Ο Χρήστος Στέργιογλου, ένας σημαντικός ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου, μας έδωσε τη δική του οπτική σχετικά με το αντικείμενο του τεύχους, το νέο κύμα του ελληνικού κινηματογράφου.

Είχαμε την ευκαιρία να τον συναντήσουμε στο κέντρο της Αθήνας, ένα συννεφιασμένο πρωινό του Απριλίου, σε ένα ήρεμο και γαλήνιο καφέ, που βρισκόταν σε πλήρη αντιστοιχία με το χαρακτήρα και το ύφος του ηθοποιού.

Συνέντευξη: Νώντας Δουζίνας

CultureNow Mag.: Τα τελευταία χρόνια γεννήθηκε ένα εγχώριο κινηματογραφικό ρεύμα που δείχνει να αφορά πολλούς σε παγκόσμια κλίμακα. Νέοι Έλληνες κινηματογραφιστές προσκαλούνται στα διεθνή φεστιβάλ και αποσπούν βραβεία και τιμητικές διακρίσεις. Συμφωνείτε ότι πρόκειται για μια κινηματογραφική άνοιξη, όπως τη χαρακτηρίζουν;

Xρήστος Στέργιογλου: Ναι, γιατί το «υφίσταμαι» και εγώ. Υπάρχει πάρα πολλή όρεξη από τους νέους κινηματογραφιστές να κάνουν ταινίες. Οι συνθήκες είναι αντίξοες, αφού υπάρχει έλλειψη χρημάτων, ενώ οι χορηγίες είναι ελάχιστες. Η ΕΡΤ κάνει μια προσπάθεια να βοηθήσει τους νέους κινηματογραφιστές. Γενικά, δεν ξέρω πώς βρίσκουν τα λεφτά τα παιδιά, αλλά κάνουν τις ταινίες που θέλουν να κάνουν, και τις κάνουν με πάρα πολλή όρεξη. Εμένα αυτό που με συγκινεί, είναι το «θέλω» των ανθρώπων, γιατί δουλεύω τελευταία με πάρα πολλούς νέους σκηνοθέτες του κινηματογράφου. Μου αρέσει πάρα πολύ αυτή η σχέση και χαίρομαι που με φωνάζουν να παίξω στις δουλειές τους.  Πάει να πει ότι μου έχουν εμπιστοσύνη και έτσι αναπτύσσεται μια σχέση εμπιστοσύνης κατά τη διάρκεια της συνεργασίας. Αυτό που με συγκινεί στους νέους κινηματογραφιστές, εννοώ ηλικίας 30-40 ετών, είναι πως βλέπω στα μάτια τους ότι θέλουν να το κάνουν πάρα πολύ και αυτό είναι απολύτως συγκινητικό και απολύτως πειστικό, για να πάω μαζί τους. Το θέλεις; Είμαι μαζί σου! Αυτό με ωθεί και γυρίζω ταινίες με νέους ανθρώπους και φυσικά δεν έχει βγει καθόλου σε κακό, ίσα ίσα πάντα βγάζει καλά αποτελέσματα. Τον τελευταίο καιρό, με την αφορμή της μεγάλης επιτυχίας του Κυνόδοντα, που είχα την τύχη να συμμετέχω και να ζήσω όλη αυτή τη χαρά της επιτυχίας, δόθηκε ώθηση στα νέα παιδιά να καταλάβουν ότι εάν αυτό που κάνουν είναι ειλικρινές, το θέλουν πραγματικά και έχουν να πουν κάτι που το θέλει πολύ η ψυχή τους, κάποια στιγμή θα αναγνωριστεί. Κάποια στιγμή θα πετύχει. Μπορεί να μην είναι η πρώτη, μπορεί να μην είναι η δεύτερη δουλειά, αλλά κάποια στιγμή θα αναγνωριστεί, από κάποιους. Μπορεί να μην είναι καν από Έλληνες. Και πιστεύω πως το «θέλω» και το «δε θα πάει χαμένο αυτό που κάνω» είναι μια πολύ μεγάλη ώθηση για να ανθίσει ο ελληνικός κινηματογράφος. Όχι ότι παλιά δεν άνθιζε ο ελληνικός κινηματογράφος, πάντα ανθίζει, σε όλες τις περιόδους. Αλλά το θέμα είναι να μιλάς και να θες να πεις κάτι, χωρίς αυτοσκοπό την επιτυχία. Αυτή θα έρθει, μόνο όταν αυτό που κάνεις, το θες πάρα πολύ, βαθιά από μέσα σου. Θέλεις να μιλήσεις και να έχεις επικοινωνία με τους ανθρώπους που θα έρθουν να δουν τη δουλειά σου. Αυτό έχει πολύ μεγάλες πιθανότητες να φέρει επιτυχία. Θα μπορούσα να πω ότι, «μην κυνηγάς την καριέρα σου, αυτή θα έρθει αν είσαι ειλικρινής».

