Το έργο της Αγγελικής Χρυσού χαρακτηρίζεται από την αισθαντικότητα, το δυναμισμό, τους πειραματισμούς και τις ανακαλύψεις επάνω στις έννοιες φωτός και σκότους, μάζας και ύλης, υλικού και άυλου. Οι συγκεκριμένες ματιέρες που χρησιμοποιούνται για πρώτη φορά με έναν τόσο πρωτότυπο και ρηξικέλευθο τρόπο, προσδίδουν άλλη διάσταση στα αφαιρετικά αυτά έργα σε καμβά. Το ασπρόμαυρο θαρρείς ότι είναι έγχρωμο. Οι ποιότητες, οι αισθήσεις, ο μαγνητισμός που προκύπτουν από τα έργα, έρχονται να συνομιλήσουν με τον εσωτερικό κόσμο του θεατή.

Για την ίδια την καλλιτέχνιδα δύο είναι τα ζητούμενα, τα οποία παρουσιάζονται ως η διττή αντίληψη ισορροπίας μεταξύ λογικού και φαντασιακού, πραγματικού και διαισθητικού. Αυτός ο προβληματισμός λειτουργεί, τόσο ως σύλληψη μίας μεμονωμένης και συγκεκριμένης φόρμας ενταγμένης σε κάποιο εικαστικό περιβάλλον με όρους ζωγραφικούς, όσο και ως εξ-ισορρόπηση αλληλεπιδράσεων, όπως της δυναμικής της βαρύτητας ή των αισθήσεων. Αναλυτικά, γίνεται αναφορά αφενός στην αέναη ένταση ένταξης μιας οπτικά «ρέουσας» δυναμικής μάζας – φόρμας, να οργανωθεί και να αποκτήσει ισορροπία, παραμένοντας αιωρούμενη μέσα σε στέρεο χώρο, αυτόν της συμβατικά πραγματικής επιφάνειας του ζωγραφικού τελάρου ή της νοερής επέκτασής του. Αφετέρου η υβριδική αυτή αναζήτηση εξακολουθεί, χωρίς να στερηθεί τον ποιητικό δυναμισμό της αυτόματης γραφής.

Καθώς πρακτικά, το έργο ξεκινά με έναν ελεύθερο τρόπο, σαν μια χειρονομιακή καταγραφή, όπου το πυκνόρευστο υλικό εναποτίθεται επάνω στον καμβά αφήνοντας το πρώτο ανάγλυφο του ίχνος. Ακολουθεί μια περισσότερο σύνθετη διαδικασία, επεξεργασίας και επαναπροσδιορισμού της αρχικής επέμβασης. Η διαδικασία είναι διαρκής και εξελικτική, καθώς τυχαία ευρήματα και επισημάνσεις, συνειδητά ενσωματώνονται στα επόμενα έργα, ενώ συχνά, γίνεται η επαναφορά στα προηγούμενα αλλάζοντάς τα δραστικά. Το αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας σταδιακά πνευματοποιείται μέσα από συνεχείς και επαναλαμβανόμενες πράξεις στο χρόνο. Ωστόσο, δεν υπάρχει πρόθεση να αποδοθεί η εικόνα του πραγματικού.

Είναι περισσότερο η εικονοποίηση μιας προσωπικής εντύπωσης του κόσμου, μιας εσωτερικής αντανάκλασης αυτού, μέσω της αφαίρεσης. Η φύση και οι δυνατότητες των ίδιων των υλικών (κάρβουνο, λάδια, κόλλα, σμυρίδι) αλληλεπιδρούν και καθορίζουν τους τρόπους χειρισμού τους, τις γραφές, την υφή, τη διαφάνεια, μία αυστηρή γκάμα έως τριών χρωμάτων. Αντίστοιχα, κάθε ένα από τα υλικά πληρεί ένα ισοδύναμο αναγκαίο για το χτίσιμο του συνόλου: τις πυκνές ποιότητες, τη στιβαρότητα του σχεδίου και τα καθαρά περιγράμματα, τη διαφάνεια, την αίσθηση του χαρακτικού αποτυπώματος, με ζωγραφικά όμως και ανάγλυφα πλασίματα επάνω στον καμβά.