Μόνο αυτός που δεν επιτρέπει στη διάνοιά του να κατασταλάξει σε τίποτα,  τη δυναμώνει. Και μόνο αυτός που, ως έτερος Ελύτης, τολμάει να κάνει ένα βήμα πιο γρήγορο από τη φθορά, είναι σε θέση να επεκτείνει τα όριά του σε ‘κείνα του σύμπαντος, και στο τέλος να το κατακτήσει. Η περιέργειά του ισοδυναμεί με την ανυπακοή στην αγνότερη μορφή της κι η κάθε αμφιβολία του απέναντι στις βολικές και ακλόνητες πεποιθήσεις των άλλων, μοιάζει με αετό που εκκολάφθηκε από μιαν οβίδα. Ο ίδιος άνθρωπος φιλοσοφεί, όχι για να σώσει κάποια επανάσταση, αλλά για να διασώσει τη σκέψη και τη συνοχή του απέναντι στο ενοχλητικότατο λεφούσι της βεβαιότητος, και διαθέτει πάντοτε χρόνο ώστε να ταρακουνήσει την «κοινωνική» βάρκα, ακριβώς επειδή δεν τραβάει κουπί. Παρόλα αυτά, η πλήξη γίνεται συχνά καυτή έρημος που τον διασχίζει, κι ακόμα συχνότερα, το νόημα της ύπαρξης τον αρρωσταίνει.

Ναυτία – Ζαν Πωλ Σαρτρ – 1938

Μια ανάλογη «υπαρξιακή» νόσος βρίσκει στο ψαχνό και τον Αντουάν Ροκαντέν στο μνημειώδες έργο του Ζαν Πωλ Σαρτρ, «Ναυτία». Ο Γάλλος υπαρξιστής με ακρίβεια χειρουργού,   και πιθανώς ειρωνικά χάχανα νηπίου, τοποθετεί το αφηγηματικό του πιόνι στην Μπουβίλ, μια μικρή παραθαλάσσια πόλη στη Νορμανδία, που όμως δεν λέει να αφομοιώσει το ανήσυχο και πολυταξιδεμένο πνεύμα του. Μάταια ο Ροκαντέν προσπαθεί να γράψει εκεί τη βιογραφία του μαρκησίου ντε Ρολμπόν.

Καθημερινά, τον γυροφέρνουν φαινόμενα που δεν καταλαβαίνει, και άτομα που δεν καταλαβαίνουν εκείνον. Κάτι τέτοιο, όπως είναι φυσικό, τού προκαλεί μεγάλη σύγχυση κι αγωνία, και τον πείθει πως ο κόσμος εκτός από ένα θλιβερό μέρος, είναι πολύβουο και φτιαγμένο από όλων των ειδών τις αντιφάσεις. Διαπιστώνει επίσης, πως λίγοι σκέπτονται, μα όλοι έχουν γνώμες που τις φορούν σαν δεύτερο πετσί τους, πως ο λόγος που υπάρχει τόση πολλή άγνοια είναι ότι αυτοί που την έχουν, αδυμονούν να τη μοιραστούν, πως η ελευθερία δε θα άξιζε τίποτα εάν δε συμπεριλαμβανόταν σε αυτήν κι η ελευθερία να κάνεις λάθη, και πως η υπευθυνότητα είναι το μοναδικό τίμημά της.

Ο Ροκαντέν δεν έχει παρά να κρατά ημερολόγιο. Καταγράφει τα πάντα. Στάσεις και συμπεριφορές. Ερωτικές απογοητεύσεις. Τζαζ μελωδίες και μια βαθύτερη ανάγκη του να καθαρίσει μια γωνιά του μυαλού του και να τη γεμίσει επιτέλους με αληθινή δημιουργικότητα. Το τι διασκεδάζει ο ακατάδεκτος στο Νόμπελ του ’64, Σαρτρ στα ψυχολογικά και φιλοσοφικά παθήματα του πρωταγωνιστή του, δε λέγεται. Ωστόσο θα δώσει λύση όταν η αφηγηματική «πλάκα» του ολοκληρωθεί. Ένα γύρισμα του μυαλού αρκεί ώστε να  αλλάξει κανείς ρότα, έτσι δεν λένε; Κι έτσι είναι. Ξαφνικά, ξημερώνει μια μέρα που ο Ροκαντέν παρατά τη βιογραφία στη μέση και ξεκινά να γράφει ένα μυθιστόρημα.

Από εκείνη την στιγμή αντιλαμβάνεται τα πάντα διαφορετικά. Από εκείνη τη στιγμή συμφωνεί με τον Σαρτρ και μαζί διατυμπανίζουν ότι η μεγαλοσύνη του ανθρώπου βρίσκεται στην ικανότητά του να δημιουργεί και να σκέπτεται. Ο ένας κόβει κι ο άλλος ράβει, κι έτσι, καταλήγουν να πείθουν διαχρονικά το αναγνωστικό κοινό πως αυτό που μας πληγώνει δεν είναι αυτό που είμαστε, αλλά όλα όσα θα μπορούσαμε να γίνουμε, πως μια άλλη λογική ερμηνεία της ευτυχίας θεωρείται η απόλυτη κι η πιο μεγάλη ανάπτυξη των ικανοτήτων μας, και πως τελικά δε μπορείς να κόψεις ούτε ένα τόσο δα κομματάκι απ’ την ελευθερία, διότι νομοτελειακά όλη η ελευθερία συγκεντρώνεται σε αυτό το κομματάκι.

