O Ζοζέ ντε Σόζα Σαραμάγκου (José de Sousa Saramago, 16 Νοεμβρίου 1922 – 18 Ιουνίου 2010), ο Πορτογάλος συγγραφέας, ποιητής, σεναριογράφος και δημοσιογράφος τιμήθηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας, το 1998. Στενά συνδεδεμένος με τη φύση και την εμπειρία της ανθρώπινης ύπαρξης δημιούργησε πρωτότυπες και συγκινητικές αφηγήσεις, οι οποίες υπερβαίνουν τον ρεαλισμό και την φαντασία, οδηγώντας σε αλληγορίες που αγγίζουν τα όρια του μύθου.

Μεγαλωμένος από μία φτωχή οικογένεια λίγο έξω από την Λισσαβώνα ήρθε σε επαφή με την σκληρή, αλλά αφοσιωμένη ζωή των εργατών της υπαίθρου. Περνώντας τα καλοκαίρια του στο χωριό των γονιών του, Αζινιάγκα, θυμάται χαρακτηριστικά όταν αρρώστησε ο παππούς του και έπρεπε να μεταφερθεί στο νοσοκομείο: «Πήγε στην αυλή του σπιτιού, όπου υπήρχαν λίγα δέντρα, μερικές ελιές και συκιές. Και πέρασε από όλα αγκαλιάζοντάς τα με τη σειρά, κλαίγοντας, λέγοντάς τους αντίο μιας και ήξερε πως δε θα επέστρεφε». Κι αυτή η τρυφερότητα έμελλε να εμποτίσει την λογοτεχνική του φαντασία, η οποία προσέφερε αξεπέραστες ιστορίες στο παγκόσμιο κοινό του.

Έργα του όπως το Περί Τυφλότητος μπορούν να ερμηνευθούν ως επίκαιρα σχόλια απέναντι σε κοινωνίες που δεν καταφέρνουν να διαχειριστούν επιτακτικές κρίσεις και ανθρώπους που αντιδρούν βίαια και εγωϊστικά για να επιβιώσουν εις βάρος των άλλων. Αλλά και όλα τα βιβλία του φαίνεται να εμπεριέχουν μία βαθιά κριτική στις κοινωνίες που άλλαξαν τόσο γοργά, εξαιτίας της τεχνολογικής προόδου, αφήνοντας ένα πλήθος ανθρώπων έρμαια στις απρόβλεπτες επιπτώσεις της οικονομικής ανάπτυξης.

Οι χαρακτήρες του μπορεί να μένουν συχνά χωρίς όνομα, εκτός χρόνου και εκτός ορισμένου τόπου, αλλά αντιμετωπίζονται με πηγαία ενσυναίσθηση και πλάθονται -σαν τον πηλό- για να δημιουργήσουν ανθρώπους που θα μπορούσε κανείς να γνωρίσει διασχίζοντας τις επαρχίες αυτού του κόσμου. Οι μακροσκελείς προτάσεις του, η παράλειψη διαχωρισμού των διαλόγων και οι εσωτερικοί στοχασμοί των πρωταγωνιστών, ίσως να καθιστούν το συγγραφικό «στυλ» του δύσκολο και πειραματικό, αλλά αν κανείς συνηθίσει τις ιδιοτροπίες αυτές θα γνωρίσει ένα σύμπαν γεμάτο ευαισθησία και αλληλεγγύη.

Το Κατά Ιησούν Ευαγγέλιο (O Evangelho Segundo Jesus Cristo)

Η ώρα ήδη πλησίαζε, αλλά πριν φτάσει, ο Ιησούς είχε ακόμα την ευκαιρία, δύο φορές, να φανερώσει τις θαυματουργές του δυνάμεις, αν και σχετικά με τη δεύτερη από αυτές θα ήταν προτιμότερο να αφήσουμε να πέσει ένα πέπλο σιωπής, γιατί επρόκειτο για ένα αμφίβολο θαύμα, που είχε ως αποτέλεσμα να πεθάνει μια συκιά τόσο αθώα όσο και το καθένα από τα γουρούνια που οι δαίμονες έριξαν στη θάλασσα.

