Η ποιητική συλλογή «Ξέρετε το τέλος» των Στέργιου Μήτα, Θοδωρή Ρακόπουλου και Αντώνη Ψάλτη είναι ένα από τα σπάνια σύμμεικτα εγχειρήματα, που δεν περιορίζονται στο να συστεγαστούν οι γραφές κάτω από τον ίδιο τίτλο, αλλά στο να συσχετιστούν ουσιαστικά.

Στη συλλογή υπάρχει ένα νήμα το οποίο συντηρείται κυρίως θεματικά, ή και γλωσσικά, καθώς οι ποιητές εγκιβωτίζουν στα ποιήματά τους τις ίδιες φράσεις, δίνοντας την εντύπωση ότι ήταν είτε προσυμφωνημένες φράσεις-κλειδιά είτε ότι η σύνθεση της συλλογής δεν γινόταν συγχρόνως από όλους, αλλά ότι το ποίημα του ενός χρησίμευε ως εφαλτήριο για τη σύνθεση του επόμενου. Θα ήταν ενδιαφέρον αν υπήρχε και διάλογος μεταξύ των ποιητών και σε άλλα επίπεδα. Θα ήταν ενδιαφέρον, με άλλα λόγια, εάν η συλλογή ωθούσε περισσότερο σε μια κριτική η οποία δεν θα κινούνταν στις διαφορές των ποιητών και στις δυνατότητες και αδυναμίες του κάθε ποιητή ξεχωριστά, αλλά της συλλογής ως σύνολο. Είναι ιδιαίτερο και άξιο προσοχής μεν το πώς ο κάθε ποιητής εξελίσσεται μέσα στην ίδια συλλογή και το πώς ο κάθε θεματικός άξονας εγείρει αλλαγές στο ύφος και στον ρυθμό. Από την άλλη, είναι σαν ο αναγνωστικός κύκλος να περιμένει να κλείσει με τη σφραγίδα του κάθε ποιητή (όπως δίνεται στην αρχή και τέλος από τον καθένα σε κάθε ξεχωριστή ενότητα) και όχι να δοθεί η ουσία στον νόστο προς αυτό το τέλος, που ίσως είναι ζητούμενο σε μια σύμμεικτη προσπάθεια σαν αυτή.

Από την άποψη της «αίσθησης που μένει», θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο Μήτας δίνει μια διάσταση γήινη, ο Ψάλτης υπέργεια και ο Ρακόπουλος υπόγεια. Αυτό μπορεί να παρατηρηθεί τόσο στην αίσθηση που αφήνουν τα ποιήματα, όσο και στη ρυθμικότητα, αλλά και στην αντιμετώπιση του κάθε θέματος.

Για παράδειγμα στη Φωτομαντεία ο Ρακόπουλος βγάζει μια κρυπτική διάθεση, με περίτεχνη ομοιοκαταληξία, που όμως και αυτή η ίδια είναι κρυπτική, υπόγεια: πρέπει να προσέξει κανείς για να την ακούσει. Η πιο κρυμμένη, και συνάμα επιτυχημένη, εφαρμογή μουσικότητας εκ του Ρακόπουλου βρίσκεται στη «Μισή μέρα», όπου οι επαναλήψεις τίθενται φυσικά σαν να ακολουθούν τη ροή μιας εξομολόγησης με την ειρωνική χροιά του παντογνώστη («κι ακόμη δεν το έχω μάθει, δεν το έχεις μάθει,/ μα θα το μάθουμε..»). Ακόμη και όταν η ομοιοκαταληξία γίνεται πιο φανερή και συγκεκριμένη, ακούγεται σαν ελεύθερη και αβίαστη (π.χ. Για την τυφλότητα του μακιγιέρ). Αντίθετα στο ποίημα «Τάλως» υπάρχει μια οργή στη φωνή (θεμιτή) που, όμως, δεν αποσυνδέθηκε από τη σύνθεση, αφήνοντας το ποίημα πιο άκαμπτο μουσικά.

Από τον Μήτα περισσότερο μένουν οι στιγμές που πέτυχαν παρά το ποίημα ως όλον. Για παράδειγμα: «πρωί πρωί να κάψουν τα ψωμιά, να φέρουνε νωρίς/ νωρίς τον χειμωνιάτικο καιρό –που εσύ καθυστερείς» και «Κι ίσως η Ελπίδα να μείνει στο φάκελο: συμπιεσμένη και άδεια.». Κάποιες ομοιοκαταληξίες του Μήτα καταλήγουν παράταιρες (έτος Κυρί-/ου….με ένα κερί/) ή κάποιες προσθήκες λέξεων στέκονται σχεδόν ανούσιες, μόνο για να καλύψουν το ρυθμικό κενό («Για σένα πάσχιζε, λοιπόν, για αιώνες ο μωρός: για να μη γίνει στον καρπό σου το βραχιόλι ορός»). Παρόμοια στη θεματική, κάποιες φορές φαίνεται σαν να γίνεται μια επιφανειακή αντιμετώπιση, υπό την έννοια ότι πολλές σκέψεις συγκεντρώνονται σε ένα ποίημα χωρίς να εμβαθύνονται (π.χ. στο Photo-Coy Mistress, ενώ η Υπομονή του Χρόνου χρησιμοποιείται εμπνευσμένα στον πρώτο στίχο, κατόπιν προστίθενται πολλά ανεπεξέργαστα θέματα:  Έρωτας, Θάνατος, αιδώς, φωτογραφία, ήλιος, προφίλ).

Από την άλλη, η ποίηση και η οπτική του Αντώνη Ψάλτη φέρνουν μια «εύθυμη παράδοση», με κάποιες ομοιοκαταληξίες να ηχούν πρωτότυπα και εμπνευσμένα («πέτα/…ποέτα./). Επίσης η θέση των τόνων κάνει κάποιους στίχους ομοιοκατάληκτους να ακούγονται σαν ανομοιοκατάληκτοι, ένα παιχνίδισμα που ευφραίνει («ζώσε με, καλή μου, βαρέθηκα στου/χαλκού, εγκλωβισμένος, την πλησμονή,/εσύ μόνο, σαν θέλεις, το μπορείς, του/Χρόνου δεν αντέχω την Υπομονή./»). Την εστίαση της θεματικής του Ψάλτη θα την έλεγε κανείς παρνασσιστική (λύρα του Ορφέα, Ηνίοχος), ενώ είναι ο μόνος που αποτολμά και αλλάζει στυλ ανά τις ενότητες (π.χ. σύγκριση ποιήματος «Επιζώ μαζί σου (σαν νύχτα) το πρωί» σε σχέση με τα υπόλοιπα).

Θεωρώ τη συλλογή εν τέλει άξια ανάγνωσης και την προσπάθεια σεβαστή. Σε επόμενα τέτοια εγχειρήματα αναμένεται περαιτέρω διείσδυση στο πάντρεμα των ποιητών. Όπως προείπα, ευχαριστήθηκα τη γήινη διάσταση του Μήτα, την υπόγεια του Ρακόπουλου και την υπέργεια του Ψάλτη. Αυτές όμως οι ισορροπίες κάποιες φορές διασαλεύονταν: ο Μήτας από γήινος γινόταν απλοϊκός, ο Ρακόπουλος από υπόγειος πολύ κρυπτικός, και ο Ψάλτης από υπέργειος άσκοπα εύθυμος ρυθμικά και γλωσσικά (π.χ. Πρωινή Πιανίστρια, Demaquillage).