C. N.: Μιλάμε για ένα κινηματογραφικό κύμα ή για μεμονωμένες περιπτώσεις σκηνοθετών που κατάφεραν κάποια πράγματα δίνοντας τις προσωπικές μάχες τους;

X. Σ.: Δεν το ξέρω αυτό. Επειδή εγώ δεν είμαι σκηνοθέτης, είμαι ηθοποιός, ερμηνευτής, ο οποίος ακολουθεί το όνειρο του σκηνοθέτη,  μπορώ να πω ότι τώρα τελευταία υπάρχουν πολύ ενδιαφέροντα σενάρια, που η επιθυμία τους είναι πολύ μεγάλη και εγώ ενώνω τη δική μου με τη δική τους επιθυμία. Μπορώ να πω ότι ναι, αλλάζουν τα πράγματα, από την άποψη ότι οι σκηνοθέτες και οι σεναριογράφοι -το σενάριο είναι το πρώτο πράγμα που με ενδιαφέρει  σε μια ταινία γιατί αυτό είναι το πρώτο που διαβάζω-, αρχίζουν να πηγαίνουν λίγο σε πιο βαθιά πράγματα και αυτό έχει πάρα πολύ ενδιαφέρον. Νομίζω ότι κάτι καλό γίνεται.

C. N.: Οι ταινίες αυτές (όχι όλες αλλά στο σύνολό τους) έχουν δημιουργήσει ένα νέο ρεύμα, τον λεγόμενο από τους κριτικούς “Παράξενο νέο ελληνικό κινηματογράφο”.

X. Σ.: Δεν αποδέχομαι το παράξενο. Δε με νοιάζει καθόλου αυτή η έννοια. Τίποτα δεν είναι παράξενο και τίποτα δεν είναι προκλητικό. Αν θέλει πάρα πολύ η ψυχή σου να μιλήσει, άσε την να μιλήσει όπως θέλει αυτή. Δεν πρέπει να βαδίζουμε με αυτές τις έννοιες. Να κάνουμε δηλαδή κάτι παράξενο για να αρέσει, ή να κάνουμε κάτι προκλητικό, για να αρέσει. Δε θα ήθελα οι καλλιτέχνες να πηγαίνουμε και για να κάνουμε κάτι, να έχουμε στο μυαλό μας ότι θα πρέπει να είναι παράξενο, ή ότι θα πρέπει να προκαλέσουμε. Τίποτα δεν είναι παράξενο. Αρκεί να είναι ειλικρινές. Γιατί αυτός ο χαρακτηρισμός; Επειδή ο Κυνόδοντας ήταν παράξενη ταινία; Δεν είχε τέτοια πρόθεση πάντως.

INFO: Ο Χρήστος Στέργιογλου γεννήθηκε το 1952, στο Διδυμότειχο. Αποφοίτησε από το Κρατικό Ωδείο Θεσσαλονίκης το 1975 και έπειτα, σπούδασε στο ΗΒ Στούντιο της Νέας Υόρκης. Κέρδισε το βραβείο Ανδρικής Ερμηνείας στο Διεθνές Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης το 2002 για τις ταινίες: «Δύσκολοι αποχαιρετισμοί: Ο μπαμπάς μου» και «Θα το μετανιώσεις». Ακόμη, πρωταγωνίστησε στον Κυνόδοντα, μια ταινία που έφτασε σε υποψηφιότητα για Όσκαρ Ξένης Ταινίας 2011, ενώ απέσπασε πολλά διεθνή βραβεία.

Αναδημοσιεύση από το περιοδικό Culturenow Mag