Από το 1913 έως και το 1935 ο Πεσσόα γράφει το «Βιβλίο της ανησυχίας» για να το εκδώσει με το ψευδώνυμο ΜπερνάντοΣοάρες κατά τη συνήθειά του. Η αναθεωρημένη του έκδοση—στη βραβευμένη με το Κρατικό Βραβείο μετάφραση της Μαρίας Παπαδήμα, η οποία έχει αφιερωθεί στο έργο του— αποτελεί μια σημαντική στιγμή στην εκδοτική παραγωγή. Κι αυτό επειδή δεν πρόκειται για μια αυτοβιογραφία ή ένα σημειωματάριο του πορτογάλου συγγραφέα αλλά επειδή στο έργο αυτό ο Πεσσόα δημιουργεί μια συνομιλία με τον εαυτό του, καταπιάνεται με μια ουσιαστική καταγραφή των σκέψεων του, των εσωτερικών κλυδωνισμών της ψυχοσύνθεσής του, για να καταφέρει, πρωτίστως για τον ίδιο, έναν παρορμητικό εξορθολογισμό των συναισθημάτων του και να μορφοποιήσει έτσι μια αυτοβιογραφία που στέκεται  στις σημαντικές πνευματικές του διασυνδέσεις.

«Ανάμεσα σε εμένα και τη ζωή υπάρχει ένα λεπτό τζάμι. Παρότι βλέπω και καταλαβαίνω τη ζωή ξεκάθαρα, δεν μπορώ να την αγγίξω», γράφει δηλώνοντας ακριβώς αυτή τη δυναμική αναζήτηση του εσώτερου εαυτού του στην οποία επιδίδεται στη διάρκεια της συγγραφής αυτού του βιβλίου αλλά και ολόκληρης της ενήλικης ζωής του.

Πέρα όμως από τη συνομιλία αυτή ο Πεσσόα βρίσκει την ευκαιρία  να στήσει μια συνομιλία με εκείνους τους ομότεχνους, τους οποίους θεωρεί άξιους αυτής της διακειμενικής σχέσης. Ο Ρεμπώ, ο Ρίλκε, ο Μισώ, ο Μπρίγκε. Ονόματα με τα οποία θα επιδοθεί σε μια αξιολογική αναμέτρηση στη διάρκεια μιας κριτικής αξιολόγησης των πάντων. Από τον Όμηρο, τον Δάντη, τον Βιργίλιο και τον Μίλτον έως τον Σαίξπηρ, τον Ρουσσώ ή τον Χάρλοντ Μπλουμ η κριτική του ματιά στέκεται σε ό,τι καθορίζει τους ορίζοντες της σκέψης του.

Από την πρώτη στιγμή ο Πεσσόα δηλώνει διά στόματος Σοάρες, καθώς πάντα αρέσκεται στη χρήση ετερώνυμων, ότι θα γράψει μια αυτοβιογραφία χωρίς γεγονότα, διατρανώνοντας ότι είναι σημαντικότερα των γεγονότων οι στοχασμοί, η εσωτερική του πορεία προς την αυτογνωσία, οι αφορισμοί και τα όνειρά του, οι παραδοξότητές της ζωής και του πνεύματός του, κυρίως όμως η ανησυχία του για ό,τι βασανίζει τη συνείδησή του, μια ανησυχία ωστόσο πάντα υπαρκτή και οδυνηρή για τον ίδιο:

«Γράφω, λυπημένος, στο ήσυχο δωμάτιό μου, μόνος όπως υπήρξα πάντα, μόνος όπως θα υπάρχω πάντα. Κι αναρωτιέμαι αν η φωνή μου, φαινομενικά τόσο ασήμαντη, δεν ενσαρκώνει την ουσία χιλιάδων φωνών, τη δίψα να μιλήσουν χιλιάδων ζωών, την υπομονή εκατομμυρίων ψυχών υποταγμένων σαν την δική μου στο καθημερινό πεπρωμένο, στο ανώφελο όνειρο, στην ελπίδα που δεν αφήνει ίχνη. Αυτές τις στιγμές η καρδιά μου χτυπά πιο δυνατά γιατί έχω συνείδηση πως υπάρχει».

Η υπαρκτική αναζήτηση του έτερου «εγώ»  καθιστά συνειδησιακά σύνθετη την κατάκτηση της αλήθειας από τον διανοητή που «έρμαιο της επιφάνειας και της μαγείας αισθάνεται άνθρωπος», αλλά που συνεχίζει να σκάβει βαθιά εντός του για να σηκώσει το βάρος της ύπαρξής του και για να νιώσει επαρκής με τον εαυτό του. Τα λόγια του «μυρίζουν βούρκο» και αποπνέουν τις υποθετικές αισθήσεις της ψυχής του, τις ακαθόριστες σκιές ενός φωτός που αναζητά εσαεί ο Πεσσόα, για να αντισταθμίσει την παραίτηση με το όνειρο και την πνευματική του αγωνία με τις παραδοξότητες της ζωής.

«Υπάρχω χωρίς να το ξέρω και θα πεθάνω χωρίς να το θέλω. Είμαι το μεσοδιάστημα ανάμεσα σ’ αυτό που είμαι και σ’ αυτό που δεν είμαι, ανάμεσα σ’ αυτό που ονειρεύομαι και σ’ αυτό που με έκανε η ζωή, ο αφηρημένος και σαρκικός μέσος όρος πραγμάτων που δεν είναι τίποτα, δεδομένου ότι ούτε κι εγώ είμαι τίποτα. Σύννεφα...».

Η συνείδηση και το ασύνειδο των ανθρώπινων επιλογών. Ένας διάλογος με την κατάφωτη πανσπερμία των ιδεών του Πεσσόα, η βαθιά του θλίψη για το ερεβώδες μέλλον, η σύνθετη αναλογία του ονειρικού του τοπίου με το πεπρωμένο, αλλά κυρίως η συντριπτική γειτνίαση με τη σκέψη και τους αφορισμούς ενός σπουδαίου του πνεύματος είναι μερικά μόνο από τα στοιχεία εκείνα που κάνουν το βιβλίο αυτό ιδιαίτερα γοητευτικό και ταυτόχρονα το καθιστούν ένα παγκόσμιο λογοτεχνικό μνημείο.


Διαβάστε επίσης:

Το Βιβλίο της Ανησυχίας – Φερνάντο Πεσσόα