Ο Henri Bergson πίστευε ότι η διαίσθηση, βασισμένη στην εμπειρία και το ένστικτο, ήταν εξίσου αν όχι πιο σημαντική από την επιστήμη και τη λογική. Εξήγησε ότι η δημιουργικότητα εξελίσσεται με τον ίδιο τρόπο όπως η φύση, μέσα από διαδικασίες γονιμότητας, μετάλλαξης και αυτό που περιέγραψε ως απρόβλεπτη καινοτομία. Ένιωθε ότι υπάρχει ένα όριο στη λογική και στο τι μπορούσε να προγραμματιστεί, και ότι η τυχαιότητα ήταν ζωτικής σημασίας τόσο στον φυσικό κόσμο όσο και στο δημιουργικό έργο των καλλιτεχνών.

Volvox (λατ. volvere = κατρακυλώ) είναι μια συνάθροιση κυττάρων πράσινων μικροφυκών που απαντώνται σε μεγάλες σφαιρικές αποικίες οι οποίες αποτελούνται από 500 έως 50 χιλιάδες κύτταρα και δημιουργήθηκαν από μονοκύτταρα χλωροφύκη 200 εκατομμύρια χρόνια πριν. Ο μεγάλος βαθμός αναπτυξιακής και μορφολογικής καινοτομίας που εμφανίζουν ,παρέχουν ένα καλό μοντέλο για την ερμηνεία της εξελικτικής μετάβασης από τους μονοκύτταρους στους πολυκύτταρους οργανισμούς.

Τα volvox είναι φωτοσυνθετικοί οργανισμοί που μπορούν να επιβιώσουν σε ακραίες καιρικές συνθήκες. Χρησιμοποιούνται και στην διαδικασία πλανητικής οικοσύνθεσης του Άρη για την παραγωγή οξυγόνου, προκειμένου να καταστεί το περιβάλλον του «βιώσιμο».

Το “εξασκημένο” μάτι μιας κατηγορίας καλλιτεχνών παρατηρεί και εμπνέεται από την ομορφιά και την πολυπλοκότητα του μικρόκοσμου, ανακαλύπτει και αναδιαμορφώνει προβάλλοντας ολοένα και περισσότερους συσχετισμούς που οδηγούν στη διαπίστωση της ενότητας και της συμπληρωματικότητας θέτοντας νέα ερωτήματα σχετικά με την έννοια και την αξία της ζωής.

Το έργο της Φωτεινής Πολυδώρου με τίτλο “Στην κοιλάδα των φόνων: Τρυφερά μαστίγια” δημιουργήθηκε μέσα στα πλαίσια μιας βιολογικής έρευνας. Πρόκειται για μια διερεύνηση της ζωντανής ύλης που δεν μπορούμε να διακρίνουμε με γυμνό μάτι, όπως μικροοργανισμοί, βακτήρια και άλλα δίκτυα επιβιώσεων.

Αποσπάστηκαν και επιλέχθηκαν μέρη αυτού του συνόλου με σκοπό τη δημιουργία νέων σωματικών συνθέσεων. Πρόκειται για μια κατασκευαστική επινόηση, που αρθρώνεται και αποδιαρθρώνεται ως χειρονομία, ως ζωντανή εύπλαστη δομή που αναπτύσσεται, σχηματίζεται και μετατρέπεται σε ένα πράγμα, ένα τεχνούργημα, ένα ενέργημα εικόνας.

Στο έργο της προβάλλει την σχηματική και μορφολογική διάσταση της κίνησης των έμβιων όντων, όπου το ενεργητικό της στοιχείο προσλαμβάνεται από μια φαντασιακή διαδικασία. Δεν υπάρχει το έμβιο ον με την έννοια της bio art, αλλά το σχηματικό ενέργημα ενός τεχνουργήματος που αποδέχεται το έμβιο ον ως πρότυπο, με στόχο να μετατρέψει αυτή την παγιωμένη κινητικότητα του σχήματος του, σε εικόνα.

Ο Δημήτρης Ανυφαντάκης δημιουργεί γλυπτά με ρητίνη και ξύλο με τίτλο “Ριζώματα”. Ρίζωμα στη βοτανική είναι ο υπόγειος πολυετής βλαστός που λειτουργεί ως αποθηκευτικό όργανο και μέσο αναπαραγωγής του φυτού. Οι Deleuze και Guattari χρησιμοποίησαν τον όρο ‘ρίζωμα’ για να περιγράψουν έναν τύπο δομής δικτύου που χαρακτηρίζεται από την έλλειψη κεντρικού σημείου ή ιεραρχίας, ενώ για τον Heidegger, το ρίζωμα αντιπροσωπεύει τον τρόπο με τον οποίο τα διαφορετικά στοιχεία ενός τόπου κατοικίας αλληλοσυνδέονται και αλληλοεξαρτώνται, χωρίς κανένα στοιχείο να υπερισχύει των άλλων. Το ρίζωμα είναι ένας τρόπος σκέψης για τη σχέση μεταξύ των ανθρώπων και του περιβάλλοντός τους, τονίζοντας την ανάγκη να δούμε τον κόσμο ως ένα σύνθετο δίκτυο αλληλένδετων στοιχείων παρά ως μια σειρά απομονωμένων αντικειμένων.

Στο έργο της Ελένης Θεοφυλάκτου (λαδοπαστέλ σε χαρτί) θραύσματα από “δαντελωτά” πλέγματα σε επαλληλία με φόρμες που παραπέμπουν χρωματικά σε κοντινή λεπτομέρεια του ανθρώπινου σώματος δημιουργούν έναν άλλο τόπο όπου λαμβάνει χώρα μια διαρκής αποδόμηση και αναδόμηση.

Η Μπορισλάβα Γεωργιτσέλη χρησιμοποιώντας σαν καλούπια μέρη του ανθρώπινου σώματος (πλάτες) δημιουργεί με πολυουρεθάνη τσιμέντο και εγκλωβισμένα αντικείμενα, πρωτόλειες οργανικές φόρμες που αποτυπώνουν την διαδικασία της ζωής, την γέννηση, την ποικιλομορφία, την φθορά και την θνητότητα που ορίζουν την ύπαρξη. Το έργο της αναπτύσσεται στον χώρο ανάλογα με τις διαστάσεις του, παράγοντας κάθε φορά ένα νέο γεγονός μεταβαλλόμενων συνθηκών.

Στο έργο “Μοτίβα”, η Κατερίνα Ξυπολίτου δημιουργεί αφηρημένα οργανικά μοτίβα -πλέγματα- με υλικό το χαρτί, αναφορά στα εμμονικά συμμετρικά μοτίβα απομίμησης της φύσης, των πλεκτών “εργόχειρων” της “προίκας” και με αφετηρία παιδικές αναμνήσεις από την τελετουργική διαδικασία παραγωγής τους, συνοδευόμενη από εξιστορήσεις και αφηγήσεις.

Στο έργο του Θεμιστοκλή Παπαπαναγιώτου “Το κύμα και ο Βράχος”, επιδαπέδια εγκατάσταση με γλυπτά από πηλό, οι οργανικές φόρμες- το κύμα και ο βράχος -τα δυο στοιχεία το νερό και η γη, βρίσκονται σε μια αέναη δημιουργική αντιπαράθεση όπου ως γλύπτης το Νερό-Κύμα διαμορφώνει με επιμονή την μορφή του Βράχου σε ένα διαρκές παιχνίδι ανταλλαγής ενέργειας.

Επιμέλεια: Ιωάννα Καζάκη

Κεντρική φωτογραφία θέματος: Δημήτρης Ανυφαντάκης