Περί Τυφλότητος (Ensaio sobre a Cegueira)

Ποιος θα το ‘λεγε. Αν χρειαζόταν να εκτιμήσουμε την κατάσταση των ματιών αυτού του ανθρώπου με μια ματιά, γιατί μόνο αυτό είναι δυνατό αυτή τη στιγμή, φαίνονται υγιή, η ίριδα είναι υγρή, φωτεινή, και το ασπράδι λευκό και συμπαγές σαν πορσελάνη. Τα τσιτωμένα βλέφαρα, το ρυτιδιασμένο δέρμα του προσώπου, τα ματοτσίνορα που γύρισαν ξαφνικά, όλα αυτά, ο καθένας μπορεί να το δει, έχουν παραμορφωθεί από την αγωνία. Με μια απότομη κίνηση το θέαμα αυτό εξαφανίστηκε πίσω απ’ τις κλειστές γροθιές του άντρα, σαν να ήθελε να συγκρατήσει στο εσωτερικό του εγκεφάλου του την τελευταία εικόνα που προσέλαβε, ένα κόκκινο φως, στρογγυλό, σ’ ένα φανάρι.

Η Σπηλιά (O Conto da Ilha Desconhecida)

Ναι, το ακούμε συχνά, ή το λέμε στους εαυτούς μας, Συνηθίζει κανείς, το λέμε ή μας το λένε, με μια γαλήνη που μοιάζει αυθεντική επειδή ακριβώς δεν υπάρχει, ή ακόμα δεν ανακαλύφθηκε, άλλος ένας τρόπος για να καταθέσουμε με όσο γίνεται μεγαλύτερη αξιοπρέπεια την παραίτησή μας, κανείς όμως δεν ρωτά ποιο είναι το κόστος για να συνηθίσει κανείς.

Περί Φωτίσεως (Ensaio sobre a Lucidez)

Σε κάποια χώρα γίνονται εκλογές. Η καταμέτρηση των ψήφων στην πρωτεύουσα αναδεικνύει πρώτη δύναμη το λευκό με ποσοστό περίπου 70%. Oι εκλογές επαναλαμβάνονται την επόμενη Κυριακή και το λευκό ξεπερνά το 80%. Μπροστά στο διαφαινόμενο κενό εξουσίας, τα δύο μεγάλα κόμματα, ο κρατικός μηχανισμός και οι δημόσιες υπηρεσίες εγκαταλείπουν την πόλη, καταστρώνοντας αστυνομικά σχέδια για να ανακαλύψουν τον υποκινητή. Μια έκπληξη όμως περιμένει τους κρατούντες: ο πληθυσμός της πόλης αφυπνίζεται, «φωτίζεται», και ανακαλύπτει από την αρχή τις αξίες της αλληλεγγύης, της προσωπικής ευθύνης, της αλληλοβοήθειας. Το Κράτος όμως δεν έχει πει ακόμα την τελευταία λέξη.

Περί Θανάτου (As Intermitências da Morte)

Την επόμενη μέρα δεν πέθανε κανείς.

Κάιν (Caim)

Πόσο θλιβεροί είναι όμως οι άνθρωποι χωρίς άλλο σκοπό στη ζωή τους παρά να κάνουν παιδιά χωρίς να ξέρουν γιατί και για τι. Για τη διαιώνιση του είδους, λένε εκείνοι που πιστεύουν σε έναν τελικό στόχο, έναν έσχατο λόγο, παρότι δεν έχουν την παραμικρή ιδέα ποιοι είναι και ποτέ δεν αναρωτήθηκαν στο όνομα τίνος πράγματος θα πρέπει να διαιωνιστεί το είδος, σαν να ήταν η μοναδική και έσχατη ελπίδα του σύμπαντος.”


Τα βιβλία που αναφέρονται στο κείμενο κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Καστανιώτη.