Μια νεογλώσσα (όπως εκείνη που περιγράφει ο Τζωρτζ Όργουελ στο 1984) βρίσκεται στη βάση της κυρίαρχης οικονομικής και μιντιακής σκέψης. Μια γλώσσα που διαστρεβλώνει, αλλοιώνει και αντιστρέφει την έννοια των λέξεων, για να καθιερώσει μια εκ των προτέρων ειλημμένη άποψη ως την επίσημη, ως τη μόνη δυνατή, εξοβελίζοντας κάθε κριτική αντίρρηση και επιβάλλοντας μια γενικευμένη ομοιομορφία. Η έννοια «δομικές μεταρρυθμίσεις» κατέληξε να σημαίνει το τέλος του συστήματος κοινωνικής προστασίας, την έκρηξη των ανισοτήτων, την εγκατάλειψη της ιδέας της κοινωνικής δικαιοσύνης.

«Ο τρόπος με τον οποίο μας μιλούν για τα οικονομικά, τα κοινωνικά ή ακόμα και τα πολιτικά γεγονότα μάς αφήνει ελάχιστες πιθανότητες να αντιληφθούμε τι θέλουν να μας πουν, πόσο μάλλον να κατανοήσουμε τις κρίσεις που μας πλήττουν.

Η ευθύνη ανήκει στην επινόηση μιας νεο-νεογλώσσας. Γιατί μας επαναλαμβάνουν αδιάκοπα ότι η ανεργία είναι κάτι το απαράδεκτο, κι ωστόσο επιτρέπουν τη διαιώνισή της; Γιατί μας λένε ότι η εργασία αποτελεί το μέλλον μας, ενώ εδώ και καιρό αποφεύγουν να της αποδώσουν την αξία που της αρμόζει; Γιατί αρνούνται –τουλάχιστον στην Ευρώπη– να αξιοποιήσουν όλα τα διαθέσιμα εργαλεία της οικονομικής πολιτικής και, αντίθετα, περιχαρακώνονται στις λεγόμενες διαρθρωτικές πολιτικές, που τελικά αποκαλύπτεται ότι στοχεύουν στη μείωση της κοινωνικής προστασίας; Γιατί αποδέχονται την τεράστια αύξηση των ανισοτήτων, τη στιγμή που ισχυρίζονται ότι θέλουν να τις καταπολεμήσουν;

Η γλώσσα που μιλάμε, μέσα από τη στρέβλωσή της, καταλήγει να μεταμορφώνει την πραγματικότητα που αντικρίζουμε, φτάνοντας στο σημείο να αρνείται τον ανθρώπινο πόνο. Αυτή τη γλώσσα τη χειραγωγεί μάλλον η θεωρία, παρά τη χρησιμοποιεί. Αν λοιπόν θέλουμε να επανέλθουμε σε μια λιγότερο καρτερική ή μοιρολατρική αντιμετώπιση του κόσμου, θα χρειαστεί να αποδομήσουμε τη νεογλώσσα και να οικοδομήσουμε εκ νέου μια γλώσσα στην οποία όλοι θα μπορούμε να αναγνωρίσουμε τον εαυτό μας. Μόνο με αυτή την προϋπόθεση θα μπορέσουμε να ασκήσουμε κάποια επίδραση στον κόσμο και στο πεπρωμένο των λαών.

Και μόνο με αυτή την προϋπόθεση θα μπορέσουμε να ελευθερωθούμε από την πολιτική παγίδα που μας έχει στήσει η νεογλώσσα και να ξαναβρούμε τον δρόμο για μια δημοκρατία λιγότερο εύθραυστη από εκείνη που μας οδηγεί στην υποταγή». –Jean-Paul Fitoussi

Ζαν-Πωλ Φιτουσί

Ο Ζαν-Πωλ Φιτουσί γεννήθηκε το 1942 στη Λα Γκουλέτ της Τυνησίας. Είναι ένας από τους επιφανέστερους εκπροσώπους της γαλλικής κεϋνσιανής σχολής.

Διδάκτωρ οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Στρασβούργου και agrégé της οικονομίας, είναι ομότιμος καθηγητής του Ινστιτούτου Πολιτικών Επιστημών του Παρισιού και του Luiss Guido Carli Πανεπιστημίου της Ρώμης, και μέλος του Κέντρου για τον Καπιταλισμό και την Κοινωνία του Πανεπιστημίου Columbia της Νέας Υόρκης. Έχει διδάξει επίσης στο Πανεπιστήμιο του Στρασβούργου (όπου είναι επίτιμος κοσμήτορας της Σχολής Οικονομικών Επιστημών), στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο της Φλωρεντίας και, ως επισκέπτης καθηγητής, στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας, στο Λος Άντζελες (UCLA). Διετέλεσε πρόεδρος του Γαλλικού Παρατηρητηρίου για την Οικονομική Συγκυρία (OFCE). Έχει τιμηθεί με το βραβείο Pico della Mirandola (2017) και, μαζί με τους Joseph Stiglitz και Amartya Sen, με το Gold Medal of the Society for Progress (2016). Είναι επίτιμος διδάκτωρ των Πανεπιστημίων του Μπουένος Άιρες και του Tres de Febrero, και επίτιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου του Τρέντο.

Από τις εκδόσεις Πόλις έχουν κυκλοφορήσει επίσης τα βιβλία του Η απαγορευμένη συζήτηση και Για να μπορούμε να επιλέγουμε: Για τον δημοκρατικό έλεγχο της ευρωπαϊκής νομισματικής εξουσίας (εξαντλημένα), ενώ από τις εκδόσεις Μεταίχμιο το βιβλίο του Η νέα πολιτική οικολογία (με τον Ελουά Λοράν).