνια στον τόπο που έζησε ευτυχισμένες στιγμές την γεμίζουν με απογοήτευση καθώς έχουν ρημαχτεί οι εικόνες που είχε χτίσει για αυτόν τον ευλογημένο τόπο από ανθρώπους μοχθηρούς και αλαζόνες που ισοπέδωσαν τα πάντα στο όνομα της εξουσίας. Η Λέσινγκ θυμάται ένα μειλίχιο περιβάλλον που απέπνεε ηρεμία, φυσική ομορφιά και αγνότητα και παρά τα προβλήματα με τους γονείς της αφήνει ένα αίσθημα ικανοποίησης σε αυτά που αφηγείται σαν οι δυσκολίες αυτές να μην είναι τίποτα μπροστά σε αυτά που θα έρχονταν με την αλλαγή κατοικίας στο μεταπολεμικό Λονδίνο του θορύβου και της απροσωπίας.

Περιδιαβαίνοντας νοερά τα μονοπάτια των εικόνων που διαμορφώνει μέσα από τις λέξεις, απορρέει μία ευχάριστη και γλυκιά συγκίνηση για μία εποχή που αν και με πόλεμο – προφανώς χωρίς πόλεμο το παρελθόν θα είχε άλλη μυρωδιά  – δεν έχασε σε ανθρωπιά και σε αίγλη τουλάχιστον ως προς το κομμάτι της ζωής στη Νότια Αφρική. Σε κάθε περίπτωση η Λέσινγκ έχει το μαγικό ραβδί να κινεί τα νήματα της αφήγησης μίας ολόκληρης εποχής σαν να διηγείται ένα παραμύθι σε ένα παιδί, αυτό είναι η συνταγή που την οδήγησε να της απονεμηθεί το Βραβείο Νόμπελ το 2007. Όπως αναφέρει και η ίδια: “Τα μικρά παιδιά ζουν σε μια δική τους πραγματικότητα, απ’ την οποία αποκλείονται οι παράλογες φαντασιώσεις των μεγάλων”. Δικαίως λοιπόν κατέκτησε μία θέση στο πάνθεον των διαχρονικών λογοτεχνών παρέα με τους Ντίκενς, Τουέιν, Ουάιλντ. Η παιδικότητα των συναισθημάτων και της γραφής της δεν σίγησε ποτέ.

“Ένα μικρό κορίτσι βλέπει μονάχα αυτά που καταλαβαίνει”

“Η ζωή μας μοιάζει με αυτή της πεταλούδας, που πρώτα φτεροκοπάει από το σκοτάδι προς το φως, βλέπει από ψηλά την αγαπημένη της τροφή, προσγειώνεται και τρέφεται με τις ακαθαρσίες μέχρι που να χορτάσει – και ύστερα πετάει ξανά και χάνεται και πάλι στο σκοτάδι”

Το βιβλίο της Ντόρις Λέσινγκ, με τίτλο Άλφρεντ και Έμιλυ, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη.Διαβάστε πληροφορίες για το βιβλίο εδώ.