Πανούκλα – Αλμπέρ Καμύ – 1947

Κι αν με αυτά και με τ’ άλλα, το συγκεκριμένο κομματάκι κοπεί; Αλήθεια, τι γίνεται τότε; Δε θέλει και ρώτημα. Τότε είναι που πέφτουν όλα τα δεινά στο κεφάλι σου σαν το χαλάζι και τότε είναι που τούτος ο κόσμος μοιάζει να είναι η κόλαση κάποιου άλλου πλανήτη. Τότε το ανοσοποιητικό σύστημα της κοινωνίας πραγματικά πάσχει. Και μάλιστα από επιδημία. Χολέρα ή πανούκλα, λίγη σημασία έχει.

Ο Αλμπέρ Καμύ πάντως επιλέγει το δεύτερο στο συγκλονιστικό κι ομώνυμο έργο του. Δεξιοτέχνης του λογικού και μάστορας του παραλόγου, ο γαλλοαλγερινός συγγραφέας που βραβεύτηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας του ’57, λούστηκε όσο κανείς τον ήλιο της Μεσογείου, ήξερε πως η ειρωνεία της αλήθειας είναι η καθαρόαιμη φιλοσοφία, και έχασε τη ζωή του σε αυτοκινητικό ατύχημα το 1960, μας εγκλωβίζει στο Οριέν του 1950. Σιμά στο γιατρό Ριέ που κάνει ό,τι περνά από το χέρι του για να σώσει την πόλη από την πανούκλα που την έχει «χτυπήσει». Μέσα από τις one of a kind περιγραφές του, ο πάντα απογοητευμένος από την ιδέα της πολιτικής στη χώρα του, Καμύ, μεταφέρει στον αναγνώστη ένα κλίμα αυξανόμενου τρόμου κι ασθενείας.

Ξαφνικά, οι κάτοικοι του Οριέν νοσούν ο ένας μετά τον άλλον, κυκλοφορούν σαν μαυροπούλια, κι όσο χάνουν το κουράγιο τους, χάνουν και την μάχη με τη ζωή. Από την άλλη, ο γιατρός Ριέ μας διαβεβαιώνει πως θαρραλέος είναι εκείνος που προχωρά προς την κατεύθυνση όπου ο φόβος του μεγαλώνει, καθώς παλεύει με το «θηρίο», για να σώσει τους συμπολίτες του. Μέχρι να εξαλειφθεί η επιδημία βασιλεύει το σκοτάδι κι όταν τελικά αυτή υποχωρεί, είναι πολύ λογικό να αναρωτιούνται όλοι αν υποχώρησε για πάντα. Κάπου εδώ ας συμφωνήσουμε στο ότι οι αρρώστιες και οι πόλεμοι έχουν κάτι κοινό: μπορεί ανά πάσα στιγμή να ξεσπάσουν, αλλά και να ξαναξεσπάσουν.

Στο φημισμένο έργο του ο Καμύ ξέρει πολύ καλά για τι πράγμα μιλάει και τι φοβάται. Η πανούκλα δεν είναι άλλη από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Κι αν κάτι μένει, είναι αυτές οι διαπιστώσεις: πως δεν υπάρχει δόξα στον πόλεμο που να αξίζει το αίμα που κοστίζει, πως θα γίνει κανείς δούλος αν δεν αντέξει τις συμφορές που τον βρίσκουν, και πως η δύναμη δεν είναι αποτέλεσμα της νίκης αλλά απόφαση να μην παραδοθείς στο Κακό.

Ο Καμύ, που όμοιός του δε θα υπάρξει ποτέ, γράφει για τον πόλεμο και τις αρρώστιες που πάντα βρίσκουν έναν τρόπο, και είναι αυτός που μας γνωρίζει καλύτερα κι από τον εαυτό μας, κι επιμένει πως καθένας μας είναι ένας εγκληματίας που παραμένει άγνωστος. Αυτός είναι ο Καμύ, αυτός θα είναι πάντα: κάποιος που έφυγε νωρίς αλλά πρόλαβε να φωνάξει με όλη τη δύναμη της ψυχής του ότι η ζωή είναι μια παράσταση χωρίς πρόβες και όσο ελπίζεις για το καλύτερο, άλλο τόσο πρέπει να περιμένεις και το χειρότερο.

Και τώρα άραγε τι μένει; Να συνειδητοποιήσει κανείς πως η σκέψη είναι στην ουσία η άρνηση αυτού που βρίσκεται μπροστά μας, πως ο άνθρωπος είναι οι επιλογές του, πως το να δημιουργείς είναι σα να ζεις δύο φορές, και όταν η θλίψη σε ψήνει σαν ακατέβατος πυρετος, η καρδιά σου να μην κάνει πίσω. Να γνωρίζεις πως η ελευθερία δεν είναι παρά μια ευκαιρία ώστε να γίνουμε καλύτεροι, πως η τραγωδία σίγουρα δεν είναι λύση, και πως όλοι οι πόλεμοι θα είναι πάντα εμφύλιοι γιατί όλοι οι άνθρωποι είναι αδέλφια. Οπότε, διαβάζοντας τα δύο μεγάλα αυτά έργα, το θέμα πια δεν είναι να παραμείνεις «υγιής», μα να διαλέξεις ποιά «νόσος» σου ταιριάζει πιο πολύ. Μπορείς βεβαιώς, και τις δύο!